Αφιέρωμα: Ο Jim Morrison, η γενιά του Μπιτ, οι επιρροές και η κατάκτηση

Ο Τζέημς «Τζιμ» Ντάγκλας Μόρισον γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1943 και πέθανε στις 3 Ιουλίου 1971. Ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, συγγραφέας και ποιητής. Γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριντα και ήταν ο τραγουδιστής και στιχουργός του δημοφιλούς αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος The Doors. Θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές στην ιστορία της ροκ μουσικής. Η πλούσια σε εικόνες στιχουργική του, σε συνδυασμό με το εκλεκτικό ψυχεδελικό ροκ του συγκροτήματος, τον έχουν αναγάγει σε μία από τις επιδραστικότερες φυσιογνωμίες στην ιστορία του ροκ εντ ρολ, ενώ η προκλητική σκηνική παρουσία του έχει βρει εκατοντάδες μιμητές.

Ο πατέρας του ήταν ανώτατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ και η οικογένεια Μόρισον συχνά τον ακολουθούσε στις διάφορες μεταθέσεις του. Ο νεαρός Τζιμ έζησε σ’ ένα αυταρχικό οικογενειακό περιβάλλον κι έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ιδιόρρυθμη επαναστατικότητά του, που εκδήλωνε στη σκηνή. Όταν άρχισε να γίνεται γνωστός δήλωνε ψευδώς ότι και οι δύο γονείς του ήταν πεθαμένοι.

Ο Τζιμ Μόρισον αποφοίτησε από το κολέγιο του Σεντ Πίτερσμπεργκ και παρακολούθησε για ένα χρόνο μαθήματα στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλώριδας. Το 1964 συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες (UCLA), παρακολουθώντας μαθήματα κινηματογράφου και θεάτρου. Το 1965, μαζί τον συμφοιτητή του Ρέι Μάνζαρεκ, που έπαιζε σε τοπικές μπλουζ μπάντες, αποφάσισαν να σχηματίσουν ένα συγκρότημα. Το ονόμασαν The Doors από το βιβλίο του άγγλου συγγραφέα Άλντους Χάξλεϊ The Doors of Perception. Το συγκρότημα συμπληρώθηκε με τους Ρόμπι Κρίγκερ (κιθάρα) και Τζον Ντένσμορ (ντραμς). Μία σύνθεση ασυνήθιστη, χωρίς μπάσο, την έλλειψη του οποίου αναπλήρωσαν τα κίμπορντς του Μάνζαρεκ.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η παρουσία του στη σκηνή ήταν πολύ αμήχανη στην αρχή. Ντρεπόταν και ξεχνούσε τα λόγια του. Όταν κατάφερε επιτέλους να ξεπεράσει την συστολή του μεταμορφώθηκε. Άρχισε να πετάει γύρω του το μικρόφωνο και να το χρησιμοποιεί ως φαλλικό σύμβολο. Καθώς οι Doors εκτοξεύτηκαν στο μουσικό στερέωμα με το πρώτο τους άλμπουμ το 1967, άρχισε να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, απειλώντας τη σταθερότητα του συγκροτήματος. Σ’ ένα άγριο μεθύσι του κατέστρεψε τον μουσικό εξοπλισμό του και παραλίγο να προκαλέσει τη διάλυση των Doors. Επί σκηνής, άρχισε να προκαλεί τα συντηρητικά ήθη της Αμερικής, με συνεχόμενα μπαράζ βλασφημιών, από τις οποίες ξεχωριστή θέση είχαν οι διάφορες μιμήσεις της σεξουαλικής πράξης. Μπορεί η θεατρικότητα της σκηνικής του παρουσίας να προκαλούσε το παραλήρημα των πιστών οπαδών του, αλλά ταυτόχρονα τέθηκε στο στόχαστρο των αρχών και της αστυνομίας. Πολλές φορές συνελήφθη μετά από συναυλία για παραβίαση των χρηστών ηθών, ενώ κάποιες άλλες συναυλίες τους απαγορεύτηκαν για λόγους δημοσίας τάξεως. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1970 καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα έξι μηνών για έργω εξυβρίσει, επειδή είχε δείξει τα γεννητικά του όργανα στο κοινό, κατά τη διάρκεια συναυλίας των Doors στο Μαϊάμι την άνοιξη του 1969. Είχε αναπτύξει εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Κάπνιζε ινδική κάνναβη και έκανε λήψη ηρεμιστικών και αγχολυτικών χαπιών. Όσο κουρασμένος κι αν ήταν άκουγε τα προβλήματα όλων των θαυμαστών του. Συχνά στο καμαρίνι του επικρατούσε χαμός από ανθρώπους που ήθελαν να του μιλήσουν. Αν και ο ίδιος ήταν καταθλιπτικός ήθελε να βλέπει τους ανθρώπους να γελάνε. Είχε εμμονή με τον θάνατο. Όταν ήταν μικρός είχε δει αρκετό θάνατο, όπως είχε πει σε συνέντευξη του.

Σύμφωνα με τον Μόρισον, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ζωή του συνέβη το 1949 κατά την διάρκεια μιας οικογενειακής εκδρομής στο Νέο Μεξικό. Περιγράφει το γεγονός όπως ακολουθεί: «Είναι η πρώτη φορά που ανακάλυψα τον θάνατο… εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο παππούς μου και η γιαγιά μου διασχίζαμε την έρημο την αυγή. Ένα φορτηγό γεμάτο Ινδιάνους είχε μάλλον χτυπήσει ένα άλλο αυτοκίνητο ή κάτι τέτοιο, υπήρχαν Ινδιάνοι σκορπισμένοι παντού στην εθνική οδό, αιμορραγώντας μέχρι θανάτου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικό φόβο… και πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή οι ψυχές εκείνων των νεκρών ινδιάνων — ίσως μια ή δύο απ’ αυτές — έτρεχαν έξαλλες εδώ και κει, και μπήκαν στην ψυχή μου, και εγώ ήμουν σαν σφουγγάρι, έτοιμος να κάτσω εκεί και να τις απορροφήσω».

Ο Μόρισον αργότερα θα ξαναθυμόταν αυτό το γεγονός στο πέρασμα του τραγουδιού “Peace Frog”: “Ινδιάνοι σκορπισμένοι στον αυτοκινητόδρομο της αυγής αιμορραγούν/Φαντάσματα βρίθουν το εύθραυστο σαν τσόφλι μυαλό του μικρού παιδιού.” Βέβαια, και οι δύο γονείς του Μόρισον ισχυρίζονται πως το γεγονός αυτό ποτέ δεν συνέβη.

Στην εφηβεία του, ο Μόρισον ανακάλυψε τα γραπτά του Φρίντριχ Νίτσε. Μάλιστα, μετά το θάνατο του Μόρισον, ο Τζον Ντένσμορ υπέθεσε ότι ο νιχιλισμός του Νίτσε σκότωσε τον Τζιμ.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι “σκοτεινοί” ποιητές του 18ου και του 19ου αιώνα του κίνησαν το ενδιαφέρον, και ιδιαίτερα ο Βρετανός ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ, καθώς και οι Γάλλοι ποιητές Κάρολος Μποντλέρ και Αρθούρος Ρεμπώ. Οι συγγραφείς της γενιάς Μπητ, όπως ο Τζακ Κέρουακ, επηρέασαν τόσο τις απόψεις και τον τρόπο έκφρασης του Μόρισον, που κατέληξε να θέλει να βιώσει όσα αναφέρονται στο βιβλίο του Κέρουακ On The Road. Ομοίως, βρήκε ενδιαφέροντα τα γραπτά του Γάλλου συγγραφέα Σελίν. Το βιβλίο του Voyage au Bout de la Nuit (Ταξίδι στο Τέλος της Νύχτας) και το βιβλίο του Μπλέικ Οι Μαντείες της Αθωότητας ήταν οι βασικές επιρροές για ένα από τα πρώτα τραγούδια του Μόρισον, “End of the Night.” Τελικά, ο Μόρισον γνώρισε και έγινε φίλος με τον Michael McClure, ο οποίος λάτρεψε τους στίχους του Μόρισον, αλλά τον εντυπωσίασαν περισσότερο τα ποιήματά του, και έτσι τον συμβούλεψε να συνεχίσει να εξασκεί το ταλέντο του.
Ο Μόρισον έκανε συχνά σεξ με θαυμάστριες και είχε πολλές σύντομες σχέσεις με διασημότητες, όπως τη Νίκο, τραγουδίστρια των Βέλβετ Αντεργκράουντ. Για μια νύχτα ήταν με την Γκρέις Σλικ των Τζέφερσον Έρπλέϊν, και από καιρό σε καιρό με την Γκλόρια Στέιβερς, αρχισυντάκτρια του περιοδικού 16. Επίσης είχε μια συνάντηση με την Τζάνις Τζόπλιν, ενώ ήταν κι οι δυο μεθυσμένοι. Η Τζούντυ Χάντλστον αναπολεί τη σχέση της με τον Μόρισον στο βιβλίο της “Ζώντας και πεθαίνοντας με τον Τζιμ Μόρισον”. Τον καιρό του θανάτου του, εκκρεμούσαν 20 αγωγές πατρότητας εναντίον του,

Το 1971, ο Μόρισον μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι μαζί με την Πάμελα Κούρσον, με σκοπό να αλλάξει ζωή και να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Του άρεσε η αρχιτεκτονική της πόλης και έκανε μεγάλους περιπάτους εκεί, όμως σύντομα υπέκυψε στους εθισμούς του. Εκεί έκανε και την τελευταία του ηχογράφηση σε στούντιο με δυο Αμερικανούς μουσικούς του δρόμου. Ο Μάνζαρεκ απέρριψε αυτή την ηχογράφηση ως “ασυναρτησίες μεθυσμένων”. Ένα τραγούδι από αυτήν, το “Orange County Suite” ακούγεται στο bootleg “Lost Paris Tapes”.

Ο Jim Morrison πέθανε στις 3 Ιουλίου του 1973 σε ηλικία 27 ετών. Η επίσημη εκδοχή είναι καρδιακή ανακοπή. Η ανεπίσημη και μάλλον η ορθότερη, είναι ότι εισέπνευσε υπερβολική δόση ηρωίνης, νομίζοντας πως είναι κοκαΐνη. Ο τάφος του είναι στο Παρίσι και πάνω στον μνήμα του υπάρχει η επιγραφή στην ελληνική γλώσσα: «Κατά τον δαίμονα εαυτού».

Ο Τζιμ Μόρισον, σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες της ψυχεδελικής μουσικής που έτειναν προς τον μυστικισμό, είδε την τέχνη ως ένα τρόπο να διεισδύσει στη σκοτεινή περιοχή του ασυνειδήτου και τις κρυφές επιθυμίες του ανθρώπου. Οι στίχοι του κυριαρχούνται από τη λαγνεία του σεξ, του αλκοόλ, των ναρκωτικών, της αυτοκαταστροφής και καθετί απαγορευμένου από τη συντηρητική Αμερική. Το τίμημα που πλήρωσε ήταν βαρύ. Μια ζωή γεμάτη από την ανάγκη του για φυγή. Να προσπαθεί να ξεφύγει από τους δαίμονες του και από τον ίδιο του τον εαυτό…