Κριτική / Ορέστεια: ραγισμένος «Αγαμέμνων» από την Ιώ Βουλγαράκη, μεταφυσικές «Χοηφόροι» από την Λίλλυ Μελεμέ, Βιβλικές «Ευμενίδες» από την Γεωργία Μαυραγάνη

Η Ιώ Βουλγαράκη, η Λίλλυ Μελεμέ και η Γεωργία Μαυραγάνη ανέλαβαν τη διδασκαλία της Ορέστειας για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου. Μία ενιαία παράσταση της μοναδικής εξ ολοκλήρου σωζόμενης τριλογίας του αρχαίου δράματος, με τρεις ξεχωριστές σκηνοθεσίες των τριών τραγωδιών που την απαρτίζουν. Η Ιώ Βουλγαράκη ξεκίνησε με τον «Αγαμέμνων», δίνοντας τη σκυτάλη στη Λίλλυ Μελεμέ με τις «Χοηφόρους», για να ολοκληρώσει η Γεωργία Μαυραγάνη με τις «Ευμενίδες».

Κι ενώ η παράσταση ήταν ενιαία, με τη μια τραγωδία να ξεκινά ακριβώς από το σημείο που τελείωσε η άλλη, με την εισβολή του υλικού και δυναμικού της μιας μέσα στην άλλη, είναι πολύ δύσκολο να την αξιολογήσει κανείς ως τέτοια: Δεν είναι μόνο η διαφορετική διανομή των ρόλων της καθεμιάς, ήταν γενικότερα η διαφορετική αντίληψη της χρήσης και αξιοποίησης του τραγικού υλικού του Αισχύλου, η διαφορετική αισθητική (όσο και αν τα κοστούμια είχαν μια σχετική  συνάφεια και συνέχεια από τραγωδία σε τραγωδία), και η διαφορετική τοποθέτηση απέναντι στα μεγάλα ζητήματα του Ανθρώπου που τίθενται. Θα έλεγα πως  η  μεταξύ τους αξιολόγηση έρχεται σχεδόν αυτόματα και είναι αυτονόητη παρόλο που αναγνωρίζω ότι μια τέτοια σύγκριση μάλλον αδικεί και τις τρεις νεαρές σκηνοθέτιδες. Αλλά από την άλλη, τέτοια δύσκολα εγχειρήματα, έχουν αυτό ακριβώς το νόημα, τη γοητεία και την πρόκληση.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ από τη Ιώ Βουλγαράκη

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Με το ραγισμένο πρόσωπο του βασιλιά, εφαρμοσμένο πάνω στην σκαλωσιά που αποτελεί και το μόνιμο σκηνικό σε όλες τις τραγωδίες, υποδέχτηκε το κοινό  η ορχήστρα της Επιδαύρου. Στη θέση του στόματος, η πύλη του παλατιού, που καταπίνει τους ήρωες.  Πρόσωπο επιβλητικό, που εξ αρχής αποτυπώνει όλη την κρίση που διέπει τον Βασιλικό Οίκο. Από εκεί θα βγει η Κλυταιμνήστρα, από εκεί θα ξετυλιχτεί το πορφυρό αιμάτινο χαλί που θα οδηγήσει στον θάνατο τον Αγαμέμνονα, εκεί θα μπει η Κασσάνδρα να συναντήσει μοίρα της, που έχει ήδη μαντέψει. Εκεί, το προσωπείο αυτό θα κατακρεμνιστεί σημαίνοντας την διάλυση του Οίκου των Ατρειδών και την απαρχή του καινούριου, του «βασίλειου» της Δικαιοσύνης που θα οδηγηθεί η τριλογία στο τέλος της.

Η Ιώ Βουλγαράκη ακολούθησε μια μάλλον συντηρητική και παραδοσιακή γραμμή στην σκηνοθεσία της, προσβλέποντας στη σιγουριά του γερού κειμένου του Αισχύλου, χωρίς να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις μέσα στην παράσταση. Έτσι, είδαμε τους μάλλον αναμενόμενους συμβολισμούς αίματος με τα κόκκινα πανιά και κόκκινα γάντια της Κλυταιμνήστρας, επιβλητική περικεφαλαία του Αγαμέμνονα, εξωτικό στέμμα της Κασσάνδρας.

 Ίσως το πιο ρηξικέλευθο που μπορεί να εντοπίσει κανείς είναι η φαλακρή Κλυταιμνήστρα της Εύης Σαουλίδου, σε μια προσπάθεια προφανώς πλήρους άρνησης της όποιας θηλυκότητας της ηρωίδας.  Η Κλυταιμνήστρα της Σαουλίδου φοράει παντελόνια την ώρα που όλοι οι άντρες (ακόμα και ο Αγαμέμνωνας) φοράνε φουστάνια, η Κλυταιμνήστρα είναι η Τρομερή, η  Άρχουσα και η Κυρίαρχη. Η Κλυταιμνήστρα έχει αντρική καρδιά, σκέψη και φρόνημα, την οποία και καταφέρνει με δεινότητα να την επιβάλλει στους γύρω της.

Από την άλλη διακρίναμε μια αμηχανία του Αργύρη Ξάφη, να ανταποκριθεί σε μια διαφορετική οπτική του αρχηγού-Αγαμέμνονα ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει στις κοθόρνους-μπότες που φέρει (αυτές τις ενοχές που ο Βασιλιάς κουβαλά και δεν μπορεί να απαλλαγεί), μια ισορροπία που προσπαθεί  να την αποκτήσει προσδίδοντας σκωπτικό και ειρωνικό τόνο στον χαρακτήρα του.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Αίγισθος του Αλέξανδρου Λογοθέτη ανταποκρίνεται με επάρκεια και ειλικρίνεια στο ρόλο του χρήσιμου εργαλείου της Κλυταιμνήστρας, ένας άντρας που βασίζει την ίδια την αυτό-βεβαίωσή του στην ύπαρξη και την παρουσία μιας γυναίκας.

Ο φύλακας του Στέλιου Ιακωβίδη δίνει εύστοχα και δραστήρια τον εναρκτήριο τόνο της παράστασης ενώ από την άλλη ο Κήρυκας του Δημήτρη Γεωργιάδη, δεν πείθει με την επιμελή εμφάνισή του στο ρόλο του απεσταλμένου από το μέτωπο.

Ο χορός των γερόντων, αποτελούμενος από εξαιρετικά πραγματικά ηθοποιούς (Θανάσης Βλαβιανός, Πάρις Θωμόπουλος, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Νίκος Καρδώνης, Κωστής Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Νταλιάνης, Θέμης Πάνου) κάνει ένα πολύ δυνατό σχόλιο για την προσπάθεια του ανθρώπου να αγκιστρωθεί στην όποια σιγουριά του και στην τακτοποιημένη ζωή του, βάζοντας τον να κινείται στο χώρο κρατώντας σφιχτά στα χέρια μικρά ξύλινα καθίσματα, τις θεσούλες του. Κίνηση στο χώρο, που κάποιες φορές υπήρξε άρρυθμη και ανασφαλής, παρόλες τις γερές και ολοκάθαρες ερμηνείες τους.

Αφήνω τελευταία την Κασσάνδρα της Δέσποινας Κούρτη, η οποία μένοντας φλύαρα σιωπηλή σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, αναδεικνύει τον δύσκολο ρόλο της μάντισσας με ερμηνευτική δεινότητα χρωματίζοντας τη φωνή, μεταπηδώντας σε τόνους και χροιές, με έντονη κινησιολογία με ανατολίτικες επιρροές. Ο μονόλογος της Κασσάνδρας είναι εφιαλτικά σπαραχτικός και οι ψυχολογικές διακυμάνσεις ενός ανθρώπου που γνωρίζει ότι θα πεθάνει και ακολουθεί ο ίδιος τη μοίρα του αποδόθηκαν με ακρίβεια από την ηθοποιό.

ΧΟΗΦΟΡΟΙ από τη Λίλλυ Μελεμέ

Οι Χοηφόροι της Λίλλυς Μελεμέ, εισβάλλουν στην κυριολεξία στο ρημαγμένο τοπίο που άφησε πίσω του ο «Αγαμέμνωνας», αφού είχε προηγηθεί ο καθαρισμός από το διαλυμένο πλέον προσωπείο του Βασιλιά από τον ίδιο τον Αργύρη Ξάφη που τον είχε υποδυθεί.

Από την αρχή, η σκηνοθέτης κάνει εμφανείς τις προθέσεις της να δημιουργήσει μια χορογραφημένη παράσταση, δίνοντας βάρος στην μεταφυσική διάσταση της τραγωδίας, σε αυτή την επικοινωνία ζώντων και νεκρών, επικοινωνία με τη ρίζα και το σημείο εκκίνησης.

Σε πολλές περιπτώσεις καταφέρνει να αποδώσει αυτήν την μυστικιστική ατμόσφαιρα, με ένα Χορό κοριτσιών (Νατάσα Εξηνταβελόνη, Σοφία Κουλέρα, Νεφέλη Μαϊστράλη, Μαρία Μηνά, Νάνσυ Μπούκλη, Αρετή Τίλη, Ιώβη Φραγκάτου, Χριστίνα Χριστοδούλου) καλοδουλεμένο και στέρεα χτισμένο. Είναι ο Χορός που κλέβει εδώ στην κυριολεξία την παράσταση ακόμα και από τους βασικούς πρωταγωνιστές της τον Γιάννη Νιάρρο και την Μαρία Κίτσου. Ωραίες ερμηνείες, με σωματικές ανάσες με την επιμέλεια της κίνησης από την Μόνικα Έλενα Κολοκοτρώνη, που δίδαξε μια εύρυθμη και αποτελεσματική χορογραφία.

Ο Γιάννης Νιάρρος στο ρόλο του Ορέστη, μαρτυρά μια έλλειψη σιγουριάς και ασφάλειας για την ανάδειξη του ρόλου, με εκφορά του λόγου που  δεν έχουμε συνηθίσει, τονίζοντας και χρωματίζοντας ιδιαιτέρως τις καταλήξεις των φράσεων. Είναι στιγμές που ο ηθοποιός χάνει την φυσικότητα και αμεσότητα του ρόλου του στην αναμέτρησή του με αυτόν, ενώ μόνο  στο τέλος βρίσκει το ρυθμό του και τους δρόμους του, χαρίζοντας μας μια ακόμα δυναμική ερμηνεία, από αυτές που έχουμε γνωρίσει.

Αντίθετα η Μαρία Κίτσου, παραμένει πιστή στο ερμηνευτικό πλαίσιο όλων των ρόλων που την  έχουμε δει μέχρι τώρα,  χωρίς να ρισκάρει να «ντυθεί» κάτι διαφορετικό. Είναι και δω μια γυναίκα, ένα κορίτσι κυριευμένο από το πάθος του, που δρα και κινείται σαν ανήμερο θηρίο σε κλουβί. Δυστυχώς, αυτή η ερμηνευτική υπερβολή, δεν της επιτρέπει να αναδείξει όλη αυτήν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση της Ηλέκτρας, παρόλο που και το σθένος και τις ικανότητες διαθέτει. Η Ηλέκτρα της, δυστυχώς,  περιορίζεται στα όρια  του κακομαθημένου και οριακά διανοητικά ταραγμένου πλάσματος.

Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω, τι πρόσφερε η παρουσίαση της Κλυταιμνήστρας, ως κόμησας ή βαρώνης στην παράσταση, μπλοκάροντας στην κυριολεξία την ερμηνεία της ικανότατης Φιλαρέτης Κομνηνού, σε μια κατάσταση μακριά και πέραν  της Αργείας βασίλισσας. Ήταν εξ ολοκλήρου εκτός ατμόσφαιρας της παράστασης, το αντίθετο ακριβώς από τη φιγούρα της Τροφού, που πρόβαλλε με πειστικότητα η πλήρης συναισθημάτων ερμηνεία της Αγορίτσας Οικονόμου, η οποία ερμηνεύει συγκινητικά ένα ανατολίτικο νανούρισμα.  Επιβλητικός και αυστηρός ο Αίγισθος, απόλυτα μέσα στην πλάνη του ήρωα του ο Γιώργος Χρυσοστόμου. Σιωπηλός και καίρια παρεμβατικός ο ρόλος του Πυλάδη – Γιώργου Στάμου.

Η παράσταση της Λίλλυς Μελεμέ, είχε ωραίες εικόνες και  θεατρικούς συμβολισμούς: το μαύρο πανί πένθους που απλώνεται περιμετρικά στην ορχήστρα, το ξέπλυμα της ντροπής με την δολοφονία Αιγίσθου με τον απρόσμενο κατακλυσμό, η ποδιά της Τροφού που γίνεται μωρό και σπάργανα μαζί, ένα ατμοσφαιρικό παιχνίδι φώτων και σκιών, πίσω από τον ημιδιάφανο μουσαμά που τύλιξε τη σκαλωσιά του σκηνικού. Υπήρχαν όμως και αυτές οι «παραφωνίες», που μπήκαν εμπόδιο στην τελική επικοινωνία της παράστασης με το κοινό.

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ από τη Γεωργία Μαυραγάνη

Αν έβαζα έναν υπότιτλο εδώ, σίγουρα θα ήταν τo «Κατά Αισχύλον Ευαγγέλιον».

Γιατί η Γεωργία Μαυραγάνη, συλλαμβάνει και αποδίδει μια ευφυή αντίληψη για το τρίτο μέρος της Ορέστειας: μία τραγωδία, που οι πρωταγωνιστές της είναι οι Θεοί, με τον Άνθρωπο-Ορέστη, κυριολεκτικά παραδομένο στα χέρια τους, και έρμαιο των αποφάσεων τους, δε θα μπορούσε παρά να αποδοθεί με θρησκευτικό-Βιβλικό τρόπο.

Η Γεωργία Μαυραγάνη καταθέτει ΠΡΟΤΑΣΗ για τη συγκεκριμένη τραγωδία και αυτό από μόνο του είναι ξεχωριστό και ανεκτίμητο. Με τη συμβολή στη δραματουργική επεξεργασία του Δημοσθένη Παπαμάρκου, και τη μουσική σε παραδοσιακούς δρόμους του Χάρη Νείλα, δεν κάνει απλά ένα ακόμα ανέβασμα της τραγωδίας, της προσδίδει ύφος και χαρακτήρα. Επιστρατεύει όλες τις τεχνικές του σύγχρονου θεάτρου, ξεκινώντας από την αποστασιοποίηση, επιλέγοντας την πολυδιάσπαση των ρόλων σε πολλά πρόσωπα ή τη συμπύκνωση πολλών ρόλων σε ένα πρόσωπο, απλώνεται σε όλη την έκταση της ορχήστρας σε μια απολύτως αρμονική συμμετρία και βομβαρδίζει συνεχώς το κοινό με ποίηση, συναίσθημα, ανθρωπιά.

Το σκηνικό της σκαλωσιάς μετατρέπεται σε καμπαναριό, απ’ όπου ξεκινά με προσκλητήριο της καταγωγής του Ορέστη, έτσι ακριβώς όπως ξεκινά η Βίβλος με την καταγωγή του Ανθρώπου. Η αφήγηση μετατρέπεται σε ανάγνωση Ευαγγελίου, ο Ορέστης-Άνθρωπος είναι πια ο ίδιος ο Θεάνθρωπος: ταλαιπωρημένος και παραδομένος στις αμαρτίες του  Ανθρώπου, κουβαλάει την Ελιά της Δικαιοσύνης, σαν έναν άλλο Σταυρό μαρτυρίου.. Παραδίνεται, δικάζεται, τιμωρείται, και αποκαθηλώνεται. Και στο τέλος δικαιώνεται. Ο Άνθρωπος, ο Αγώνας του, οι Αμαρτίες του, η ίδια του η Φύση, δικαιώνεται.

Χρησιμοποιώντας σκηνικά αντικείμενα ευτελή και καθημερινά, μικραίνει το Θεό μπροστά στο μεγαλείο του Ανθρώπου. Η σκηνή που ο Άνθρωπος-Ορέστης υποκλίνεται μπροστά στην Αθηνά-μινιατούρα, μιλάει δυνατά από μόνη της.

Και μετά έρχεται ο εξευμενισμός. Η ειρήνη και η Γαλήνη στις ψυχές. Μετά την Δικαιοσύνη, ακριβώς. Οι κόκκινες κορδέλες, αίμα στα χέρια των Ερινύων, πέφτουν στο χώμα. Μετατρέπονται πια σε αναθήματα, κρεμασμένα στο δέντρο της Ελιάς, να θυμίζουν όλους τους χαμένους. Ψωμί κόβεται και μοιράζεται στο κοινό.

Είναι η στιγμή που η Ορχήστρα έχει γεμίσει από όλους τους ηθοποιούς της τριλογίας. Οι οποίοι παρακολουθούν αυτήν την ιεροτελεστία του Δίκαιου Λόγου και Πράξης που κλείνει αυτόν τον κύκλο αίματος, με προσκλητήριο πια όλων των ηρώων που είχαν γίνει μέτοχοι του ζώντων και τεθνεόντων

Θα ξεχωρίσω τον Νίκο Μάνεση, νέο ηθοποιό που έδωσε ψυχή και σώμα σε έναν ρόλο αξιώσεων και απαιτήσεων. Τον Μιχάλη Βαλάσογλου, ο οποίος για μια ακόμη φορά, αποδεικνύεται πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη. Τη Στέλλα Βογιατζάκη για την εξαιρετική τοποθέτηση φωνής. Αλλά και όλη την υπόλοιπη ομάδα, για ένα αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής, για τις πειθαρχημένες, εξοντωτικές σωματικά  σε κάποια σημεία ερμηνείες: Παναγιώτη Παναγόπουλο, Ναζίκ Αϊδινιάν, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Κατερίνα Καραδήμα, Εμμανουέλα Μαγκώνη, Αγγελική Παπαθεμελή, Μαριάμ Ρουχάτζε, Τζωρτζίνα Τάτση.

Η παράσταση της Γεωργίας Μαυραγάνη βρίθει από ποίηση. Ποίηση και αρμονία.

ΟΡΕΣΤΕΙΑ2019
Είναι γεγονός ότι αυτή η διαφορετικότητα στις τρεις παραστάσεις της τριλογίας, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον για την οπτική και την διδασκαλία της κάθε μιας ξεχωριστά. Σε ότι αφορά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της πρωτοποριακής αυτής πρωτοβουλίας του εθνικού, θα είχα να παρατηρήσω μια κλιμακούμενη διαδοχή συναισθημάτων μια τριλογίας που μπορείς λογοτεχνικά να την αντιμετωπίζεις ως μία ενιαία τραγωδία με τα τραγικά πρόσωπα, τις πράξεις τους, την Ύβρη και την Άτη, και στο τέλος την Κάθαρση.

Συνολικά οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου επικοινώνησαν δημιουργικά και με τις τρεις παραστάσεις, όπως το ίδιο έκανε και το ευπροσάρμοστο σκηνικό του Πάρι Μέξη. Τα κοστούμια δε θα έλεγα ότι βοήθησαν τις παραστάσεις, με εξαίρεση ίσως εκείνα των Χοηφόρων της Βασιλικής Σύρμα. Τόσο τα φορέματα των αντρών από τον Πάρι Μέξη στον «Αγαμέμνων», όσο κι εκείνα της Άρτέμιδος Φλέσσα στις «Ευμενίδες», μάλλον δυσκόλευαν τους ηθοποιούς στην ερμηνεία των ρόλων τους.

Το πολύωρο της παράστασης (4, 5 γεμάτες χωρίς ανάσα θεατρικές ώρες) αναμφισβήτητα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα να την παρακολουθήσεις. Ωστόσο, τόσο διαρκεί η Ορέστεια και προφανώς θα ήταν άστοχη και αδόκιμη οποιαδήποτε απόπειρα περικοπής της. Ίσως σοφά, αποφασίστηκε ξεχωριστό πρόγραμμα περιοδείας της κάθε τραγωδίας με τον μόνο σταθμό που θα παρουσιαστούν ξανά και οι τρεις μαζί το Παλιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας στο πλαίσιο των Αισχυλείων.

Αλλά, όπως και να έχει και ανεξαρτήτως αποτελέσματος, τέτοιες παραστάσεις εγείρουν συζητήσεις για το Αρχαίο Δράμα, και τη σύγχρονη οπτική του από νέους δημιουργούς, συζήτηση που ένα Εθνικό Θέατρο έχει χρέος να δίνει τα περιθώρια ανάπτυξής της και να παρέχει κάθε μέσο για την στήριξη και προβολή της. Και αυτή η παράσταση, αυτές οι νέες δημιουργοί, αυτό ακριβώς με συνέπεια  υπηρετούν.

Πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ