Αφιέρωμα: Κάρυλ Τσέσμαν / Ο συγγραφέας που εκτελέστηκε σε θάνατο για δεκαοκτώ βιασμούς, ενώ ήταν αθώος;

«ναι, ο Γουΐτ είμαι εγώ, ο Κάρυλ Γουίτμαν Τσέσμαν, αριθμός 66.565 του Σαν Κουέντιν, καταδικασμένος σε θάνατο»(απόσπασμα από το βιβλίο «Το κελί 2455»).

Ο Κάρολ Τσέσμαν γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1921, στο Μίσιγκαν. Ο πατέρας του εργαζόταν στον χώρο του κινηματογράφου, ενώ η μητέρα του έκανε όποια δουλειά έβρισκε για να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημα της οικογένειας. Ο συγγραφέας σε μικρή ηλικία αρρώστησε σοβαρά και αυτό έγινε η αιτία να επηρεαστεί ολόκληρη η ζωή του.

Η οικονομική κρίση που προκλήθηκε μετά από το χρηματιστηριακό κραχ, του 1929 φέρνει αντιμέτωπη την οικογένεια του με την ανεργία και τον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Ο Τσέσμαν, μαζί με μια παρέα συνομηλίκων αγοριών, επιδίδονται σε μικροκλοπές. Τον συλλαμβάνουν και πηγαίνει σε αναμορφωτήριο. Όταν αποφυλακίζεται συνεχίζει την ίδια παραβατική συμπεριφορά κάνοντας ένοπλές ληστείες. Παράλληλα, ερωτεύεται ένα άστεγο κορίτσι που είχε πέσει θύμα βιασμού. Την φροντίζει και μένουν μαζί σπίτι του. Μέχρι και τα 27 του χρόνια μπαινοβγαίνει στις φυλακές και γίνεται πονοκέφαλος για την αστυνομία.

Η τελευταία του κλοπή ήταν μοιραία αφού το αυτοκίνητο άνηκε σε έναν βιαστή κατ’ εξακολούθηση. Όταν η αστυνομία της Καλιφόρνια τον εντόπισε βρήκε στο πορμπαγκάζ του σκουρόχρωμου Φορντ ένα κόκκινο φανάρι. Κατευθείαν τον συνέλαβε και οι κατηγορίες που του αποδόθηκαν ήταν κλοπή και βιασμός. Ο ίδιος αρνήθηκε τα πάντα. Τότε, έμαθε πως εκείνη την περίοδο οι διωκτικές αρχές αναζητούσαν έναν εγκληματία που ντυμένος αστυνομικός σταματούσε διερχόμενα αυτοκίνητα, όπου επέβαιναν ζευγάρια, σε απομακρυσμένες περιοχές και τοποθετώντας στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου ένα κόκκινο φανάρι ανάγκαζε τους επιβάτες να βγουν έξω. Στην συνέχεια έδενε τον άντρα και βίαζε την γυναίκα. Μετά, τους λήστευε και έφευγε ανενόχλητός. Οι κάτοικοι τους Λος Άντζελες είχαν τρομοκρατηθεί και οι τοπικοί άρχοντες πίεζαν για άμεσες συλλήψεις. Ο Κάρυλ Τσέσμαν ήταν ο ιδανικός υποψήφιος και με συνοπτικές διαδικασίες τον παρέπεμψαν σε δίκη. Ο ίδιος αρνιόταν τις κατηγορίες και αρνήθηκε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Διάβασε ο ίδιος τον ποινικό κώδικα και υπερασπίστηκε μόνος του τον εαυτό του. Η δίκη κράτησε τρεις εβδομάδες και υπήρξαν αρκετά παράδοξα. Μάρτυρες που δεν υπήρχαν βρέθηκαν να καταθέτουν εις βάρος του. Ο στενογράφος της δίκης αντικαταστάθηκε από κάποιον συγγενή του κατήγορου και σημαντικά στοιχεία της δικογραφίας εξαφανίστηκαν. Η απόφαση ήταν καταδικαστική.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εκείνη την περίοδο είχε ψηφιστεί από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών ένας νόμος για τις απαγωγές που έδινε το δικαίωμα στους ομοσπονδιακές αρχές να ενεργούν ανεξαρτήτως τοπικής αυτοδιοίκησης. Επίσης, εξίσωνε την απαγωγή με κακούργημα πρώτου βαθμού και η τιμωρία ήταν θανατική ποινή, ακόμα κι αν στην πολιτεία που διενεργήθηκε το έγκλημα δεν εφαρμόζεται. Στην ιστορία ο νόμος έγινε γνωστός με το όνομα «Little Lindbergh Law.

Ο Τσέσμαν έμεινε στην φυλακή έντεκα χρόνια και δέκα μήνες. Όλο αυτό το διάστημα δεν έπαψε στιγμή να φωνάζει πως είναι αθώος. Γράφει το βιβλίο Το κελί 2455″ (“Ο προθάλαμος του θανάτου”). Ένα αυτοβιογραφικό διήγημα που εξιστορεί όλη την πορεία. Συνέχεια έχουν τα μυθιστορήματα “Το παιδί ήταν ένας δολοφόνος”, Πίσω από τα σίδερα”, «Το πρόσωπο της δικαιοσύνης». Καθημερινά έγραφε επιστολές ζητώντας να επανεξεταστεί η υπόθεση του. Προσλαμβάνει τον δικηγόρο Τζορτζ Ντέιβις, ο οποίος αναβάλει την εκτέλεση του οκτώ φορές.

Η ιστορία του γίνεται γνωστή και πλήθος κόσμου του στέλνει γράμματα υποστήριξης, ενώ επικρίνει την δικαιοσύνη για τον εκδικητικό της χαρακτήρα. Ο ηθοποιός Μάρλον Μπράντο διοργανώνει πορεία συμπαράστασης έξω από τις φυλακές του Σαν Κουέντιν παραμονή της εκτέλεσης του. Ο σκηνοθέτης Φρεντ Σάρες γυρίζει την ταινία «Cell 2455, Death Row» (1955) βασισμένη στην ζωή του Τσέσμαν.

Στις 2 Μαΐου 1960 καταγράφεται μια από τις πιο περίεργες εκτελέσεις που έχουν υπάρξει ποτέ. Ενώ, ο δικηγόρος του έχει πετύχει ακόμα μια αναβολή της θανατικής ποινής ο Κάρυλ Τσέσμαν αφήνει την τελευταία του πνοή σε θάλαμο αερίων. Η εξήγηση ήταν πως άργησε να γίνει το τηλεφώνημα από την εισαγγελία στο σωφρονιστικό ίδρυμα και έτσι, δεν πρόλαβαν να ματαιώσουν την διαδικασία. Την ευθύνη την έριξαν σε μια νεαρή υπάλληλο που μπέρδεψε τον τηλεφωνικό κατάλογο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα βιβλία του, όπως και οι επιστολές του εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, ενώ ο ρεπουμπλικάνος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον απαγόρευσε την επανέκδοσή τους.