Κριτική: Ρινόκερος | Για τον Ευγένιο, τον Σάμιουελ, τον Χάρολντ, την Μαρία… Δεν θα συνθηκολογήσω!

«Κόντρα σε όλον τον κόσμο, θα υπερασπίσω τον εαυτό μου, κόντρα σε όλον τον κόσμο θα αμυνθώ!… Δεν συνθηκολογώ»

Οι κάτοικοι μιας επαρχιακής πόλης της Γαλλίας παρασυρόμενοι από την μαζική φρενίτιδα της εποχής για οτιδήποτε καινούριο και αστραφτερό μετατρέπονται βαθμιαία σε ρινόκερους. Χάνουν την ανθρώπινη συνείδηση τους και υποκύπτουν στο κλίμα της νέας τάξης πραγμάτων που θέλει τους ανθρώπους δέσμιους των παθών τους και των παρορμήσεων τους χωρίς καμιά διάθεση για αντίσταση.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας, μετά  «Το παιχνίδι της σφαγής» καταπιάνεται με ακόμα ένα έργο του Ευγένιου Ιονέσκο, τον «Ρινόκερο». Ένα έργο αντιπροσωπευτικό του Θεάτρου του Παραλόγου που αποτελεί ένα από τα πιο αντικομφορμιστικά έργα που έχουν γραφτεί ποτέ. Οι συμβολισμοί του έργου είναι πολλοί. Σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η επιθυμία και η αναγωγή της στο μόνο πράγμα που έχει αξία, μια ολόκληρη πόλη είναι διατεθειμένη όχι μόνο να παραδοθεί, αλλά και να συνθλίψει όποιον στέκεται απέναντι της. Ο χαρακτήρας του Μπερανζέ είναι ένα τέτοιο εμπόδιο. Είναι ο μόνος σκεπτόμενος άνθρωπος που παρά τις επιτακτικές επιταγές του περιβάλλοντος του επιμένει να αντιστέκεται.

Ο σκηνοθέτης επιλέγει τον ηθοποιό Άρη Σερβετάλη για αυτόν τον ρόλο στην τρίτη τους συνεργασία και πράττει περίφημα. Μέσα στο ιλουστρασιόν σκηνικό του Σάκη Μπιρμπίλη, ο Γιάννης Κακλέας τοποθετεί βιντεοθόνες και με πολύ γρήγορες εναλλαγές εικόνων στήνει ένα ασφυχτικά κλειστοφοβικό σύμπαν που συνάδει με το βαθύτερο νόημα του έργου. Τα βίντεο του Στάθη Αθανασίου είναι πολύ εύστοχα. Διαφημίσεις και ακραίος καταναλωτισμός που αγγίζει το φετίχ. Παράλληλα, υπάρχει ένα κεντρικό παράθυρο, που λειτουργεί ως τεράστια τηλεόραση όπου παρακολουθεί και ελέγχει τα πάντα, χειραγωγώντας τους αποχαυνωμένους θεατές τους. Πολύ εύστοχα ο σκηνοθέτης τοποθετεί όλα αυτά τα στοιχεία που χλευάζουν την τραγικότητα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και αφήνουν ανοιχτό το παράθυρο σε αυταρχικές ιδεοληψίες όπως ο φασισμός. Από την άλλη αντιπαραβάλλει την αναγκαιότητα για βούληση και ελευθερία. Οπότε, ναι, η σκηνοθεσία καταφέρνει να αποδώσει το αφήγημα του Ιονέσκο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η δραματουργική προσέγγιση των χαρακτήρων προσδιορίζεται σε πιο ξέφρενους ρυθμούς και σε πιο γκροτέσκες φιγούρες. Μη ξεχνάμε πως το Θέατρο του Παραλόγου προτιμά να απαλλάσσεται της πεπατημένης θεατρικότητας.

Ο Άρης Σερβετάλης είναι η αποκάλυψη της παράστασης. Είναι κυριολεκτικά σα να έχει γραφτεί ο ρόλος του Μπερανζέ για την ερμηνεία του. Ο αντιήρωας του Ιονέσκο παρακολουθεί τους συναδέλφους και συμπολίτες του να παραδίνονται στην τρομερή Ρινοκερατίτιδα και ο ένας μετά τον άλλον να μεταμορφώνονται σε θηρία που λειτουργούν ορμώμενα μόνο από την ίδια τους την επιθυμία. Άβουλοι και μαζικά ομοιόμορφοι στερούνται όποιας διάθεσης για κρίση και διαμαρτυρία. Ο Σερβετάλης στην πιο μοναχική προσέγγιση του χαρακτήρα περνάει επιτυχώς από όλα τα στάδια της κλιμάκωσης του ρόλου. Απορεί, προσπαθεί να προσαρμοστεί, διαμαρτύρεται και τελικά παραμένει σταθερός στις αξίες του. Μέχρι τέλους. Κοιτώντας τον να κινείται πάνω στις δύο πολυμορφικές πλατφόρμες βλέπει ο θεατής έναν ηθοποιό που και σωματικά ακόμα μιλάει μέσα από τις κινήσεις του. Αυτό, δε που επιλέγει να κάνει στο τέλος της παράστασης, να μνημονεύσει δηλαδή τα ονόματα μεγάλων συγγραφέων όπως του ίδιου του Ευγένιου Ιονέσκο, του Σαίξπηρ, του Μπέκετ, αλλά και ονόματα καθημερινών ανθρώπων – ίσως συνεργατών ή οικείων του- τονίζοντας πως «δεν θα συνθηκολογήσω, ακόμα κι αν μείνω ο τελευταίος άνθρωπος στη γη» δίνει στην παράσταση έναν μεταφυσικό χαρακτήρα που ταιριάζει πολύ με το ύφος του κειμένου.

Ο Στέλιος Ιακωβίδης στο ρόλο του Ζαν, του μόνου ίσως φίλου του Μπερανζέ, είναι επίσης, πολύ εύστοχος. Χωρίς υπερβολές λειτουργεί ως τον άνθρωπο που ενώ προσπαθεί, αρχικά, να αντισταθεί στην «μόλυνση» της επιδημίας συνθλίβεται από την αδυναμία του τρόπου ζωής του. Ωραίος, καθαρός λόγος και ωραία χημεία με τον Σερβετάλη.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Έλλη Τρίγγου, ως Νταίζη έχει μάλλον, ελλιπή παρουσία, αφού δεν καταφέρνει να βρει τον χώρο της στη σκηνή και ως εκ τούτου χάνεται μέσα στην υπερβολή, του σκηνικού. Ο λόγος της δεν καταφέρνει να αποκτήσει σώμα και λειτουργεί περισσότερο βοηθητικά.

Ο Πάνος Παπαδόπουλος ερμηνεύει τον Ντιντάρ, στην δεύτερη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη. Ο ρόλος του απαιτητικός αφού ερμηνεύει τον αριβίστα συνάδελφο και αντίζηλο του Μπερανζέ που απαξιώνει οτιδήποτε διαφορετικό. Η πολύ καλή σχέση που έχει με την χώρο και οι σπουδές του στην σκηνογραφία σε συνάρτηση με το ραφινάτο παρουσιαστικό του τον έκαναν να κινείται με άνεση στη σκηνή και να ξεχωρίζει.

Ο Θάνος Μπίρκος προσεγγίζει με μια υπερβολή τον ρόλο του διευθυντή Παπιγιόν που σε κάποια σημεία γίνεται λίγο επιθεωρησιακός, αλλά είναι τέτοιος ο ρόλος που είναι από την φύση του πληθωρικός, οπότε καταφέρνει να βρει τα πατήματα του.

Η Αγγελική Τρομπούκη εκτός από υπεύθυνη για την κινησιολογία των ηθοποιών συμμετέχει και στο γενικό ανσάμπλ της παράστασης. Οι σπουδές της στην Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης την οδήγησαν στο να κάνει μια πολύ φρέσκια χορογραφία καθώς να ενσωματώνεται και η ίδια με τους ηθοποιούς. Η κίνηση της σύγχρονη και ευτυχώς, καθόλου ακαδημαϊκή είχε διαβάσει καλά τις απαιτήσεις του κειμένου.

Η Ροζαμάλια Κυρίου ήταν απολαυστική. Είτε ως εκφωνήτρια ειδήσεων είτε ως  σύζυγος συναδέλφου, καταφέρνει με ωμότητα να πείσει ως Κα. Μπεφ. Το πρόσωπο που διαδίδει πρώτο τις φήμες. Άμεση και με καθαρό λόγο.

Ο Κωστής Μπούντας είναι ο Μποντάρ. Ο χαρακτήρας που αν δεν δει με τα ίδια του τα μάτια δεν πιστεύει. Αν και ο ρόλος του άφηνε περιθώρια για μια πιο «ευέξαπτη» ερμηνεία, ίσως και να το παράκανε με την ένταση της φωνής του που κάποιες φορές ξεπερνούσε το όριο.

Η μουσική σύνθεση του Σταύρου Γασπαράτου για άλλη μια φορά συμπλήρωσε μοναδικά την σκηνοθετική φόρμα του Γιάννη Κακλέα. Έτσι, κι αλλιώς έχουν συνεργαστεί αρκετές φορές οι δύο τους.  

Τα κουστούμια της Μαρίας Καραπούλιου συμπληρώνουν έξυπνα την φιλοσοφία του γυαλιστερού τρόπου ζωής. Έντονα χρώματα, εύστοχο κιτς και πλουραλισμός για να υπερτονισθεί η ανάγκη για προβολή και βέβαια κλείνει το μάτι σε όλη την ψηφιακή πραγματικότητα που ζούμε.

Στην παράσταση είναι όλα τόσο καλά μελετημένα που ακόμα και η κλίση των δύο επιπέδων καθρεφτίζει το δίπολο της ανθρώπινης φύσης που ενώ, θέλει να ανυψωθεί και να εξευγενιστεί ένα αμφίδρομο κομμάτι της είναι έτοιμο να συμβιβαστεί με κάθε τι πομπώδες και επιφανειακό.

Infο: Παράταση παραστάσεων έως 12 Απριλίου 2020 (Τετάρτη: 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή: 21:00, Σάββατο: 18:00 και 21:00 και Κυριακή: 20:00). Περισσότερα εδώ.