Αφιέρωμα / Ένας χρόνος χωρίς τον Μάνο Ελευθερίου

Κρυφά και φανερά σ’ ακολουθούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα – νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε..
Μ. Ελευθερίου

Ποιητής, πεζογράφος, στιχουργός καθώς είχε γράψει περισσότερα από 400 τραγούδια και είχε συνεργαστεί με όλους τους μεγάλους μας συνθέτες. Ο Μάνος Ελευθερίου παρέμενε πάντοτε σεμνός, ευγενικός και ταπεινός, όπως κάθε σπουδαία προσωπικότητα που μιλά με το σημαντικό έργο της και αναγνωρίζεται για το μεγαλείο της.

Πολυγραφότατος και έχοντας τιμηθεί για το συγγραφικό του έργο από την Ακαδημία Αθηνών, ο Μάνος Ελευθερίου είχε γράψει μια πληθώρα ποιητικών έργων, όπως επίσης μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά βιβλία, θεατρικά κείμενα, μια νουβέλα, μελέτες, κ.ά. Παράλληλα εργάστηκε ως αρθρογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένειά του από την Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια κατοικούν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακόμισαν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Τερζάκη ο οποίος τον ώθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και τον Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1960     στα Ιωάννινα, άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα, όπου εκτελούσε την στρατιωτική του θητεία.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το πρώτο ποίημα με τίτλο «H τελική λύση» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nέα Πορεία» τον Μάρτιο του 1962 και αμέσως μετά κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός». Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε σε ποιητικό διαγωνισμό του φοιτητικού περιοδικού «Πανσπουδαστική» με μέλη της κριτικής επιτροπής τους ποιητές Γιάννη Ρίτσο, Νικηφόρο Bρεττάκο, Οδυσσέα Ελύτη και τον κριτικό Ανδρέα Καραντώνη. Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα έγραψε τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00», τους οποίους αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκίνησε να εργάζεται στο «Reader’s Digest» όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ, κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, «Το διευθυντήριο» (1964) και «Η σφαγή» (1965), για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές.

Το 1964, πρωτοπαρουσιάστηκε στην ελληνική δισκογραφία με το τραγούδι «Ρημαγμένοι κήποι (Το σπίτι γέμισε με λύπη)» που μελοποίησε ο Χρήστος Λεοντής και ερμήνευσε η Έφη Παναγιώτου. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Δήμο Μούτση («Άγιος Φεβρουάριος») και τον Γιάννη Μαρκόπουλο, στον δίσκο «Θητεία» («Τα λόγια» και τα χρόνια», «Μαλαματένια λόγια», «Παραπονεμένα λόγια»), του οποίου η ηχογράφηση άρχισε τον Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974. Έγραψε στίχους για πάνω από 400 τραγούδια, τα οποία μελοποίησαν συνθέτες, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις («Η μπαλάντα του οδοιπόρου»), ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Ζαμπέτας («Μου `δωσες τον ουρανό»), ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Αντώνης Βαρδής και ο Γιώργος Χατζηνάσιος.

Μεταξύ των μεγάλων επιτυχιών του Μάνου Ελευθερίου περιλαμβάνονται τα τραγούδια: «Το παλικάρι έχει καημό» (Μίκης Θεοδωράκης), «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» (Γιάννης Σπανός), «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι» (Σταύρος Κουγιουμτζής), «Άμλετ της Σελήνης» (Θάνος Μικρούτσικος), «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» (Σταύρος Ξαρχάκος), «Έρημοι σταθμοί» (Διονύσης Τσακνής), «Θα σε ξαναβρώ στους μπαξέδες» (Ηλίας Ανδριόπουλος), «Η διαθήκη» (Χρήστος Νικολόπουλος), «Μη χτυπάς σ’ ένα σπίτι κλειστό» (Λουκιανός Κηλαηδόνης) και «Ατέλειωτη εκδρομή» (Θανάσης Γκαϊφύλλιας).

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παράλληλα έγραψε και εικονογράφησε παραμύθια για παιδιά ενώ επιμελήθηκε την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο: Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη κ.ά. Την δεκαετία του ’90 αρθρογραφούσε και έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα.

Το 1994 εξέδωσε τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο «Το άγγιγμα του χρόνου». Το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ο Καιρός των Χρυσανθέμων», η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2005.

Διετέλεσε διευθυντής σύνταξης του φιλοσοφικού περιοδικού «Δευκαλίων» και για μεγάλο διάστημα υπεύθυνος και επιμελητής εκδόσεων του εκδοτικού οίκου «Γνώση». Ήταν μέλος της Eταιρείας Συγγραφέων.

Το 2013 ο Μάνος Ελευθερίου, βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.

Η ποίηση του Μάνου Ελευθερίου εκτός από την ποιότητα και την ευαισθησία της, συνδέει με τον πιο αριστοτεχνικό, δημιουργικό και εμπνευσμένο τρόπο την αρχαιοελληνική, τη βυζαντινή και τη νεοελληνική παράδοση, την ίδια μας την ιστορία, με έναν τρόπο που μόνο ένας χαρισματικός ποιητής θα μπορούσε να κάνει.  Ο λόγος του είναι συμβολικός. Γεμάτος με εικόνες, που όμως πάντα άφηναν ένα παράθυρο για να συμπληρώσει ο αναγνώστης όσα θέλει. Όταν διαβάζεις ένα ποίημα του, νιώθεις πως δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Και όχι βέβαια γιατί είναι ατελή, αλλά επειδή πολύ εντέχνως σε βάζει στη θέση του δημιουργού. Ο λόγος του εξελίσσεται και ολοκληρώνει την πορεία του, όταν βρει καταφύγιο στις ψυχές των ανθρώπων.

Συχνά το συγγραφικό του έργο πρόδιδε μια ακαθόριστη μελαγχολία. Τον θύμωνε η ευκολία και η προχειρότητα που παρουσίαζε τα τελευταία χρόνια το ελληνικό τραγούδι. Με τον θρίαμβο της κοινοτυπίας, του κλισέ, τη λεξιπενία, τα απολύτως προβλέψιμα στιχάκια και την κακογουστιά. Κι όμως δεν τα έβαζε με τους δημιουργούς. Αντιθέτως, μάλιστα, συχνά έδινε τραγούδια του σε ερμηνευτές που άνηκαν στο λεγόμενο εμπορικό τραγούδι. Θύμωνε με όλους εκείνους που προστάτευαν και βοηθούσαν την πορεία της προχειρότητας.

Του φαινόταν αδιανόητο ένας δημιουργός να μη μελετάει παλαιότερους συγγραφείς. Ο ίδιος αγαπούσε τη λογοτεχνία. Τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Καρυωτάκη, τους Έλληνες μεσοπολεμικούς ποιητές, τους Γάλλους συμβολιστές και μυθιστοριογράφους. Γίνεται φίλος με τους ποιητές της γενιάς του ’30, της γενιάς του ’70, διαβάζει ακατάπαυστα βιβλία. Δανειζόταν εμπειρίες – όπως ο ίδιος έλεγε – από Μπωτλαίρ, Δάντη, Σαχτούρη.

Λάτρευε την ιστορία, αλλά και τις μικρές ανθρώπινες στιγμές. Ταραζόταν από την Μικρασιατική Καταστροφή, ταύτιζε τη χαμένη Σμύρνη με τη δικιά του χαμένη Σύρο και γράφει τον «Άγιο Φεβρουάριο» (1968-1971).

Έντονος πολιτικός λόγος, που είχε λογοκριθεί. Γράφει για τα καμιόνια που ξεφορτώνουν στην Καισαριανή και για τον καπετάνιο στα βουνά. Πλέκει τους λεκτικούς του γρίφους για να καταφέρει να ακουστεί η φωνή όλων αυτών που δεν υπήρχαν πια. Όλη η «Θητεία» (1968-1971), όλα τα «Τροπάρια για φονιάδες» (1969-1975) είναι γεμάτα διακειμενικές αναφορές και ιστορικά πρόσωπα (Αθανάσιος Διάκος, Νίκος Πλουμπίδης, Μαρία Αντωνία, Τσε Γκεβάρα, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Αλέκος Παναγούλης, Κώστας Μίχος). Πρόσωπα δραματικά, μιας σκοτεινής εποχής, ίσως άγνωστα μεταξύ τους, μα τόσα οικεία για τον Ελευθερίου. Προσέγγιζε τα πρόσωπα, όχι με αίσθημα περιέργειας, δεν ηρωοποιεί, ούτε εξιδανικεύει. Μα σα τρυφερός πατέρας σκύβει και τους δίνει ένα φιλί για να τους ανακουφίσει.

Η ποίηση του δε είναι απαλλαχτική, ούτε καταγγελτική.  Είναι παρηγοριά για τους εκπτώτους.

Εκτιμάει το θέατρο και το θεωρεί την τέχνη των τεχνών. Συχνά αναφέρει πως είναι σα να συζεί με του ήρωες. Παρακολουθεί φανατικά όλες τις θεατρικές παραστάσεις και γνωρίζεται με πολλούς ηθοποιούς, που δεν διστάζουν να τον συμβουλεύονται.

Στα ερωτικά του ποιήματα, δύσκολα θα συναντήσει κάποιος το ρήμα σε αγαπώ. Κι όμως, στο ποίημα «Κάτω από την μαρκίζα», που μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Σπανό, ο στιχουργός μιλάει για ένα πραγματικό γεγονός. Για μια ξαφνική βροχή που τον έφερε δίπλα σε μια κοπέλα που έτρεξε να προφυλαχθεί από την ξαφνική καταιγίδα.

Σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του ποιητή, στο πάλαι ποτέ Ξενοδοχείο Παλλάδιον (πανέμορφο δημιούργημα του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Ζίζηλα το 1915 ) και μετέπειτα στο Μetropolis που στεγαζόταν εκεί, Πανεπιστημίου 54 και Εμμανουήλ Μπενάκη γωνία, συνάντησε μια γυναίκα που μοιράστηκε μαζί της ένα τέταρτο της ώρας και στο τέλος της χάρισε την ομπρέλα του. Το κορίτσι δεν του μιλούσε και όταν την ρώτησε το όνομα της, εκείνη του φώναξε από μακριά Ειρήνη. Όπως εκμυστηρεύτηκε στον φίλο του Χρήστο Λεοντή, μπορεί να ήταν είκοσι λεπτά, μα για εκείνον ήταν σα μια ερωτική νύχτα, που κράτησε μια ζωή!

Ο Μάνος Ελευθερίου, είναι ο ποιητής εκείνων που “περισσεύουν”, των πικραμένων και κυνηγημένων. Με επιμονή στην ιστορία και την παρακμή της, στους λυπημένους εραστές, κατάφερε με την ποίηση του και τον λόγο του να σφραγίσει μια ολόκληρη εποχή, που μοιάζει τόσο δική μας… Στις 22 Ιουλίου 2018, φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών