Αφιέρωμα: Βραβευμένοι με Νόμπελ Λογοτέχνες

Ντόρις Λέσινγκ, Βραβείο Νόμπελ 2007

Η μυθιστοριογράφος Ντόρις Λέσινγκ γεννήθηκε το 1919 στην Περσία από Βρετανούς γονείς. Το 1925 η οικογένειά της μετακόμισε στην τότε βρετανική αποικία της Νότιας Ροδεσίας (σημερινή Ζιμπάμπουε). Το 1949, παντρεμένη πλέον, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου και εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα το “Τραγουδάει το χορτάρι”, το οποίο σηματοδότησε την αρχή μιας λαμπρής λογοτεχνικής σταδιοδρομίας. Υπήρξε πολυγραφότατη και άφησε συνολικά πάνω από 30 έργα, κυρίως μυθιστορήματα. Εκτός από το βραβείο Νόμπελ, το έργο της διακρίθηκε πολλαπλώς. Γνωστά έργα της είναι “Το πέμπτο παιδί”, “Η σχισμή”, “Αναμνήσεις ενός επιζώντος”, “Η καλή τρομοκράτισσα”,”Το χρυσό σημειωματάριο”, “Οι γιαγιάδες”,”Το πιο τρελό όνειρο”κ.α. Απεβίωσε το 2013 σε ηλικία 94 ετών.

“Αλφρεντ και Έμιλυ”, μνήμες πολέμου και άλλες…

Πρόκειται για το τελευταίο μυθιστόρημα της Λέσινγκ το οποίο συνέγραψε το 2008. Ως ένα βαθμό αυτοβιογραφικό, το βιβλίο αυτό αποτελεί έναν έξοχο στοχασμό για την οικογένεια, αλλά και τον  αντίκτυπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στις οικογένειες και την κοινωνία της Μεγάλης Βρετανίας. 

Κεντρικό θέμα είναι η επίδραση που είχε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στις ζωές των γονιών της, του πατέρα της Άλφρεντ, ενός στρατιώτη των χαρακωμάτων, ο οποίος έχασε το πόδι του από οβίδα, και της μητέρας της Έμιλυ, η οποία εργάστηκε ως νοσοκόμα στο νοσοκομείο του Ρόγιαλ Φρι και έζησε φρικτές στιγμές από την περίθαλψη των τραυματιών και των ετοιμοθάνατων, αναμνήσεις που τη στοίχειωσαν, όπως και τον πατέρα της, για μια ολόκληρη ζωή.

Ο τρόμος που σκόρπισε ο Μεγάλος Πόλεμος με τα χαρακώματα, τρόμος τον οποίο δεν είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος ως τότε, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του σε πολλούς Ευρωπαίους, ακόμη και σε όσους δεν παρουσίαζαν φαινομενικά κάποιο εξωτερικό τραύμα. Τα φρικιαστικά γεγονότα όμως που έζησαν όσοι συμμετείχαν σε αυτόν, αρκούσαν για να καταστήσουν ψυχικά ασθενείς όλους σχεδόν όσους βίωσαν τον Πόλεμο από κοντά. 

Οι αναμνήσεις του Μεγάλου Πολέμου σημάδεψαν επίσης και τα παιδιά όσων συμμετείχαν σε αυτόν. Ένα τέτοιο παιδί ήταν και η Λέσινγκ, στης αναμνήσεις της οποίας από τα παιδικά της χρόνια πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να εμφιλοχωρεί ένα πολεμικό στιγμιότυπο που η ίδια είχε γνωρίσει μέσα από τις αφηγήσεις των γονιών της, αποδεικνύοντας πως όσοι έζησαν μια τέτοια φρίκη δεν τη ξεπέρασαν ποτέ.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται εντέχνως σε δύο μέρη. Στο πρώτο η συγγραφέας αφηγείται την ευτυχισμένη ζωή που θα είχαν οι γονείς της αν δεν είχε ξεσπάσει πόλεμος, με γνώμονα τη φαντασία της και άξονα όμως τα αληθινά πρόσωπα του περιβάλλοντός τους. Έτσι, το φανταστικό συνδιαλέγεται διαρκώς με το πραγματικό. Στο τέλος αυτής της εναλλακτικής μυθιστορίας, η συγγραφέας ξεχωρίζει τον μύθο από την αλήθεια, διαφωτίζοντας τον αναγνώστη σχετικά με τα πρόσωπα τα οποία πρωταγωνίστησαν στην υποθετική ευτυχισμένη ιστορία των γονιών της.

Το δεύτερο μέρος αποτελεί ουσιαστικά μία βιογραφία, δοσμένη όμως με τρόπο μυθιστορηματικό και ύφος άκρως λογοτεχνικό. Εδώ υπάρχουν οι ειρηνικές αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια της συγγραφέως, μπολιασμένες με τη φρίκη του Πολέμου και των χαρακωμάτων, τον οποίο γνωρίζει μέσα από τις αφηγήσεις των γονιών της, αλλά και με τις μνήμες της σταδιακά καταρρέουσας βρετανικής αυτοκρατορίας και αποικιοκρατίας. Η συγγραφέας μας αφηγείται για τα βιβλία ου διάβασε όσο ήταν μικρή και τη σημάδεψαν με την ίδια ευκολία με την οποία διηγείται τη φρίκη των ετοιμοθάνατων ανδρών στα νοσοκομεία του Πολέμου, έτσι όπως της την μετέφερε η μητέρα της.

Μετά από τον πρόλογο, στον οποίο η συγγραφέας δίνει στον αναγνώστη το στίγμα της αφήγησης και τον προϊδεάζει σχετικά με το τι θα επακολουθήσει, το μυθιστόρημα ξεκινά με έναν αγώνα κρίκετ το 1902, μια χαρακτηριστική ειδυλλιακή σκηνή που μας παραπέμπει ευθέως στην belle epoque, η οποία θα τελείωνε τόσο απότομα με την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου.

Η θεατρική γραφή της Λέσινγκ σχηματίζει κινηματογραφικές εικόνες στο μυαλό του αναγνώστη με τις αριστοτεχνικές της περιγραφές, οι οποίες αναλύουν διεξοδικά τις κινήσεις και τους μορφασμούς των πρωταγωνιστών, έτσι ώστε ο αναγνώστης να νιώθει ότι παρακολουθεί ένα ζωντανό θέαμα. Οι χαρακτήρες είναι, επομένως ολοζώντανοι, η γραφή χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και η πλοκή από γρήγορη εξέλιξη χωρίς άσκοπους πλατειασμούς.

Αυτό που ξεχωρίζει όμως το παρόν πόνημα είναι, αναντίρρητα, η έξυπνη ιδέα της συγγραφέως να “εφεύρει” εκ νέου την εναλλακτική ευτυχισμένη ιστορία των γονιών της και να την αντιπαραθέσει, κατόπιν, με εκείνη της ζοφερής πραγματικότητας. Αποδεικνύει έτσι πόσο καταλυτική είναι η επίδραση του πολέμου στον ψυχισμό το ανθρώπου και καταδικάζει με αυτόν τον τρόπο την ειδεχθής αυτή όψη του ανθρώπινου πολιτισμού.

Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Βραβείο Νόμπελ 2015

Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς είναι Λευκορωσία συγγραφέας, δημοσιογράφος και ορνιθολόγος. Γεννήθηκε στη δυτική Ουκρανία το 1948 από Λευκορώσο πατέρα και Ουκρανή μητέρα. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και έζησε για κάποια χρόνια στη Δυτική Ευρώπη. Εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο το 1985 το οποίο ήταν «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας, το οποίο περιέχει μαρτυρίες γυναικών που πολέμησαν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γενικά όλο της το έργο είναι αφιερωμένο στον πόλεμο, τον κομμουνισμό και την ΕΣΣΔ και στον όλεθρο που σκόρπισε το Τσέρνομπιλ. Άλλα γνωστά έργα της είναι: «Οι μολυβένιοι στρατιώτες», «Γοητευμένοι από τον θάνατο», «Φωνές από το Τσέρνομπιλ», «Οι τελευταίοι μάρτυρες: το βιβλίο των μη παιδικών ιστοριών», «Μεταχειρισμένος χρόνος», «Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου». Επίσης έγραψε διηγήματα, θεατρικά έργα και σενάρια για ντοκιμαντέρ. Σήμερα ζει στο Παρίσι.

“Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος”, ένα βιβλίο γροθιά στο στομάχι…

Ένα βιβλίο γροθιά στο στομάχι, ένα βιβλίο που συγκλονίζει βαθιά όσους θα το διαβάσουν… Οι αντιρρησίες θα πουν ότι γνωρίζουμε ήδη αρκετά για το Τσερνόμπιλ. Και αυτό δεν είναι φυσικά ψέμα. Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά για το συγκεκριμένο ζήτημα όλα αυτά τα χρόνια από το 1986, οπότε και συνέβη το ατύχημα. Το βιβλίο αυτό όμως της βραβευμένης με νόμπελ λογοτεχνίας το 2015 Σβετλάνας Αλεξίεβιτς δεν γράφτηκε για να διαλευκάνει τα αίτια του δυστυχήματος, ούτε για να προσθέσει νέες πληροφορίες για το πως και υπό ποιες ακριβώς συνθήκες έλαβε χώρα το συνταρακτικό αυτό γεγονός.

Αντιθέτως, το πόνημα αυτό επικεντρώνεται στις μαρτυρίες των επιζώντων, των συγγενών τους και όσων ζούσαν στην Ουκρανία και τη Λευκορωσία εκείνες τις τραγικές μέρες και βίωσαν τα γεγονότα από πρώτο χέρι. Μαρτυρίες των συζύγων των πυροσβεστών που έσβησαν τη φωτιά ντυμένοι μόνο με τα πουκαμισάκια τους και πλήρωσαν με την ίδια τη ζωή τους την ολιγωρία των τεχνικών του πυρηνικού σταθμού, καταθέσεις των εκκαθαριστών και των εργατών που εργάστηκαν εκεί τους επόμενους μήνες, καθώς και των επιστημόνων και όλων εκείνων των ανθρώπων που γνώριζαν για τις φοβερές συνέπειες του ατυχήματος και οι αρχές δεν τους άφηναν να μιλήσουν. Κάποιοι από αυτούς, αψηφώντας τις αρχές, επέλεξαν να μείνουν στην “Απαγορευμένη ζώνη” όπως αποκαλείται σήμερα η ζώνη των 30 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω από τον πυρηνικό σταθμό. Κάποιοι άλλοι επέλεξαν να αγνοήσουν τις εντολές του κόμματος διακινδυνεύοντας τη θέση τους και την κομματική τους καριέρα και να προειδοποιήσουν τον πληθυσμό για τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε, κίνδυνο για τον οποίο η ίδια η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει ενημερώσει τους πολίτες της.

“Παντού υπήρχε άγνοια και προχειρότητα…”,”Όλοι πίστευαν ότι ήταν σαμποτάζ…”, “Κανείς δεν μιλούσε για ραδιενέργεια…”. Οι φράσεις αυτές είναι μερικές μόνο από αυτές που περιλαμβάνονται στις μαρτυρίες του βιβλίου, οι οποίες συγκλονίζουν βαθιά τον αναγνώστη σχετικά την απίστευτη ολιγωρία και τη μυστικοπάθεια που επέδειξε το σοβιετικό καθεστώς όσον αφορά την ενημέρωση του κόσμου για τις συνέπειες της έκθεσης του πληθυσμού στα φονικά επίπεδα ραδιενέργειας.

Το βιβλίο παρέχει επίσης κι ένα σωρό πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία και τις αρχές του σοβιετικού καθεστώτος, χωρίς να είναι βέβαια αυτός ο πρωταρχικός σκοπός του.

“Δεν ήταν ο αντιδραστήρας που ανατινάχθηκε εκείνο το μοιραίο πρωινό της 26ης Απριλίου, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα αξιών”, μας καταθέτει ένας μάρτυρας δικαιολογώντας την άποψη πως το Τσερνόμπιλ επιτάχυνε την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος.

Το πόνημα όμως της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς δίνει φωνή σε όλες τις διαφορετικές απόψεις που εκφράστηκαν για το ατύχημα και το πως το είδαν άνθρωποι διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, που είτε επικροτούσαν, είτε ήταν αδιάφοροι, είτε καταδίκαζαν το σοβιετικό καθεστώς.

Το δυνατό σημείο του βιβλίου είναι, αδιαμφισβήτητα, η αμεσότητα των μαρτυριών με αποκορύφωμα τον πρόλογο και τον επίλογο του βιβλίου που περιλαμβάνει μαρτυρίες συζύγων των πυροσβεστών και των εκκαθαριστών που έχασαν τη ζωή τους από υπερβολική έκθεση σε ραδιενέργεια.
Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο απευθύνεται σε όλα τα ανήσυχα πνεύματα και σε όσους μελετούν σύγχρονη ιστορία, ιδιαίτερα εκείνη της Ρωσίας και του Ψυχρού Πολέμου.

Καζούο Ισιγκούρο, Βραβείο Νόμπελ 2017

Ο Καζούο Ισιγκούρο γεννήθηκε το 1954 στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας, αλλά μεγάλωσε στη Μεγάλη Βρετανία. Εμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας το 1982 με το μυθιστόρημά του «A pale view of hills». Είναι ένας από τους πιο πολυβραβευμένους συγγραφείς σήμερα και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Ανάμεσα στα έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά τα: «Ο θαμμένος γίγαντας»,  «Μη μ’ αφήσεις ποτέ», «Αχνή θέα των λόφων» και «Νυχτερινά». Έχει γράψει επίσης στίχους και σενάρια για την τηλεόραση. Σήμερα ζει στο Λονδίνο.

“Τα απομεινάρια μιας μέρας”, η ομορφιά των λέξεων μέσα από μια εκ βαθέων εξομολόγηση…

Τυπική αγγλική εξοχή, τυπικοί Άγγλοι αριστοκράτες, τυπικοί Εγγλέζοι μπάτλερ με τέτοιο επαγγελματισμό και αξιοπρέπεια που δεν συναντά κανείς σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης. Άνθρωποι οι οποίοι βάζουν την επαγγελματική τους ιδιότητα υπεράνω της προσωπικής τους υπόστασης.

Αυτή είναι, λοιπόν, η προσωπική εξομολόγηση ενός ευσυνείδητου μπάτλερ, του Στίβενς, ο οποίος μας αφηγείται όχι μόνο τα «απομεινάρια μιας ημέρας», αλλά μιας ολόκληρης ζωής- στην υπηρεσία του λόρδου Ντάρλινγκτον- συγκεκριμένα επί τριάντα πέντε συναπτά έτη-. Η εξομολόγηση αυτή λαμβάνει χώρα  κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού έξι ημερών, όταν ο Στίβενς βρίσκεται σε άδεια, παραχωρημένη από τον νέο του κύριου και νυν ιδιοκτήτη της οικίας Ντάρλινγκτον, τον Αμερικανό Φαραντέϊ.

Το βιβλίο περιέχει πολλές διαστάσεις: την πολιτικοϊστορική, την κοινωνική, την ηθογραφική και ψυχογραφική. Πολιτικοϊστορική αφού το πόνημα, μέσα από τα λεγόμενα του μπάτλερ, μας εξιστορεί όσα σχετίζονται με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,  τον ανερχόμενο αντισημιτισμό και αντιμπολσεβικισμό του Μεσοπολέμου και την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία. Κοινωνική διότι απεικονίζει θαυμάσια την αγγλική κοινωνία του πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που η κραταιά αυτοκρατορία της Αγγλίας άρχιζε σιγά σιγά να πνέει τα λοίσθια. Πρόκειται για έναν κόσμο που ανατέλλει και για έναν που πεθαίνει. Ο κόσμος των πιστών μπάτλερ, των λόρδων και των αριστοκρατών αναμφισβήτητα είναι αυτός που σταδιακά αλέθεται στη μυλόπετρα της Ιστορίας μαζί με την αποικιοκρατία. Ο Στίβενς το γνωρίζει αυτό και αυτό μας φέρνει στην τρίτη διάσταση του βιβλίου, την ηθογραφική και ψυχογραφική.

Ο Ισιγκούρο ενδύεται αριστοτεχνικά τον ρόλο του πιστού υπηρέτη της αγγλικής αριστοκρατίας και περιγράφει με τρόπο γοητευτικό έναν άνθρωπο κλειστού, ευγενικού και διακριτικού, προικισμένου με το τυπικό φλέγμα που διαθέτουν οι Άγγλοι. Η παρακμή του Στίβενς ως ανθρώπου ο οποίος δεν βρίσκεται πια στην ακμή της νιότης του βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με το πεπερασμένο της αγγλικής παντοδυναμίας. Εκτός , όμως, από την ψυχανάλυση του ίδιου του Στίβενς ζωγραφίζεται και εκείνη του λόρδου Ντάρλινγκτον, καθώς και η σχέση που είχε με τον έμπιστο μπάτλερ του.

Ο Στίβενς υπήρξε παιδί ενός εξίσου ευσυνείδητου μπάτλερ, του πατέρα του, από τον οποίο κληρονόμησε τη  θέση του. Μπορεί όλος ο κόσμος γύρω του να γκρεμίζεται, αυτός όμως θα παραμείνει αφοσιωμένος στο καθήκον και στις επιθυμίες του κυρίου του, πριν καν προλάβει ο τελευταίος να τις εκφράσει. Η λανθάνουσα ερωτική σχέση του με την κυρία Κέντον διαδραματίζει επίσης έναν υποδόριο και διακριτικό, μα και διαρκώς παρόντα ρόλο στο βιβλίο.

 Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα είναι αισθαντική και εντελώς προσωπική, μα, κυρίως, τόσο ατμοσφαιρική που σου αφήνει την αίσθηση, καθώς γυρνάς τις σελίδες του βιβλίου, ότι περιδιαβαίνεις ταυτόχρονα κι εσύ ο ίδιος μία φθινοπωρινή, συννεφιασμένη μέρα στην καταπράσινη αγγλική εξοχή. Αναμφίβολα ένα βιβλίο ιδιαίτερο, το οποίο μεταφέρθηκε μάλιστα επιτυχημένα και στον κινηματογράφο, από την πένα ενός αριστοτέχνη συγγραφέα, το οποίο έχει να μας πει κάτι διαφορετικό, τόσο με την υπόθεση όσο και με τη γραφή του.

Έρμαν Έσσε, Βραβείο Νόμπελ 1946

Ο Έρμαν Έσσε γεννήθηκε στη Βιτεμβέργη της Βαυαρίας το 1877. Σπούδασε θεολογία, αλλά εργάστηκε ως βιβλιοπώλης συγγράφοντας παράλληλα τα δικά του έργα. Έγραψε ποιήματα, λογοτεχνικά και φιλοσοφικά δοκίμια, διηγήματα και μυθιστορήματα. Το πρώτο του έργο εκδόθηκε το 1899 και ήταν το «Μια ώρα μετά τα μεσάνυκτα». Άλλα γνωστά του έργα τα οποία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά είναι: «Κάτω από τον τροχό», «Σιντάρτα», «Ντέμιαν», «Ο βροχοποιός», «Ο άνθρωπος που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο» κ.α. Μετακόμισε στην Ελβετία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, διαμαρτυρόμενος για το μιλιταριστικό καθεστώς της Γερμανίας. Όταν ανήλθε στην εξουσία το ναζιστικό καθεστώς τη δεκαετία του ’30 απαγόρευσε τα έργα του στη Γερμανία. Πέθανε το 1962.

“O λύκος της στέπας”, ένα δυνατό και διαχρονικό ανάγνωσμα που οδηγεί στην αυτογνωσία…

Ένας ήρωας ο οποίος λατρεύει τα βιβλία και την κλασική μουσική και ιδιαίτερα τον Μότσαρτ… Όσο κι αν προσπάθησα μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μην ταυτιστώ μαζί του και να κρατηθώ για να μην το αναφέρω εδώ.

Ο “λύκος της στέπας” δεν είναι άλλος από τον Χάρρυ Χάλλερ, ένας άνθρωπος κουλτουριάρης, μοναχικός, μελαγχολικός, αντικοινωνικός, αντισυμβατικός και αλλόκοτος. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος αρνείται να ενσωματωθεί στον ανερχόμενο αστισμό του καιρού του και να πείσει τους γύρω του ότι κι αυτός ενστερνίζεται τις σύγχρονες δυτικές αστικές αξίες. Είναι ένας άνθρωπος που τον χαρακτηρίζει η διπολικότητα, ένας άνθρωπος ο οποίος κρύβει βαθιά μέσα του έναν άγριο λύκο. Περιφρονώντας τους πάντες και τα πάντα, είναι ευτυχισμένος έτσι όπως είναι κλεισμένος στο καβούκι του. Τουλάχιστον έτσι νομίζει… Είναι όμως στ’ αλήθεια τόσο ευτυχισμένος και πλήρης όσο πιστεύει, όντας κλεισμένος στον αυστηρά περιχαρακωμένο κόσμο του, στα βιβλία του και την μουσική του;

Η γνωριμία του με την Ερμίνε θα αποδειχτεί ο καταλύτης ο οποίος μέσα από μία μακριά και επώδυνη διαδικασία κοινωνικοποίησης, αποδοχής της συμβατικότητας και αυτοαξιολόγησης θα τον οδηγήσει τελικά στην αυτογνωσία.

Υπόθεση φαινομενικά απλή, η οποία αναπτύσσεται όμως με αριστοτεχνική δεξιότητα και κρύβει περίτεχνους συμβολισμούς και ενδελεχή ψυχανάλυση. Ο Έσσε δεν γράφει, αλλά είναι σαν να κεντάει προσεκτικά τις λέξεις μία μία στο χαρτί. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά αντάξιο ενός συγγραφέα τιμημένου με νόμπελ λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα βιβλίο που θα κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί, να αξιολογήσει και να ψυχαναλύσει ο ίδιος τον εαυτό του, μα, πάνω απ’ όλα, να απολαύσει και να ρουφήξει κάθε σελίδα, αφημένος στην απύθμενη ομορφιά του λόγου του Έσσε.

Δεν ξέρω αν ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο βιβλίο μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση ήταν οι μουσικές του αναφορές οι οποίες άπτονται της ειδικότητάς μου, ξέρω πάντως ότι για λίγα βιβλία στη ζωή μου έχω πει ότι θα τα διαβάσω και δεύτερη φορά.

Τα αφηγηματικά εφευρήματα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι αντάξια του λόγου του. Στην αρχή χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση, εν συνεχεία παραθέτει την Πραγματεία για τον Λύκο της Στέπας και καταλήγει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η φαντασία του συγγραφέα σε ό,τι αφορά τους συμβολισμούς και τις αφηγηματικές τεχνικές φτάνει μέχρι και στο να ζωντανέψει τον Μότσαρτ και τον Γκαίτε, μεταμφιέζοντάς τους επιδέξια έτσι ώστε να είναι εκείνοι, και ειδικά ο πρώτος, που θα οδηγήσουν στην αυτογνωσία τον Λύκο της Στέπας και να τον σύρουν πίσω στη ζωή που του χαμογελά και ο ίδιος την αρνείται.

Το ωραίο είναι ότι το προσωνύμιο Λύκος της Στέπας δεν είναι  κάτι το οποίο αρνείται ο Χάρρυ. Αντιθέτως, γνωρίζει πολύ καλά ότι κρύβει έναν λύκο μέσα του και πολλές φορές αποκαλεί και ο ίδιος τον εαυτό του έτσι.

Το βιβλίο, το οποίο κινείται στον χώρο του φανταστικού και του συμβολικού, περιέχει ποικίλες συζητήσεις και κρίσεις για την ίδια τη ζωή, τον θάνατο, την τέχνη, τη μουσική, τον έρωτα, τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους. Ανάγνωσμα δυνατό και διαχρονικό, αναμφίβολα αξίζει μία περίοπτη θέση μεταξύ των βιβλίων που έχω διαβάσει, όχι μόνο εγώ, αλλά, όπως πιστεύω, και ο κάθε αναγνώστης ο οποίος θέλει αυτό το οποίο διαβάζει να αφήσει το ίχνος του ανεξίτηλα χαραγμένο στην ψυχή του και όχι μόνο στο μυαλό του…

Ζοζέ Σαραμάγκου, Βραβείο Νόμπελ 1998

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου γεννήθηκε στην Πορτογαλία το 1922. Αφού πέρασε από το επάγγελμα του σιδηρουργού ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα. Το 1947 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο το «Γη της αμαρτίας». Από το 1993 ως το 2010, οπότε και απεβίωσε,  ζούσε στα Κανάρια νησιά της Ισπανίας. Γνωστά έργα του που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά είναι: «Περί τυφλότητος», «Περί φωτίσεως», «Περί θανάτου», «Κάιν», «Ιστορία της πολιορκίας της Λισσαβόνας», «Το κατά Ιησούν ευαγγέλιο» κ.α.

“Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις”

Στη λογοτεχνία συχνά πυκνά έχει τύχει να διαβάσουμε για ήρωες που παίρνουν σάρκα και οστά και επισκέπτονται, μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, τους ίδιους τους συγγραφείς- δημιουργούς τους. Στο «Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέϊς» συμβαίνει ακριβώς το ανάποδο: ένας ποιητής- συγκεκριμένα ο Πορτογάλος Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935) είναι εκείνος που επισκέπτεται αυτή τη φορά το «δημιούργημά» του, τον επίσης ποιητή και γιατρό Ρικάρντο Ρέϊς. Αναμφίβολα πρωτότυπο λογοτεχνικό εφεύρημα μέσα από μία πολύ  ιδιαίτερη γραφή.

Ο Ρικάρντο Ρέϊς επιστρέφει στην πατρίδα του, την Πορτογαλία, εν έτει 1936, μετά από δεκαέξι χρόνια αυτοεξορίας στην Βραζιλία. Η Λισαβόνα είναι βροχερή και καταθλιπτική σε σχέση με το ηλιόλουστο Ρίο ντε Τζανέιρο στο οποίο ήταν μέχρι πρόσφατα. Ο Ρικάρντο Ρέϊς, ο οποίος πάντοτε αναφέρεται με το όνομα και το επίθετο μαζί από τον συγγραφέα,- ποτέ ως σκέτος Ρικάρντο-, καταλύει αρχικά σε ένα ξενοδοχείο όπου θα γνωρίσει διάφορους ενδιαφέροντες ανθρώπους: τη Μαρσέντα, την οποία και θα ερωτευτεί, την καμαριέρα Λίντια, η οποία θα είναι αυτή που θα του χαρίσει τελικά τη ζεστασιά του κορμιού της και άλλους, τους οποίους όμως θα χάσει όταν θα μετακομίσει τελικά σε ένα σπίτι. Εκεί θα νιώσει περισσότερο τη μοναξιά και τότε θα αρχίσει να εργάζεται και πάλι ως γιατρός. Η ώρα του περνάει με ενδελεχή ανάγνωση των εφημερίδων και με ατέλειωτους περιπάτους στη βροχερή πόλη.

Στην εφημερίδα θα διαβάσει για τον θάνατο του ποιητή και παλιού του φίλου Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος και θα αρχίσει να τον επισκέπτεται μυστηριωδώς πρώτα στο ξενοδοχείο και στη συνέχεια στο σπίτι του, κρατώντας του συντροφιά και μιλώντας μαζί του για θέματα τα οποία σχετίζονται κυρίως με το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως τη μοναξιά, τον θάνατο, τον έρωτα, τη μνήμη και τη λήθη. Μέσα από τις συζητήσεις τους επίσης-αλλά και από την ανάγνωση των εφημερίδων- ξεδιπλώνεται όλη η εποχή της δεκαετίας του ’30, η δικτατορία του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, ο ανερχόμενος φασισμός σε Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία, ο πόλεμος της Ιταλίας στην Αιθιοπία, ο Χίτλερ και η παραπαίουσα αποικιοκρατία. Με λίγα λόγια, η τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής μέσα από τα μάτια ενός φανταστικού προσώπου, το οποίο θα φύγει τελικά από τη ζωή λίγο αργότερα από τον δημιουργό του.

Ένα μυθιστόρημα που κινείται στον χώρο του φαντασιακού με μία ιδιόρρυθμο λόγο και πολυδιάστατη αφηγηματική τεχνική. Πρόκειται για γραφή η οποία θα δημιουργήσει στον αναγνώστη εικόνες και, αυτό που θα του μείνει από το βιβλίο, θα είναι οπωσδήποτε τα βροχερά κινηματογραφικά καρέ της μουντής και συννεφιασμένης Λισαβόνας, τα οποία τόσο συχνά παραθέτει ο Σαραμάγκου στο βιβλίο του. Οι διάλογοι, όχι πολλοί, είναι ενσωματωμένοι στο κυρίως σώμα του κειμένου και στη ροή της αφήγησης και χωρίζονται με κόμματα από το κυρίως κείμενο. Κι όμως, ακόμα κι έτσι, διατηρούν τη ζωντάνια και την αμεσότητά τους. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ήρωά του στην κυριολεξία σαν να διαθέτει κινηματογραφική κάμερα και μας αναφέρει λεπτομερέστατα κάθε κίνησή, σκέψη του αλλά και λεπτομέρεια του περιβάλλοντός του.

Ο Ρικάρντο Ρέϊς αναρωτιέται, συχνά πυκνά για το νόημα της ζωής και για το κατά πόσον ο ίδιος έζησε όλα αυτά τα χρόνια. Σκέψεις, εικόνες και ψήγματα Ιστορίας και φιλοσοφικής σκέψης, μαζί με λογοτεχνική απόλαυση θα αποκομίσει ο αναγνώστης από την ανάγνωση άλλου ενός αριστουργήματος ενός μεγάλου συγγραφέα.