Αλίκη Βουγιουκλάκη, η γοητεία μιας εθνικής αθωότητας

Οι Έλληνες το νόστιμο το λένε και κουκλάκι
πληρώσαμε και πρόστιμο Αλίκη Βουγιουκλάκη
στην ιστορία φύσηξε καινούριο αεράκι…
(Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου – μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης)

Η Αλίκη Σταματίνα Βουγιουκλάκη, το γένος Κουμουνδούρου, υπήρξε μια από τις πιο δημοφιλείς ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου.. Το υποκριτικό της ταλέντο φάνηκε από τα μαθητικά της χρόνια. Το 1952 έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Προτού ακόμη αποφοιτήσει από τη Σχολή ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της από το θέατρο και από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 άρχισε να εμφανίζεται στον κινηματογράφο σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Σύντομα καθιερώθηκε στο χώρο και ονομάστηκε (χάρη στο Φίνο) Εθνική Σταρ της Ελλάδας. Το 1960, της απονεμήθηκε το 1ο Βραβείο ερμηνείας Α’ Γυναικείου ρόλου στο Α’ Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην κινηματογραφική ταινία «Μανταλένα», σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1934 στο Μαρούσι Αττικής από τον Ιωάννη Βουγιουκλάκη δικηγόρο πρώην Νομάρχη Αρκαδίας και την Αιμιλία Κουμουνδούρου. Η οικογένειά της κατάγεται από το χωριό Λάγια της Μάνης. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής ο πατέρας της ήταν κατοχικός νομάρχης, και εκτελέστηκε. Ο θάνατος του πατέρα της στοίχισε ακριβά, δεν είχε την πατρική στοργή  και η μητέρα της ανέλαβε μόνη της να μεγαλώσει τα τρία παιδιά, την Αλίκη, τον Αντώνη και τον Τάκη Βουγιουκλάκη.

Το 1952 έδωσε κρυφά από την οικογένειά της εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφοίτησε τρία χρόνια μετά με Λίαν Καλώς, λόγω της αυστηρής βαθμολόγησης του Δημήτρη Χορν. Όταν το είδε απτόητη είπε ότι σημασία δεν έχει βαθμός, αλλά ποιανού όνομα θα μπει πρώτο στην μαρκίζα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο πρώτος της θεατρικός ρόλος ήταν στο έργο Κατά Φαντασίαν Ασθενής του Μολιέρου το 1953 και η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση έγινε στην ταινία Το Ποντικάκι το 1954. Κατά τη διάρκεια της φοίτησης της στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου συμμετείχε χωρίς άδεια της Σχολής στην παράσταση Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Τότε συζητήθηκε από τον σύλλογο των διδασκόντων της Σχολής η παραμονή της ή όχι στη Σχολή: Ο Καρθαίος είχε ισχυρισθεί πως δέχθηκε την επίσκεψη της θείας του Νίκου Χατζίσκου, και του ζήτησε να επιτρέψει ως διευθυντής της Σχολής να παίξει η Βουγιουκλάκη στις παραστάσεις του Εθνικού Κήπου. Ο διευθυντής είπε πως ο κανονισμός της Σχολής δεν το επέτρεπε, αλλά δεν διαβιβάστηκε σωστά στην Βουγιουκλάκη, η οποία παραπλανήθηκε και χωρίς να αντιμετωπίσει το ζήτημα υπεύθυνα, συμμετείχε στις παραστάσεις. Η Βουγιουκλάκη αιτήθηκε συγχώρεσης από το Συμβούλιο των καθηγητών, επικαλούμενη πως και στο παρελθόν είχε αρνηθεί πρόταση συμμετοχής της σε παράσταση του θιάσου της Κοτοπούλη. Ο Καρθαίος πρότεινε την απαλλαγή της, κάτι που συμφώνησε και ο Ροντήρης. Σύντομα καθιερώθηκε στο χώρο και λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητας που απέκτησε στο ευρύ κοινό ονομάστηκε (από τον Φιλοποίμενα Φίνο αρχικά) «Εθνική Σταρ» της Ελλάδας.

Το 1961 η Αλίκη Βουγιουκλάκη συγκρότησε τον δικό της θίασο, ανεβάζοντας τα έργα Καίσαρ και Κλεοπάτρα, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Ο Πρίγκιψ και η χορεύτρια κ.ά. Αργότερα γνωρίστηκε με τον Φιλοποίμενα Φίνο και άρχισε μια μόνιμη συνεργασία με την εταιρία του, τη Φίνος Φιλμ. Μαζί έκαναν μερικές από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, ανάμεσά τους οι ταινίες: Αστέρω, Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, Μανταλένα, Το κλωτσοσκούφι, Η Αλίκη στο ναυτικό, Η Λίζα και η άλλη, Η ψεύτρα, Το δόλωμα, Η αρχόντισσα κι ο αλήτης, Υπολοχαγός Νατάσσα, Η κόρη του ήλιου, Η Μαρία της Σιωπής κ.α

Οι, μεταξύ άλλων, κινηματογραφικοί της ρόλοι, άλλοτε της χαριτωμένης σκανδαλιάρας μαθήτριας, άλλοτε του πλουσιοκόριτσου που επαναστατεί εναντίον του αυστηρού πατέρα της, άλλοτε της φτωχής και ασήμαντης κοπέλας που καταφέρνει να ανέβει κοινωνικά, να επιτύχει και να δοξαστεί, είχαν και συνεχίζουν να έχουν, μεγάλη απήχηση στο κοινό εξασφαλίζοντας στην ηθοποιό σπάνια δημοτικότητα ενώ η ταινία Υπολοχαγός Νατάσα ήταν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου για τρεις δεκαετίες. Επίσης οι δύο επόμενες μεγαλύτερες εισπρακτικές κινηματογραφικές επιτυχίες ανήκουν στην Αλίκη Βουγιουκλάκη

Η σημαντική εμπορική κάμψη που σημείωσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός κινηματογράφος ώθησε την Αλίκη Βουγιουκλάκη να ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με το θέατρο. Το 1975 έφερε στην Ελλάδα τα μιούζικαλ, με το έργο του Νιλ Σάιμον «Καμπίρια». Ανέβασε επίσης με μεγάλη επιτυχία και άλλα έργα του είδους, όπως το «Καμπαρέ», τη «Τζούλια» και την «Εβίτα» με τελευταίο το μιούζικαλ «Η μελωδία της ευτυχίας».

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εξίσου γοητευτική ήταν και η προσωπική ζωή της. Ο πρώτος της σύντροφος ήταν ο Μάριος Πλωρίτης. Στις 18 Ιανουαρίου 1965 παντρεύτηκε με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, συμφοιτητή της στη Δραματική Σχολή και στις 4 Ιουνίου 1969 γεννήθηκε ο γιος τους, Γιάννης. Στις 5 Ιουλίου 1975, οι δύο ηθοποιοί πήραν διαζύγιο (επισήμως λόγω ασυμφωνίας συμβιώσεως). Μαζί πρωταγωνίστησαν σε πολλά κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, από τα πιο εμπορικά και πετυχημένα στην ιστορία του ελληνικού θεάματος, ενώ για σειρά ετών ήταν συν-θιασάρχες.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έκανε ένα δεύτερο γάμο το 1980 με τον Κύπριο επιχειρηματία Γιώργο Ηλιάδη, ο οποίος έμεινε μυστικός για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του. Η τελετή έγινε κυριολεκτικά στο κέντρο της Αθήνας (στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών) και το γεγονός αποκάλυψε, το 1993, η ίδια σε τηλεοπτική εκπομπή («Ενώπιος Ενωπίω», του Νίκου Χατζηνικολάου).  Σχέση διατηρούσε και με τον ηθοποιό Βλάσση Μπονάτσο. Τελευταίος σύντροφος της ζωής της -για μια δεκαετία (1986-1996)- ήταν ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος.

Κινηματογραφικός είναι και ο τρόπος όπου η Αλίκη έμαθε ότι είναι άρρωστη. Ο καλός της φίλος και συνάδελφος Νίκος Γαλανός είχε συχνές ζαλάδες. Όταν αποφάσισε να κάνει εξετάσεις για να δει τι έχει, η αγαπημένη ηθοποιός τον συνόδεψε και μάλιστα για να τον χαλαρώσει του είπε ότι θα κάνει και εκείνη εξετάσεις. Τα αποτελέσματα του Γαλανού ήταν καθαρά, εκείνης όμως όχι. Καρκίνος στο πάγκρεας σε καλπάζουσα μορφή. Το δυσάρεστο νέο έπεσε σαν βόμβα στον καλλιτεχνικό χώρο. Εκείνη το πάλεψε μέχρι τέλους με χαμόγελο και αξιοπρέπεια.

Πέθανε στις 23 Ιουλίου 1996 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών μετά από σύντομη μάχη με την επάρατη νόσο. Η σορός της τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 25 Ιουλίου 1996 η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της αλλά και απλού κόσμου παρά την αποπνικτική ζέστη που επικρατούσε.

Το ευρύ κοινό στήριξε πάντοτε τη Βουγιουκλάκη σε όλα της τα καλλιτεχνικά εγχειρήματα. Ωστόσο μια μερίδα της κριτικής διατύπωσε αρκετές επιφυλάξεις, όχι τόσο για το ταλέντο της και τον επαγγελματισμό της όσο για τους μανιερισμούς και τα στερεότυπα που εισήγαγε στον χώρο του θεάματος. Παρά τις όποιες αδυναμίες της, η Βουγιουκλάκη όχι απλώς ως ηθοποιός αλλά ως είδωλο κατέληξε να αντιπροσωπεύει καλύτερα από κάθε άλλο καλλιτέχνη μια ολόκληρη εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας που έχει πολιτογραφηθεί στην κοινή συνείδηση ως η εποχή της νεότητας και της αθωότητας. Η θεατρική της καριέρα είναι εντελώς διαφορετική από την κινηματογραφική. Φάνηκε ότι ήθελε να κάνει μια στροφή στο ποιοτικό θέατρο, με τις παραστάσεις που ανέβαζε όταν ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με τη θεατρική τέχνη. Ο μανιερισμός όμως που διακατείχε την ηθοποιία της δεν την άφησε να αναδείξει το πραγματικό ταλέντο της, το οποίο φάνηκε τελικά στη «Μελωδία της ευτυχίας». Ήξερε πολύ καλά να μαναντζάρει την προσωπική της εικόνα και να «πουλάει» την εικόνα στον εκτός Ελλάδας χώρο, στην αρχή με τον κινηματογράφο και, μετά τη δεκαετία του 1970, με το θέατρο. Άγγιξε το συναίσθημα και την καρδιά του λαού. Ήταν η κόρη τους, η αδερφή τους, ο πρώτος τους έρωτας.

Στην εκπομπή/ντοκιμαντέρ του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΙ, «Μεγάλοι Έλληνες» (που βασίστηκε στην αντίστοιχη παραγωγή του αγγλικού τηλεοπτικού σταθμού BBC) και που προβλήθηκε το 2009, η Αλίκη Βουγιουκλάκη συμπεριλήφθηκε στη λίστα των “Μεγάλων Ελλήνων” μετά από ψηφοφορία, καταλαμβάνοντας την 88η θέση.