Αφιέρωμα / Κώστας Καρυωτάκης: Ο καταραμένος ποιητής της γενιάς του ’20

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση του έρωτα πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα,
κι η ποίησης είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κ. Καρυωτάκης

Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του ’20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.

Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και ήταν γιος του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το 1914 ο Κώστας Καρυωτάκης μετέβει στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες όπως η Ακρόπολη. Το 1917 ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο ως αντιβενιζελικός.

Το 1923 διορίστηκε στο Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως, όπου επέδειξε σημαντικό έργο πρότασης νόμων που αφορούν τη δημόσια υγεία. Όμως τίποτε δεν υλοποιήθηκε γιατί ξέσπασε η δικτατορία του Πάγκαλου. Το 1926 ταξίδεψε στη Ρουμανία. Το 1927 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες». Το 1928 αποσπάσθηκε στην Πάτρα, αλλά αμέσως έφυγε για ταξίδι στο Παρίσι και μετά την επιστροφή του μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρέβεζας. Για ένα διάστημα ο Καρυωτάκης επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ, μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό λόγω προβλημάτων υγείας (παρουσιάσθηκε μόνο για λίγες μέρες), τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Στο τέλος για ν’ αποφύγει τις μεταθέσεις απ’ τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες. Τον Φεβρουάριο του 1928 αποσπάστηκε στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα.

Ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη γνωρίστηκαν όταν αμφότεροι εργαζόντουσαν για την Νομαρχία Αθηνών το 1922. Εκείνος κατέγραφε όσα δεν είχαν τρόπο να βγουν από το στόμα του. Λειτουργούσε με δεδομένο ότι η πραγματική μοναξιά δεν έγκειται απαραίτητα στο να είσαι μονάχος. Εκφράστηκε με στόχο να επουλώσει τα προσωπικά του τραύματα από μάχες που δείλιασε να δώσει. Συχνά επισκεπτόταν πορνεία και γνωριζόταν με τα κορίτσια όπου εργάζονταν εκεί, και ίσως δεν συναναστρεφόταν μόνο με τα κορίτσια.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Μαρία Πολυδούρη, φεμινίστρια, της οποίας το έργο προσανατολίστηκε κυρίως στον ανικανοποίητο έρωτα και το μαύρο σεντόνι του θανάτου, το ατίθασο κορίτσι που συνάντησε τον Καρυωτάκη στα 20 της. Έκανε παρέα με άντρες, έπινε, κάπνιζε και δε δίσταζε να προκαλεί την όποια προκατάληψη συναντούσε. Ερωτεύτηκαν παράφορα, αν και ο έρωτας τους ατελέσφορος και καταραμένος – όπως και οι ίδιοι- δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Ο Καρυωτάκης έμαθε ότι νοσεί από σύφιλη, αρρώστια τότε ανίατη η οποία αποτελούσε κοινωνικό στίγμα, και ζήτησε από τη Πολυδούρη να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε γάμο, αλλά ο Καρυωτάκης το απέρριψε. Η Πολυδούρη απολύθηκε το 1924, ήρθε σε ρήξη με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Γεωργίου. Η απώλεια την ρήμαξε, μετά την διάλυση του αρραβώνα της, έφυγε για το Παρίσι όπου υιοθέτησε έναν πιο έκλυτο βίο. Το 1926 στο Παρίσι η Πολυδούρη προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία όπου το 1928 την επισκέφτηκε ο Καρυωτάκης, και κατέρρευσε όταν την είδε ωχρή κι άρρωστη.

Αργότερα, η ζωή του ποιητή τον ακολούθησε στην Πρέβεζα, στις 18 Ιουνίου 1928, μετά από δυσμενή μετάθεση. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Καρυωτάκης το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Διατηρείται ακόμα ανέπαφο, υπάρχει και αναμνηστική πλάκα.

Όσοι ήταν κοντά του, παρατηρούσαν τη μελαγχολία του και τον δύσκολο καθημερινό αγώνα που έδινε να ανταπεξέλθει στην ανιαρή καθημερινότητα. Η αρρώστια τον είχε εξάντληση και ένιωθε όλο και πιο μακριά από την ζωή. Συχνά μιλούσε για την ποιήτρια με τα μεγάλα θλιμμένα μάτια και την ψηλή κορμοστασιά. Έγραφαν επιστολές ο ένας στον άλλον και παρέμειναν ανικανοποίητα ερωτευμένοι. Ένα από τα γράμματα που του είχε στείλει η Πολυδούρη είναι το συγκλονιστικό «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη. Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη ‘μένα η ζωή πληρώθη. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα… »

Ο Καρυωτάκης είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει κι άλλη φορά. Είχε πάει στη θάλασσα και κολυμπώντας βαθιά αφέθηκε να τον πνίξουν τα κύματα. Δεν τα κατάφερε και παραιτήθηκε, προσωρινά, της προσπάθειας. Στις 21 Ιουλίου 1928, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν. Στο τέλος των σημειώσεων αυτών έγραψε μεταξύ των άλλων: «Συνιστώ σε όσους σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν, να αποφύγουν τη μέθοδο του πνιγμού, εάν γνωρίζουν καλό κολύμπι. Εγώ ταλαιπωρήθηκα στη θάλασσα 10 ώρες και δεν κατάφερα τίποτα!»

Τελικά, ο Κώστας Καρυωτάκης στις 21 Ιουλίου 1928, περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με καπέλο και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης»

Όταν η Πολυδούρη έμαθε πως ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας της, επιδεινώθηκε. Ο χρόνος και για εκείνη μέτραγε πια αντίστροφα. Στις 29 Απριλίου του 1930, έφυγε από τη ζωή, με ενέσεις μορφίνης, που της προμήθευσε στο «Σωτηρία» ένας φίλος της. Οι δυο νέοι άφησαν την τελευταία τους πνοή σε μικρή ηλικία. Η κλονισμένη τους υγεία θεωρήθηκε αποτέλεσμα του ανεκπλήρωτου έρωτά τους.

Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ έδωσε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως του Φρανσουά Βιγιόν, Σάρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Τριστάν Κορμπιέρ (Les poètes maudits, όπως ονομάστηκαν, ”Οι Καταραμένοι Ποιητές”), Ζαν Μορεάς, Χάινριχ Χάινε και άλλων. Κάποια από τα ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί.

Δέσμιος των ίδιων προβλημάτων που συχνά απασχολούσαν τα ποιήματά του, η αίσθηση της ερήμωσης, το εφήμερο της ανθρώπινης φύσης, η υποκρισία στις κοινωνικές σχέσεις, ο σεξουαλικός καθωσπρεπισμός, ο Κώστας Καρυωτάκης μόλις στα 32 του χρόνια βάζει το περίστροφο στην καρδιά του και αυτοκτονεί. Μόλις 32 ετών, αλλά όλα είχαν ήδη τελειώσει για εκείνον, έρχεται αντιμέτωπος με ένα αίσθημα ιερής απόγνωσης και τραγικής θυμηδίας απέναντι στο θάνατο, όπως έκανε στη ζωή του, στα έργα του. Και κάπως έτσι, ο καταραμένος ποιητής της γενιάς του ΄20 περνάει στην αθανασία!