Η παιδεραστία μέσα από τη λογοτεχνία

Πολλές οι ιστορίες παιδεραστίας που βγήκαν στο φως τις τελευταίες ημέρες, όλες τους συγκλονιστικές και ανατριχιαστικές. Πολλά παιδιά πέφτουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης από ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός τους. Κάποιος θείος, κάποιος γείτονας, κάποιος φίλος των γονιών, κάποιος υπεράνω πάσης υποψίας που δημιουργεί στο παιδί το αίσθημα ότι δε συμβαίνει κάτι κακό, ότι όλα γίνονται στον βωμό της αγάπης. Όλες αυτές τις ιστορίες τις παρακολουθώ με κομμένη την ανάσα. Είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί εδώ και χρόνια και με κάνει να σαστίζω. 

Το μαγικό που έχει η λογοτεχνία είναι ότι σου στέλνει κάπως συμπαντικά και ενεργειακά -πάντως σίγουρα ανεξήγητα- κείμενα τα οποία σχετίζονται με ό,τι σε προβληματίζει. Τις τελευταίες μέρες λοιπόν έπεσαν στα χέρια μου δύο βιβλία της Ελεάννας Βλαστού, στα οποία υπάρχουν σκηνές παιδεραστίας. Και με αφορμή αυτά ανέτρεξα σε δύο παλαιότερα αναγνώσματά μου στα οποία είχα διαβάσει αντίστοιχες ιστορίες και με είχαν συγκλονίσει.

Η λογοτεχνία αναπαριστά τη ζωή. Προβάλλει καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω μας, μπροστά μας ή και πίσω μας. Πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών, μέσα σε οικογένειες και παρέες. Περιγράφει τα πάθη των ανθρώπων, τις σκληρές πλευρές της ζωής τους. Σε προετοιμάζει, σε αφοπλίζει, σε αρματώνει για όλα όσα είναι πιθανό να συναντήσεις. Μπορεί να μην έχω υποστεί σεξουαλική κακοποίηση -για παρενόχληση ούτε λόγος, δεν υπάρχει γυναίκα που δεν την έχουν παρενοχλήσει στο λεωφορείο- αλλά σίγουρα έχω ζήσει έστω και για μερικά δευτερόλεπτα, έστω κι από την ασφάλεια του σπιτιού μου, αυτό το απαίσιο συναίσθημα της παραβίασης του σώματός σου, της ύπαρξής σου. Και αυτό το κατόρθωσα μέσα από την ανάγνωση της λογοτεχνίας.

Τα παρακάτω αποσπάσματα δίνουν μια γεύση για το τι συμβαίνει στα θύματα. Πώς αισθάνονται, πώς αντιδρούν, πώς παγώνουν μπροστά στη φρίκη που επεφύλασσε για αυτά η ζωή. Αν ανήκετε σε αυτούς που αναρωτιούνται γιατί τώρα, εύχομαι τα αποσπάσματα να σας απαντήσουν.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εξαφανίσεις
Ελεάννα Βλαστού
Εκδόσεις Πόλις

Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Χαρούμενα σπίτια» διαβάζουμε τη χειρότερη -κατά την άποψή μου- περίπτωση βιασμού ενός ανηλίκου, αυτού που προέρχεται από τον πατέρα. Ο πατέρας βιάζει την εννιάχρονη κόρη του. Τότε, το κορίτσι δεν είχε πει τίποτα στη μητέρα της και ευχόταν ο μπαμπά της να πεθάνει. Σήμερα, με αφορμή μια ανακαίνιση, ανακαλεί στη μνήμη της το περιστατικό:

«Μια αντίστοιχη κουβέρτα είχε κι εκείνη, δεν την προστάτεψε από το κρύο. Θυμήθηκε τον πατέρα της να μπαίνει στο δωμάτιο το βράδυ και να σηκώνει την παρόμοια καρό κουβέρτα. Κάτι της ψιθύριζε γλυκά, αλλά εκείνη ήξερε τι θα ακολουθούσε. Η μαμά της είχε βγει, θα αργούσε, έλεγε ο μπαμπάς, και την έπαιρνε αγκαλιά και την ξάπλωνε στη μοκέτα. Τη χάιδευε στην αρχή τρυφερά, θέλω να κοιμηθώ. Πόνεσε πολύ στα εννιά. Ήταν ξαπλωμένη στη μοκέτα και αίμα λέκιασε τη μοκέτα, και μετά μια τρίχα, από όλα αυτά θυμάται εκείνη την τρίχα που την έκοψε, πώς βρέθηκε η τρίχα ανάμεσα στα πόδια της και την έκοψε. Αλλά δεν θυμόταν αν η τρίχα προϋπήρχε του αίματος και του πόνου. Θυμάται εκείνη την τρίχα καθαρά, αλλά όλα τα άλλα είναι θολά. Η τρίχα όμως ήταν η σωτηρία της, έβαλε τα κλάματα, κάπως σαν να φοβήθηκε ο μπαμπάς και εκείνη ξαναπήγε στο κρεβάτι της.»

Ο βιογράφος
Ελεάννα Βλαστού
Εκδόσεις Πόλις

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο μυθιστόρημα αυτό, ένας δημοσιογράφος καλείται να γράψει τη βιογραφία μιας οικογένειας μεγαλοβιομηχάνων. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Πρόεδρος της εταιρίας, ο ένας εκ των τριών γιων του ιδρυτή, ασελγεί στην ανήλικη κόρη μιας υπαλλήλου του. Όταν η υπάλληλος τον καταγγέλλει, καταλήγει απολυμένη. Ο Πρόεδρος όχι απλώς δε θα παραδεχτεί ποτέ την αποπλάνηση αλλά χωρίς ίχνος ντροπής θα τα ρίξει και στο θύμα:

«Τρεις μέρες μετά την επίσκεψη αυτή, η αποθηκάριος κατηγόρησε τον Πρόεδρο για ασέλγεια, προσκομίζοντας ως αδιάσειστο στοιχείο το ποσό των 2.154 δραχμών που βρήκε στην σάκα της κόρης της, η οποία παραδέχτηκε ότι το σύνολο του ποσού ήταν 2.500 δραχμές. Ο πρόεδρος απάντησε ότι έδωσε στο παιδί ένα χαρτζιλίκι για το καλό. Αργότερα θα ισχυριζόταν ότι το κορίτσι ήταν δεκαεφτά χρονών κι όχι δεκατεσσάρων. Έτσι πίστευε, έτσι νόμιζε. Ο Πρόεδρος δεν κατηγορήθηκε ποτέ επισήμως, άλλωστε βρισκόμασταν στη δεκαετία του ’80 και εκείνη την εποχή, τέτοια θέματα περνούσαν μάλλον απαρατήρητα. Ο ίδιος πάντως δεν έδειχνε ούτε κατά το ελάχιστο ντροπιασμένος και επαναλάμβανε, όταν τον ρωτούσαν για το γεγονός την περίοδο εκείνη, “Ε, όχι και παιδί”, ή “Δεν ήταν δα και κανένα παιδί”».

Ένας έρωτας
Sara Mesa
Εκδόσεις Ίκαρος

Στο συγκεκριμένο βιβλίο παρακολουθούμε τη ζωή της Νατ, μιας νέας κοπέλας που μετακομίζει σε ένα χωριό και ερωτεύεται με παράδοξο τρόπο έναν μεγαλύτερο άντρα. Η Νατ αντιστέκεται στον έρωτα και παρουσιάζεται απόμακρη και ψυχρή στα ερωτικά αγγίγματα. Δεν μπορεί να αφεθεί, ούτε να ανοιχτεί. Μια εξήγηση για αυτήν την στάση της κρύβεται στο ότι όταν ήταν μικρή την παρενοχλούσε ένας γείτονας. Ένας άνθρωπος αγαπητός, τον οποία η ίδια δεν μπορούσε να κατηγορήσει, παρ’ όλο που ένιωθε περίεργα με ό,τι συνέβαινε:

«Όταν ήταν κοριτσάκι, ένας άντρας, ένας γείτονας, την εκμεταλλεύτηκε πολλές φορές. Αυτό που ένιωθε η Νατ σ’ εκείνες τις συναντήσεις ήταν σύγχυση – λίγη ενοχή, λίγο φόβο, αλλά κυρίως σύγχυση-, παρότι όταν κατάφερνε να ξεφύγει από κείνον συνέχιζε κανονικά τη ζωή της χωρίς προβλήματα. Ο άντρας την κάθιζε στα γόνατά του, τριβόταν πάνω της. Δεν της έκανε κακό. Ήταν καλός άνθρωπος, πολύ αγαπητός στους γονείς της Νατ, ένας γέρος άνθρωπος -έτσι τον θυμάται, γέρο, αν και δεν πρέπει να ήταν πάνω από πενήντα-, μοναχικός, φιλόμουσος, με μικρά καλοσυνάτα μάτια, που η γυναίκα του είχε πεθάνει από καρκίνο λίγα χρόνια πριν. Η Νατ δεν μπορούσε να μιλήσει άσχημα για κείνον στους γονείς της, ένιωθε πως δεν είχε το δικαίωμα να το κάνει. Παρότι άρχισε να τον αποφεύγει, και η ίδια με τον τρόπο της τον συμπαθούσε. Καθόρισε όλο αυτό τη σεξουαλικότητά της αργότερα;»

Αστραδενή
Ευγενία Φακίνου
Εκδόσεις Κέδρος

Μία από τις πιο συγκλονιστικές και σκληρές περιγραφές αποπλάνησης ανηλίκου είναι αυτή της Φακίνου στην Αστραδενή. Το μικρό κορίτσι που έχει μετακομίσει με την οικογένειά της από τη Σύμη στην Αθήνα, πέφτει θύμα του αδίστακτου γείτονά της. Ένα μεσημέρι εκείνη επιστρέφει σπίτι της ενώ η μητέρα της απουσιάζει και αποφασίζει να την περιμένει έξω από την πόρτα τους. Τότε ο γείτονας βρίσκει την ευκαιρία που έψαχνε. Της λέει πως μπορεί να περιμένει τη μαμά της μαζί του και τη βάζει σπίτι του. Λίγη ώρα μετά της επιτίθεται. Η Αστραδενή καταλαβαίνει αμέσως τι πρόκειται να συμβεί και αρχίζει να φωνάζει. Δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Το όνειρο που είχε δει ότι τη θυσιάζουνε βγαίνει τώρα αληθινό. Κι εύλογα αναρωτιέται για ποιον γίνεται αυτή η θυσία.

«Το ένα του χέρι με κρατάει από τη μέση και με το άλλο μου κλείνει το στόμα. Με πηγαίνει μέσα στην κουζίνα. Το ραδιόφωνο σιγόπαιζε. Του δίνει μια με το ‘να χέρι και το δυναμώνει. Έπαιζε κάτι τραγούδια…

Τρέμω από θυμό και φόβο.

“Κτήνος”, μουγκρίζω και του δίνω μια. Δεν μπορώ να φωνάξω!… Δεν μπορώ να φωνάξω!… Τον χτυπάω με τη σακούλα μου. Το αυγό μου τσάκισε σε χίλια κομμάτια και πετάχτηκαν έξω ασπράδια και κρόκοι. Το μήλο έλιωσε. 

Τον χτυπάω στο κεφάλι. Συνέχεια, συνέχεια. Με μανία. Ξέρω τι θέλει να μου κάνει. Το καταλαβαίνω. Όχι. Δεν θα τον αφήσω. Του χτυπάω το καλάμι με το παπούτσι μου. Θυμώνει για τα καλά.

Έχει κάνει καλά πολλές σαν κι εμένα, μου λέει…

Το χέρι του στο στόμα μου κοντεύει να μου φράξει και τη μύτη… Θα τον σκοτώσω. Θέλω να τον σκοτώσω… Να τον δω λιώμα! ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ! Αυτό ήταν το όνειρο;… Αυτή η θυσία! Γιατί όμως;… Για ποιον;… Γιατί;…

Όχι! Όχι το φουστάνι μου! Μη μου σηκώνεις το φουστάνι μου! Όχι το φουστάνι μου!  Όχι το φουστάνι μου! Μη, μη! Μη! Όχι το φουστάνι μου, το φουστάνι μου, το φουστάνι μου, το χιτώνα μου, το χιτώνα μου, όχι το χιτώνα μου! Όχι, όχι, όχι το χιτώνα μου…»