Για μια ποιητική της απώλειας και της ‘τελευταίας χειραψίας’: Ένα κείμενο για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ, αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.
Τ. Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, Κέδρος, Αθήνα 1990.

Για μια ποιητική της απώλειας και της ‘τελευταίας χειραψίας’.

Η ποίηση είναι η πιο δύσκολη απ’ όλες τις τέχνες. Έτσι έμαθα στη σχολή, στην οποία σπούδασα. Κατάφερα να βλέπω τη Φιλολογία πάντα ως επιστήμη και ως τέχνη, ανακαλύπτοντας με ποιον τρόπο θα μάθω να συγκροτώ την ταυτότητά μου, να μελετώ τις ρίζες μου, να κατανοώ τη μεταφυσική βαθύτερων εννοιών ή πραγμάτων, να συνθέτω ψηφίδα την ψηφίδα το υβριδικό μωσαϊκό των κειμένων κι ύστερα να το ανασυνθέτω σε ένα διαρκές παιχνίδι μετακύλισης των νοημάτων κι αποδόμησης των μέχρι τότε σταθερών, σαν σε μια γόνιμη μετάπλαση. Η αλήθεια είναι πως η ποίηση με μάγευε λίγο περισσότερο από την πεζογραφία. Στα πεζά ποίηματα δε, βρήκα τη χρυσή τομή. Ίσως, γιατί η κρυπτικότητα, οι σιβυλλικά διφορούμενες πτυχές ενός ποιήματος, η ερμητικά κλειστή ποιητική ουσία και αυτή η βαθιά, τόσο ριζωμένη μοναξιά του ποιητή, στοιχειοθετούσαν τις αισθητικές μου επιλογές. Θα σταθώ σε αυτή τη μοναξιά, που όταν τη σκέφτηκα, συνειδητοποίησα πόσο αναπόσπαστο τμήμα της ιδιοσυστασίας ενός ποιητή είναι αυτό το συναίσθημα. Του ανθρώπου ποιητή. Του ζωντανού παραδείγματος της μνήμης. Θα ήταν αμήχανο και άκομψο να πούμε πως είναι καλοί όσοι γράφουν ποίηση. Όσοι «κάνουν ποίηση» – τι συντακτική παρωδία! Είδατε; Έχω πάντα διάθεση για γλωσσικά παιχνίδια –, ειδικά στην εποχή των ‘μπετόν αρμέ’ μυαλών και της ανάγκης για έκφραση, στην εποχή της ιδεολογικής, αξιακής και ηθικής κρίσης. Και σκέφτομαι ασυναίσθητα πως πέρασαν πέντε μέρες για να αναλύσω μέσα μου τη φυγή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ. Όσες αναρτήσεις κι αν είδα, όσες αναδημοσιεύσεις ποιημάτων κι αν διάβασα, έπρεπε να βρω ποιοτικό χρόνο, για να σκεφτώ τι σημαίνει να μιλάει κανείς για απώλεια, ενώ παράλληλα τη βιώνει. 

Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.

Το βιογραφικό της ποιήτριας υπάρχει σε υποτυπώδη λεξικά λογοτεχνών και λογοτεχνικών όρων ή σε μια σύγχρονη εγκυκλοπαίδεια. Οι κριτικές για τα ποιήματά της, επίσης, μπορούν να βρεθούν σε συγκεντρωτικούς ή μη τόμους. Η αποτίμηση της γραφίδας της ποιήτριας δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να περιοριστεί σε λίγους τυπογραφικούς χαρακτήρες ή ενδεικτικά κενά, για την κάλυψη μιας θεωρητικής ύλης ή ενός χρήσιμου πλην μεθοδολογικού εργαλείου ενός επιστήμονα. Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, όπως και πολλοί ακόμα του δύσκολου είδους της ποίησης, βρήκε τον δρόμο ατρόμητη μέσα στην αναπηρία του σώματος και της κοινωνίας. Γεμάτη ευοίωνες σκέψεις μέσα σε σκοτεινούς καιρούς, θνησιμαία κουφάρια και τραύματα έρχεται κάπως να αδράξει τη ζωή μ’ ένα χαμόγελο. Αλλά και γεμάτη ρωγμές. Όταν κάτι είναι σπασμένο, είναι πολύ πιο εύκολο να διαλυθεί, να γίνει ένα με το αίμα που κυλάει μέσα μας, κι αν σταθούμε τυχεροί και δεν τρυπώσει από την άτακτη περιδιάβαση στο σώμα μας και σφηνώσει σε κάποια αρτηρία ή σε κάποιο αγγείο, τότε ίσως βγούμε νικητές. Η ρωγμή, όμως, είναι μια συνθήκη που μας ξεγελά, μια υπονομευτική χίμαιρα που μας θυμίζει το σχήμα του στιλέτου που μας πλήγωσε κάποτε θανάσιμα. Τα ποιήματα γεννιούνται από μια πληγή και το ποίημα είναι η ουλή που βλέπουμε. Έτσι, είχε μιλήσει για την καθάρια ουσία της ποίησης η ίδια. Κι ο έρωτας; Το φαΐ για την ποίηση. Η τροφοδότηση της έμπευσης. Άλλωστε, «θέλει ερωτική θαλπωρή το ποίημα για ν’ αντέξει στον χρόνο» και αυτή τη θέρμη της ποίησης την είχε βρει στον ‘θρίαμβο της σταθερής απώλειας’, στον άνθρωπο, στη νιότη, στην Αίγινα, που είχε κάτι απ’ τον αέρα και το φως της Αττικής, αλλά και τη φρεσκάδα του νησιού, σε όλες τις ρευστές φιγούρες της πραγματικότητας, που αποκρυσταλλώθηκαν στα γραπτά της, ξεπήδησαν από τα αποσιωπητικά της και απέκτησαν σάρκα και οστά, μετατρεπόμενα σε σύμβολα καλλιτεχνικού αντιγοήτρου και διαυγών αναπαραστάσεων της ανθρώπινης μίμησης. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

[…] Στις χούφτες μου ανάμεσα,
σαν να κρατούσα
ενός παγωμένου πουλιού
την τελευταία ανάσα,
προστάτευα την τελευταία
χειραψία. 

Αν και πολυβραβευμένη, η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ αισθανόταν ότι έπαιρνε βραβείο όχι η ίδια, αλλά η ποίηση. Τόσο αντισυμβατική, ώστε στην ερώτηση αν πρέπει ένας ποιητής να χαμογελά η ίδια να απαντάει: «γιατί να μη γελάς; Για να κάνεις τον σοβαρό και να σε παίρνουνε για ποιητή; Κάτσε ρε… Πόσων καρατίων νομίζετε ότι είστε;» ωστόσο, με ένα βαθύ ρίζωμα πόνου. Άφωνη μπροστά στις κολακείες και ένθερμη υποστηρίκτρια της αφάνειας των ποιητών, που έχουν βιώσει τη φυσική στέρηση του έρωτα και αναζητούν μονάχα το μυστήριου τούτου του κόσμου. Πιστεύει απόλυτα στη φύση του ανθρώπου και πως στο ανθρώπινο μυαλό βρίσκονται από τα πρώιμα στάδια της βιολογικής ύπαρξης μεταφυσικού τύπου ερωτήματα, που βασανίζουν όχι μόνον έναν ποιητή, αλλά και τον οποιονδήποτε καθημερινό άνθρωπο. Αρνείται, φυσικά, πως τέτοιες απορίες και απόψεις είναι αποκλειστικότητα των θεοσεβούμενων. Ούτως η άλλως, η Αγγελάκη – Ρουκ δεν υπήρξε θρήσκα με τη θρησκόληπτη έννοια του όρου ή το γράμμα της θρησκείας. Δεν πιστεύει πως στο τέλος της μέρας θα δώσει ένας Θεός το μεροκάματο εκεί πάνω, από αυτό το καζαντζακικό και σικελιανικό μυστήριο, όμως, θρέφει τη δημιουργικότητά της. Εξ ου και η επιστροφή της στον φιλοσοφικό – όχι τον ερωτικό ή τον ιστορικό – Καβάφη και τις Ιθάκες της ζωής, το όραμα για να ζήσει κανείς: «κι αν το όραμα αποδειχτεί ψεύτικο, τουλάχιστον έζησες μια ωραία ζωή. Ωραία, δηλαδή, ουσιαστική.»

Η ποίησή της είναι μια ζωντανή κινηματογράφηση της αλήθειας. Το καθετί που συμβαίνει είναι μια ευκαιρία, μια πίστη στη διάρκεια των στιγμών και όχι στη βεβαιότητα της μελλοντικής τους πραγμάτωσης. Στη συνθήκη που λέει ευχαριστώ κι αυτό το ευχαριστώ κατευνάζει τον φόβο του θανάτου, τρέχοντας προς το «αιώνιο μηδέν», σε μια απογυμνωμένη από τα εγκόσμια πραγματικότητα. Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ δεν αναγνωρίζει τον καταπραϋντικό ρόλο της ποίησης, το ησιόδειο «άμπαυμα»· αντ’ αυτού, η αποδοχή και η ενσυνείδητη προσπάθεια για καταγραφή εξομαλύνει όσα βιώνουμε και επιτρέπει την εξοικείωση με τις πληγές μας. Δεν είναι τύχαιο, άλλωστε, πόσο εύγλωττα έχει συμπυκνώσει την απώλεια με την ουσία της ζωής: «Ό, τι μου λείπει με διδάσκει. […] Στέρησέ με κι άλλο, για να επιζήσω.»

Κι έτσι επέζησε. Η ποιήτρια που δεν γερνούσε ποτέ, λες κι η φθαρτότητα δεν άγγιζε την αθανασία. Κι έτσι έφυγε. Σαν το φτερό ενός πουλιού που πάντα θα ήθελε να είναι. Και τώρα θα πετάει, χωρίς κανένα μικρόβιο που κατατρώει τα κόκαλα του ανθρώπινου οργανισμού. Ελεύθερη να συναντήσει το φως, στον «ουρανό του τίποτα με τα ελάχιστα»:

[…] Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.