7 ερωτήσεις για την «Αρρώστια της Νιότης» από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Λάλο στην ηθοποιό Χριστίνα Μαριάνου

Βιέννη, μεσοπόλεμος. Μια ομάδα νέων φοιτητών της Ιατρικής δοκιμάζει τα όριά της, φλερτάροντας με την καταστροφή. Απελπισμένοι, απόλυτα διαψευσμένοι μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπερδεμένοι ηθικά και ιδεολογικά, παγιδεύονται σε παιχνίδια ασύδοτα και αμείλικτα, θεωρώντας τη νιότη τους αρρώστια που πρέπει να αφανιστεί. Οι χαρακτήρες, ακροβατώντας ανάμεσα στην ιδιοφυΐα και στην παράνοια, στις σπουδές και στα πειράματα, ανακαλύπτουν τα όρια τους, φωτίζοντας σκοτεινές πτυχές του υποσυνείδητου που θα θέλαμε να ξεχάσουμε. Η παζολινική ατμόσφαιρα του έργου, μας κάνει να αναρωτηθούμε πραγματικά πόσο μακριά μπορεί να βρισκόμαστε από μια εποχή σκληρότητας και απανθρωπισμού. Τα παιχνίδια εξουσίας και το ερωτικό τους πάθος, θα τους φτάσει στο τέλος στα άκρα.

«Η αρρώστια της νιότης» (“Krankheit der Jugend“), ένα θεατρικό γραμμένο το 1926, αποτελεί ένα ψυχογράφημα του Φέρντιναντ Μπρούκνερ (1891-1958). Ο αυστριακός συγγραφέας μέσα από τα περισσότερα έργα του αποτυπώνει τη ματιά του πάνω στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία της εποχής – μιας εποχής και μιας γενιάς που προετοίμασε το έδαφος για την έλευση του σκότους που ονομάζεται ναζισμός. Τολμηρός και άκρως ρεαλιστικός, για την εξπρεσιονιστική του καταγωγή, ο συγγραφέας, λίγο πριν ο Χίτλερ ανέβει στην καγκελαρία, αυτοεξορίζεται στην Γαλλία και γράφει το αντιφασιστικό έργο «Οι Ράτσες». 

Η «Αρρώστια της Νιότης» είναι ο προάγγελος, η υπενθύμιση στην φράση του Μπρεχτ «Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το θηρίο. Η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό». Άλλωστε, όπως σημειώνει και ο σκηνοθέτης της παράστασης «Δεν είναι εποχές για εφησυχασμό».

Ο Δημήτρης Λάλος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Tempus Verum-Εν Αθήναις προσεγγίζει απόλυτα, αφοριστικά, σαν μια εκμηδενιστική παρέλαση, την «Αρρώστια της Νιότης» σε μια παράσταση που καίει, με τον τρόπο που καίει ο πάγος.

Πώς μπορείς σε κάθε πρόβα να παίζεις σαν να είναι παράσταση;

Έχω βρει αυτό τον χαρακτήρα και δεν παίζεται αλλιώς… Γίνεται κάτι μέσα μου που είναι απίστευτο. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το ξαναζήσω. Μπορώ, ψυχικά, να το καταλάβω τόσο αυτό το κορίτσι. Η Λούσυ, πολύ απλά, είναι η υπηρέτρια του σπιτιού. Ξέρει τα όρια της αλλά είναι αθώα. Έχει πολύ μεγάλη πίστη. Κάνει τον Φρέντερ Θεό της. Και καταστρέφεται. Όπως ένα παιδί από υπερβολική σοκολάτα. 

Η επιθυμία τι ρόλο παίζει στη ζωή σου; 

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο υπάρχουν κοινά στοιχεία δικά μου με τον χαρακτήρα που υποδύομαι. Από μικρή ήμουν πολύ εύθραυστη, έλεγα ναι, σε όλα. Και με τσάκιζαν. Μπορώ να καταλάβω αυτή τη χειραγώγηση, το παιχνίδι του Φρέντερ (να αφαιρέσει τη βούληση κάποιου, να τον κάνει μέρος ενός πειράματος: να τον πείσει να κλέψει για κείνον). Όπως μπορώ να φανταστώ και το πώς κάποια κορίτσια πέφτουν θύματα αποπλάνησης και καταλήγουν να βγούνε στο κλαρί.

Τι σε ιντριγκάρει πιο πολύ, ο ρόλος ή το έργο; 

Και τα δύο. Συν το γεγονός ότι έχουμε δουλέψει πολύ μαζί. (Αναφέρεται στην παράσταση «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο). Μόνο που εδώ, έχουμε να κάνουμε με ένα δύσβατο έργο, χαοτικό και σκοτεινό, φλύαρο και υπερβολικά φιλοσοφικό που απαιτεί συγκέντρωση τόσο από τους ηθοποιούς όσο κι από τους θεατές.

Κι εδώ έρχομαι εγώ, και στον 35ο σχεδιασμό και το 4ο ανέβασμα επί σκηνής, αφαιρώ τα πάντα: σκηνικά, κίνηση, χρόνους…

Μας δίνεις όμως μια σκηνοθετική οδηγία: Μην περιγράφετε. Παίξτε καλά. Οπότε το φοιτητικό δωμάτιο της Μαρί περιττεύει. Δεν χρειάζεται να το διασχίσω πια επί σκηνής, αρκεί να σκεφτώ τον χρόνο που χρειάζεται η Λούσυ να τον περπατήσει. Η απόλυτη ακινησία πυκνώνει την ενέργειά μας, δημιουργεί χώρους, τα όρια μας φτάνουν ως το τέλος της αίθουσας. Γιατί αυτή η παράσταση είναι μια πράξη θάρρους. Οι ηθοποιοί πρέπει να κάνουν πρόβες για να αντρειωθούν και να ανέβουν στη σκηνή, γιατί είναι 7 εναντίον 100.

Και οι μεν και οι δε, ηθοποιοί και θεατές πρέπει να επιστρατεύσουνε τη φαντασία τους για να ζωντανέψουν το έργο…

Ναι, είναι μια σπουδή στη σκηνοθεσία αλλά και στην υποκριτική. Κι ένα ταξίδι που προτείνουμε στον θεατή που απροετοίμαστος για τις εξελίξεις (εκτός τόπου και χρόνου, σχεδόν) γλιστράει και παρασύρεται σε αυτή την άσκηση αγριότητας και κυνισμού που είναι το έργο του Μπρούκνερ.

Τώρα που φτάσαμε στο τέλος να πούμε και δυο λόγια για το έργο;

Η Αρρώστια της Νιότης είναι ο προάγγελος, η υπενθύμιση στην φράση του Μπρεχτ «Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το θηρίο. Η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό». Άλλωστε, όπως είπες κι εσύ «Δεν είναι εποχές για εφησυχασμό». 100 χρόνια σχεδόν από τότε που γράφτηκε το έργο στη Βιέννη, το μεσοπόλεμο, μια ομάδα νέων φοιτητών της Ιατρικής δοκιμάζει τα όριά της. Απελπισμένοι, απόλυτα διαψευσμένοι μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπερδεμένοι ηθικά και ιδεολογικά, παγιδεύονται σε παιχνίδια εξουσίας θεωρώντας τη νιότη τους αρρώστια που πρέπει να αφανιστεί. Οι χαρακτήρες, ακροβατώντας ανάμεσα στην ιδιοφυΐα και στην παράνοια ανακαλύπτουν τα όρια τους, φωτίζοντας σκοτεινές πτυχές του υποσυνείδητου που θα θέλαμε να ξεχάσουμε. Η παζολινική ατμόσφαιρα του έργου μας κάνει να αναρωτηθούμε πραγματικά πόσο μακριά μπορεί να βρισκόμαστε από μια εποχή σκληρότητας.  

Ξέρεις ότι πριν από κάθε παράσταση κάνω ένα σύντομο πρόλογο, λέω πως αυτή η παράσταση είναι ένα λάθος, ένα άλμα στο κενό και ζητώ την προσοχή τους. Τι νομίζεις ότι παίρνουν μαζί τους φεύγοντας;

Ατόφια ποίηση. Μέσα από την απόλυτη αφαίρεση η ζωή, ο εαυτός, το μυαλό, το τοπίο αλλάζουν.

Info: Παραστάσεις μέχρι 11 Ιανουαρίου 2020: Κάθε Τετάρτη και Σάββατο στις 18:00 στο Tempus Verum – Eν Αθήναις (Ιάκχου 19, Γκάζι)

Δείτε επίσης