Κριτική: «Το πάρτυ», σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη / Ανάμεσα στο θέατρο και τη γελοιογραφία του

Κριτική για την παράσταση «Το πάρτυ», της Σάλι Πότερ σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη στο Θέατρο Άνεσις.

Στο θέατρο «Άνεσις», ο Νικορέστης Χανιωτάκης σκηνοθετεί την παράσταση «Το πάρτυ» έργο τής Σάλι Πότερ και μετάφραση Αντώνη Γαλέου.  Από την κινηματογραφική απεικόνιση το 2017 και τη βράβευση στο Φεστιβάλ τού Βερολίνου έως τη μεταφορά στο θεατρικό σανίδι και την ελληνική πραγματικότητα, η οπτική μεταβάλλεται, ενίοτε υπονομεύοντας συθέμελα το έργο εν συνόλω.

Ουσιαστικά έχουμε ένα σκηνικό-σπίτι, άψογα διαρρυθμισμένο ώστε να δίνονται κατατοπιστικά οι χώροι τού σαλονιού, τής κουζίνας, τού μπάνιου και τής αυλής. Ως αυτό το σημείο ο σκηνοθέτης (και ηθοποιός τής παράστασης) Νικορέστης Χανιωτάκης αφήνει το αποτύπωμά του. Σε σκηνικά Μαίρης Τσαγκάρη και άψογη αντίληψη του αστικού βρετανικού τοπίου εποχής, αποτυπώνει ήδη από την εξωτερική εικόνα τα δεδομένα τού έργου.

Συνοπτικά, η ιστορία αφορά τη Τζάνετ που μόλις διορίστηκε σκιώδης Υπουργός Υγείας στο κόμμα τής Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και σε αυτό το εορταστικό πλαίσιο πρόσωπα του επαγγελματικού και οικογενειακού περιβάλλοντος συμπλέκονται με τρόπο αποκαλυπτικό τού ιστορικού παρελθόντος, αλλά και τού ενοχικού παρόντος χρόνου. Καταιγιστικός ρυθμός των εξελίξεων και των αποκαλύψεων, ένταση στις ερμηνείες και δυναμική παρουσία των ηθοποιών επί σκηνής. Αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση, διότι από αυτό το σημείο έως την ερμηνεία τής παρουσίας τού σκηνοθέτη επί σκηνής, περνάμε σε δεύτερο επίπεδο, αυτό τής γελοιογραφίας τού ρόλου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
Δημήτρης Γεωργαλάς

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης, ως τραπεζίτης Τομ, εισέρχεται στο έργο με τρόπο υπερβολικό. Υπερβολή στις κινήσεις, υπερβολή στον ρυθμό και την έκταση του ρόλου, κατορθώνει να μειώσει την αξία των υπολοίπων ρόλων, που τόσο επαγγελματικά καταγράφουν στάσεις και θέσεις επί σκηνής. Γιατί, ας μην λησμονούμε το γεγονός πως η ιστορία έχει διπλή αναφορά. Αφενός, σχετίζεται με την επαγγελματική πορεία τού ατόμου και δη τής γυναίκας σε μία ανταγωνιστική και ανδροκρατούμενη κοινωνία, αφετέρου επεξεργάζεται ζητήματα που άπτονται των ανθρωπίνων σχέσεων εντός τής ιδιωτικότητας.  Μυστικά που αναιρούν την εξωτερική εικόνα των συμβαλλόμενων μερών και επιφέρουν ρήξεις στις μεταξύ τους προοπτικές.

Στη συνάθροιση αυτή  παρευρίσκονται ο σύζυγός της Μπιλ (Δημήτρης Καραμπέτσης), η κολλητή της φίλη Έιπριλ (Θεοδώρα Σιάρκου) με τον ιδιόρρυθμο Γερμανό σύντροφό της Γκότφριντ (Δημήτρη Γεωργαλά), η καθηγήτρια Μάρθα (Ξανθή Γεωργίου) με την σύντροφό της Τζίνι (Αρετή Πασχάλη) και ο τραπεζίτης Τομ.  Η εξέλιξη από σκηνή σε σκηνή και η ανάπτυξη των χαρακτήρων γίνονται ομαλά και ο θεατής συμμετέχει άμεσα και προσεγμένα στην υπόθεση. Οι συνεχείς -εναλλασσόμενοι- διάλογοι δεν κουράζουν, κυρίως εξαιτίας τής καυστικότητάς τους, πράγμα το οποίο συμβάλλει στο να διατηρεί συνεχώς σε εγρήγορση τον θεατή. Επιπλέον, η νοηματοδότηση του έργου πετυχαίνει, με αξιοπρόσεκτο τρόπο, να καλύψει ένα ευρύ φάσμα κριτικής ενάντια σε πολιτικές ιδεολογίες, προκαταλήψεις και κοινωνικά στερεότυπα.

Ξανθή Γεωργίου, Αρετή Πασχάλη

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όμως, ενώ η Θεοδώρα Σιάρκου και η Πηνελόπη Μαρκοπούλου αποτελούν τους πυλώνες έκφρασης τής σοβαρότητας των δεδομένων τής παράστασης, με ερμηνείες εξαιρετικά δομημένες στη δυναμική των ρόλων τους, σταθερές και επιβλητικές σε αρκετές των περιπτώσεων, ο σκηνοθέτης «βλέπει» εαυτόν με όρους παρωδίας, γεγονός που επιφέρει την αλλοίωση του συνολικού αποτελέσματος και στις υπόλοιπες ερμηνείες. Η σοβαρότητα των ρόλων (κι όχι απλά των ερμηνειών) που δίδονται με τόση μαεστρία από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, εξανεμίζεται μπροστά στην υπερβολική και σχεδόν παιδιάστικη συμπεριφορά ενός…τραπεζίτη τής αγγλικής πραγματικότητας. Ακόμα και το φλεγματικό βρετανικό χιούμορ θα αδυνατούσε να αντιληφθεί την οπτική τού σκηνοθέτη. Μία τραγωδία με όρους κωμωδίας (ή κωμωδιακών στοιχείων), δεν συνεπάγεται την γελοιοποίηση των χαρακτήρων, πόσω μάλλον όταν τα θέματα τα οποία αναπτύσσονται είναι ουσιαστικά και βαθιά υπαρξιακά για τους πρωταγωνιστές.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης, επιχείρησε να εμφανίσει ως κωμωδία έναν ρόλο με διαφορετικό ηθικό βάρος στην εξέλιξη της πλοκής, δεδομένου ότι είναι ο βασικός πυλώνας των αποκαλύψεων. Με αυτόν τον τρόπο παρέσυρε όλους τους υπόλοιπους, καθώς η βασική ροή ρυθμού και έντασης ήταν ο ίδιος ως Τομ.

Απέτυχε, λοιπόν, στην αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία και επιλέγοντας να εκφράσει τη δεύτερη με όρους υπερβολής, κατέληξε στην γελοιογραφία τού ρόλου και την υπονόμευση του τελικού αποτελέσματος. Από κει και πέρα, οι ενδυματολογικές επιλογές τής Ιωάννας Καλαβρού αποτύπωναν με θετική στόχευσε το περιβάλλον, ενώ οι φωτισμοί τής Μελίνας Μάσχα έδιναν την κατάλληλη έμφαση σε κάθε σκηνή τής δράσης. 

Μία παράσταση που δυστυχώς δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες τού έργου και τής κινηματογραφικής του μεταφοράς. 

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

https://www.viva.gr/tiαckets/theater/despoinis-tzoulia-tou-august-strindberg/