Κριτική: Περιμένοντας τον Γκοντό / Ο Γιάννης Κακλέας καταφέρνει να διεισδύσει στον βαθιά υπαρξιακό κόσμο του Σάμιουελ Μπέκετ

Εστραγκόν: «Δεν γίνεται τίποτα / Βλαντιμίρ: «Αυτό αρχίζω να πιστεύω κι εγώ»

Αυτές είναι οι πρώτες φράσεις ενός από των σπουδαιότερων κειμένων που έχουν γραφτεί ποτέ στην παγκόσμια δραματουργία. Ο Σάμιουελ Μπέκετ το 1948 σκαρώνει την μεγαλύτερη φάρσα. Γράφει το θεατρικό έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» και επιτρέπει στον καθένα από εμάς να ανακαλύψει τον δικό του υπονομεύοντας, ακόμα, και ο ίδιος την ύπαρξη του. Ένα ψυχογράφημα σε δύο πράξεις, πέντε πρόσωπα και πολλές ερμηνείες. Δύο άνδρες, ο Εστραγκόν και ο Βλαντιμίρ περιμένουν τον Γκοντό. Σε αυτή τους την αναμονή συζητάνε, αναρωτιούνται, ματαιώνονται και το σημαντικότερο επιμένουν, σχεδόν, ψυχαναγκαστικά, στον Γκοντό, που κανείς δεν ξέρει ούτε ποιος είναι ούτε για πιο λόγο είναι τόσο σημαντικός. Στην συντροφιά τους προστίθενται, προσωρινά, ο Πότζο και ο Λάκι. Ο χρόνος περνάει και η λύτρωση δίνει την θέση της στην προσδοκία.

Ο Γιάννης Κακλέας καταπιάνεται με ένα έργο πρόκληση. Όσες φορές έχει ανεβεί τόσες είναι και οι αναγνώσεις. Ποτέ κανείς δεν έχει καταλήξει με βεβαιότητα για το ποιος ή το τι; Ο καθένας αγγίζει την υπερβατικότητα του έργου με τον δικό του τρόπο. Σε αυτήν την παράσταση ο σκηνοθέτης ανιχνεύει εύστοχα το μεταφυσικό δεύτερο κείμενο και πατώντας πάνω στην γραφή του Μπέκετ καταφέρνει μια ασφαλή και τίμια κατάβαση στον ονειρικό και βαθιά συμβολικό σύμπαν του Ιρλανδού συγγραφέα. Σαν μια φαντασίωση που δεν είναι ξεκάθαρος ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος, ούτε καν τα πρόσωπα ο Γιάννης Κακλέας οδηγεί τους ηθοποιούς σε ερμηνείες που δεν επιδιώκουν εύκολα συναισθήματα και συγκινήσεις, αλλά προσκαλούν τον θεατή μόνος του να ανακαλύψει τον εαυτό του μέσα από τους ήρωες και τα πάθη τους. Είναι πραγματικά αυτά τα πρόσωπα ή μήπως, είναι προβολή μας; Ακόμα και τα στοιχεία εκείνα που μοιάζουν, ως πρώτη εντύπωση, δυσδιάκριτα έρχονται και κουμπώνουν στον καθολικό συμβολισμό του έργου. Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν σαν άλλοι closard συνομιλούν και μέσα στην ελαχιστότητα τους βγάζουν την γλώσσα στα αιώνια και αναπάντητα ερωτήματα της ζωής. Σε αυτό συμβάλει και η μαριονετίστική σχέση του Πότζο με το Λάκι που με την σειρά τους έρχονται να δικαιώσουν την αποδομητική πρόθεση του Μπέκετ. Και αυτό το βλέπουμε με το παραπάνω στην παράσταση. Θολό σημείο, ίσως, αποτελεί η προσθήκη ακόμα ενός ρόλου, του κοριτσιού, ερμηνευμένο από την Αγγελική Τρομπούκη. Αν η πρόθεση του σκηνοθέτη ήταν να δημιουργήσει ένα αντιθέατρο μέσα στην ίδια την παράσταση, μάλλον, έπρεπε να είναι πιο ξεκάθαρη.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου υποδύεται τον Βλαντιμίρ. Με την ασφάλεια που του δίνει η εμπειρία τόσων ετών πάνω στην σκηνή καταφέρνει με αμεσότητα να ακροβατεί μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας κατορθώνοντας όλες τις απαραίτητες εναλλαγές που απαιτεί ο ρόλος. Η φωνή του καθαρή και το βλέμμα του, πάντα, σε κάθε ερμηνεία, να ψάχνει σύνδεση με το κοινό. Και την βρίσκει. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος είναι ο Εστραγκόν. Πανέτοιμος, μπαίνει κατευθείαν στον ρόλο δημιουργώντας ένα καλοδουλεμένο δίπολο με το alter ego του, Θανάση Παπαγεωργίου. Η χημεία μεταξύ τους πετυχαίνει. Ο Παπαδόπουλος δίνει μια αίσθηση πραγματικού στο κλειστοφοβικό περιβάλλον του κειμένου και το καταφέρνει αβίαστα.

Ο Άρης Σερβετάλης, για άλλη μια φορά, είναι τόσο καλός που σε κάνεις να απορείς για τον τρόπο που έχει βρει να προσεγγίζει κάθε φορά τους ρόλους του. Ως Πότζο, με μια περιπαικτική αυταρχικότητα σε φέρνει πιο κοντά στην διανόηση του Μπέκετ. Έχει όλο το μεταφυσικό υπόβαθρο για να το πετύχει αυτό. Η φιγούρα του ευθυτενής και το physique του απαράμιλλα ταιριαστό. Ο Γιάννης Κακλέας και ο Άρης Σερβετάλης γνωρίζουν πολύ καλά πώς να δημιουργούν περιβάλλοντα συναίσθημα στο κοινό. Υπάρχει αυτή η οικειότητα που τους εξασφαλίζουν οι προηγούμενες επιτυχημένες συνεργασίες τους.

Αποκάλυψη είναι ο Ορφέας Αυγουστίδης ως Λάκι Σαν φιγούρα βγαλμένη από ταινία του Τιμ Μπάρτον συγκεντρώνει όλη την απόγνωση και την σύμβαση του αιώνιου ανθρώπου. Αλληλοεξαρτώμενος με ένα σκοινί από τον δυνάστη-σωτήρα του Πότζο και έναν μονόλογο που ξεσήκωσε χειροκροτήματα από το κοινό στέκεται περίφημα σε έναν εξίσου απαιτητικό θίασο. Ο Άρης Κακλέας είναι το παιδί, έφηβος εδώ, που καθήκον του είναι να ενημερώσει πως ο Γκοντό δεν θα έρθει απόψε. Μικρή παρουσία που, όμως, έφερνε έναν σύγχρονο αέρα στην όλη παράσταση. Ιδιαίτερη αναφορά στην Αγγελική Τρομπούκη και στην κινησιολογική της πρόταση. Ο κινήσεις των ηθοποιών είχαν δικό τους ρόλο και υπογράμμιζαν το κείμενο. Στην δεύτερη πράξη ο Πότζο στηρίζεται πάνω στον Λάκι. Γίνονται ένα σώμα που ο ένας είναι όμηρος του άλλου. Το σκηνικό του Σάκη Μπιρμπίλη (σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη) φέρει το κλασικό δέντρο που αναφέρεται έτσι κι αλλιώς στο έργο. Η διάτρητη πλατφόρμα-εξέδρα τούνελ με τα φώτα –επίσης, του Σάκη Μπιρμπίλη- εξυπηρετούσε και την είσοδο έξοδο των ηθοποιών, αλλά και την μετάβαση από το φως στο σκοτάδι δημιουργώντας ένα παιχνίδι χωροχρόνου. Τα κουστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη πιστά και αυτά στις περιγραφές του συγγραφέα. Τα καπέλα παρέπεμπαν στις κινηματογραφικές φιγούρες του «Χοντρού και του Λιγνού» κάνοντας την  σκηνή μεταξύ Βλαδιμίρ και Εστραγκόν (η χαρακτηριστική που αλλάζουν αναμεταξύ τους καπέλα) απολαυστική.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεν ξέρω αν για τον καθένα που δει την παράσταση έρθει ο Γκοντό, ξεχωριστά ή αν είναι εκείνος που θα φέρει την σωτηρία στους πιστούς του, ίσως και να μην υπάρχει. Ούτε ο Γκοντό ούτε η σωτηρία. Σίγουρα, όμως, ο Γιάννης Κακλέας καταφέρνει να διεισδύσει στον  βαθιά υπαρξιακό κόσμο του Σάμιουελ Μπέκετ.