Δεν είναι καθόλου εύκολο να κάνεις μια παράσταση για παιδιά. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να παρασύρεις τους «μεγάλους» μέσα από μια παράσταση για παιδιά. Η Μαριάννα Τόλη, το είχε καταφέρει: να «μεταφέρει» τα παιδιά στο όνειρο, να επιστρέφει τους μεγάλους στο χαμένο όνειρο. Και όλοι μαζί, αγκαλιά να γίνονται θεατές και μέτοχοι των πιο καλοδουλεμένων παραστάσεων.
Ένας χρόνος χωρίς την Μαριάννα Τόλη και οι συνεργάτες και φίλοι της επαναφέρουν στη σκηνή του θεάτρου της, του Νέου Θεάτρου Κατερίνα Βασιλάκου μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, «Το δώρο της παπλωματούς», ανασυστήνοντας τη δική της σκηνοθεσία.
Μια παράσταση, που παρακολούθησαν πάνω από 100.000 μαθητές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και που αγαπήθηκε όσο λίγες.
Παρακολούθησα την πρόβα και μαγνητίστηκα και εγώ από την όλη ατμόσφαιρα, που ο Αλέξανδρος Κουζίτσκιν ανέστησε. Η αλήθεια είναι, πως πολύ δύσκολα θα βρεθεί άνθρωπος, που θα τραβήξει τα μάτια του μακριά από τη σκηνή έστω και για λίγο. Είναι τα χρώματα, τα σκηνικά, η μουσική. Είναι οι διάλογοι, οι ερμηνείες. Είναι τα φώτα, τα κοστούμια. Οι εντυπωσιακές, καλοδουλεμένες φωνές, ο ακατάπαυστος ρυθμός. Είναι όλο αυτό το κέφι, όλα αυτά τα φωτεινά πρόσωπα, τα χαμόγελα, τα τραγούδια, οι χοροί. Είναι αυτή η αγάπη, όχι μόνο για τα παιδιά, αλλά για τον συνάνθρωπο και τον κόσμο.
Και είναι και κάτι ακόμα: H υπέρβαση από τα παραδοσιακά παραμυθένια κλισέ, που θέλει τις κάθε λογής πριγκίπισσες να είναι κλεισμένες σε ένα ροζ κλουβί, περιμένοντας κάποιον γενναίο πρίγκηπα για να δέσουν μαζί του τη ζωή τους. Στην «Παπλωματού», ο παραμυθένιος κόσμος από το πρώτο λεπτό «καταγγέλεται» ως ψεύτικος, και η ηρωίδα βγαίνει έξω , στον πραγματικό κόσμο και την αληθινή ζωή.
Μίλησα με την Λητώ Αμπατζή η οποία υποδύεται με ευαισθησία και πολύ χάρη την κεντρική ηρωίδα: «Η Παπλωματού, στα παιδικά της χρόνια είχε όλες τις ανέσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να μία νιώσει την απόλυτη ευτυχία. Ένιωθε ένα κενό μέσα της.
Όλοι της έλεγαν ότι αν φύγει από τις ανέσεις που έχει μέσα στο κάστρο της, θα υπάρχει ένα τέρας. Αυτή όμως αισθανόταν ότι αν φύγει από το κάστρο, ίσως εκεί έξω υπάρχει αυτό που θα της γεμίσει το κενό. Κι έτσι βγαίνει έξω κι αντί να δει το τέρας βλέπει φτωχούς ανθρώπους. Βλέπει πείνα, δυστυχία, φτώχεια και αυτό το πράγμα την κάνει να νιώθει πάρα πολύ άβολα. Και παρ’ όλα αυτά αυτό γίνεται το κίνητρο, το ερέθισμα για να βρει τον σκοπό της ζωής της: Αποφασίζει να αφιερωθεί στο να βοηθάει τους φτωχούς έξω από το κάστρο και οι δικαστές την εξορίζουν. Εκείνη λοιπόν, αφού το μόνο που γνωρίζει είναι να ράβει, αρχίζει να ράβει παπλώματα για να σκεπάζει εκείνους που κρυώνουν. Κι έτσι χαρίζουν αυτά την απόλυτη ευτυχία σε όποιον σκεπαστεί με αυτά. Είναι λοιπόν μία γενναία ηρωίδα, τολμάει και παίρνει το ρίσκο στη ζωή της και αντιστέκεται στις αρχές και τους κανόνες, γιατί θέλει να βρει την ευτυχία στη ζωή της. Και τη βρίσκει.»
Και πραγματικά. Οι λέξεις Πείνα-Φτώχια-Πόλεμος-Αγνωμοσύνη γράφονται με κεφαλαία γράμματα στο έξω κόσμο, Στον κόσμο έξω από τη δική μας πόρτα. Στον κόσμο πέρα από τον καναπέ μας. Στην γεμάτη ενέργεια και ζωή σκηνή, τα μηνύματα του έργου ρέουν αυθόρμητα, δεν επιβάλλονται ηθικοπλαστικά, δεν δείχνουν με το δάχτυλο, δεν ακολουθούν την επίφαση του διδακτισμού. Είναι λογικά επακόλουθα, μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς που όλοι μας ζούμε τριγύρω, που έχομε γίνει μέτοχοι και ακόλουθοι. Και αυτή η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι στην ουσία και η μυθοπλασία της παράστασης. Οι διάλογοι, είναι φυσικοί, δεν είναι τσιτάτα και κηρύγματα. Η παιδικότητα δεν είναι προσποιητή, αλλά γίνεται το ζητούμενο και ο στόχος της παράστασης.
Ακόμα και «κακός» βασιλιάς, είναι κομμάτι του «βασιλείου» του εαυτού μας. Είναι η δική μας κακή πλευρά που είναι ο αντίπαλος. Και για αυτό σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, μέσα από έναν πολυσύνθετο σπιρτόζο ηθοποιό τον Σωκράτη Μαϊδώνη: «Ο Βασιλιάς είναι ένα πρόσωπο, που είναι πάρα πολύ άπληστος, θέλει τα πάντα δικά του τώρα. Για κακή τύχη όλων έχει τα γενέθλιά του και με ένα χρόνο παραπάνω απαιτεί περισσότερα δώρα απ’ ότι παίρνει κάθε μέρα. Γενικά όλη του η αγάπη είναι να παίρνει, να παίρνει, να παίρνει και να μη δίνει. Μαθαίνει λοιπόν ότι κάπου μακριά σε ένα βουνό βρίσκεται μία παπλωματού, η οποία ράβει μαγικά παπλώματα. Αναρωτιέται λοιπόν για ποιο λόγο δεν έχει αυτός ένα από αυτά. Είναι ένα δώρο, το οποίο δεν το έχει πάρει. Του λένε λοιπόν ότι αυτό δεν ισχύει. Δεν τα δίνει τα παπλώματα, δεν τα πουλάει ή μάλλον τα χαρίζει μόνο σε φτωχούς. Αποφασίζει λοιπόν να πάει να τη βρει για να πάρει ένα πάπλωμα. Κι εκεί «ξεκινάει» το μαρτύριο του, διότι δεν του δίνει το πάπλωμα, παρά μόνο αν χαρίσει όλα του τα δώρα, που έχει στο παλάτι. Ο Βασιλιάς δεν είναι πρόσωπο, είναι συναισθήματα. Είναι πράγματα που κυκλοφορούν γενικά στις μέρες μας. Δηλαδή η απληστία υπάρχει. Όλα για το χρήμα, δεν υπάρχει συναίσθημα και γενικά η απληστία φαίνεται σε όλη τη διάρκεια του έργου στο ρόλο του Βασιλιά. Πέρα από κάποιες πολύ μικρές στιγμές που ο Βασιλιάς μετανιώνει, το οποίο αλλάζει και πάλι.» θα μας πει με έμφαση.
«Δεν μπορώ να λέγομαι άνθρωπος αν δεν πάρω θέση», είναι η φράση που συνοψίζεται όλη η ουσία του έργου. Είναι η φράση οδηγός, που κάνει ένα σύνολο εννέα ταλαντούχων ηθοποιών να δημιουργούν ένα ονειρεμένο ανσάμπλ, που παίζει, χορεύει και τραγουδά, που εφορμά στις κερκίδες εκτός σκηνής, που ξεσηκώνει μελωδικά και ρυθμικά, αυτοί που μέσα στη θεατρική διαδικασία θα κάνουν τις λέξεις Ειρήνη-Φιλία-Ευγνωμοσύνη-Αγάπη Φιλανθρωπία να λάμψουν και θα δώσουν το έναυσμα για να γίνουν αυτές οι λέξεις οδηγός στα παιδιά.
Ας μη γελιόμαστε. «Τα δώρα της Παπλωματούς» δεν παύουν να είναι ένα παραμύθι. Και σαφώς εκεί έξω, τα πράγματα δεν αλλάζουν ούτε εύκολα, ούτε χαρούμενα. Αλλά, μέσα από αυτό το παραμύθι, αποκτάμε αυτήν την αισιοδοξία, ότι ναι, τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Ότι αν σηκωθούμε από την βολή μας και αναμετρηθούμε με το Τέρας εκεί έξω υπάρχει ελπίδα.
Αυτό έκανε άλλωστε το θέατρο της Μαριάννας Τόλη. Έδινε ελπίδα. «Αυτό κάνουμε και εμείς», θα μου πει γεμάτη λάμψη η Λητώ Αμπατζή,
«Συνεχίζουμε τώρα με την ίδια οπτική, την ίδια αισθητική, τα ίδια
συναισθήματα. Άλλωστε η Μαριάννα βρίσκεται παντού. Βγαίνω στην σκηνή και
νιώθω ότι την ακούω να γελάει. Την βλέπουμε παντού.
Όσα
χρόνια να τη ζήσεις αυτή τη γυναίκα, ήθελες μόνο ένα λεπτό μαζί της για
να καταλάβεις τα πάντα γι’ αυτή, ήταν μαγνήτης, η προσωπικότητά της,
ένα χαμόγελο, ένα φως που έλαμπε, μία νεράιδα»
Η παράσταση κάνει πρεμιέρα την Κυριακή 13 Οκτωβρίου στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου.
Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ
Φωτογραφίες: Christos Chirmpos Photography