Μαραντόνα: Ένας θεός που έχανε μόνο απ’ τους διαόλους του…

Εσύ σε ποιο θεό πιστεύεις; Είναι μια ερώτηση που σηκώνει μπόλικες απαντήσεις. Απαντήσεις λαϊκές και λόγιες, θρησκευτικές και φιλοσοφικές. Άλλος θα ψάξει μες στη Βίβλο, άλλος στου Νίτσε, του Ευριπίδη, του Λιαντίνη ή του Καζαντζάκη τα γραμμένα. Όμως αν έχει δίκιο ο Μπογιόπουλος με το Ρασούλη, αν είναι όντως το ποδόσφαιρο μια “θρησκεία χωρίς απίστους”* κι ο Κούδας βρίσκει μια θέση ανάμεσα σε Βούδα κι Ιησού, τότε απάντηση άλλη δεν μπορείς να δώσεις. Σε ποιο θεό πιστεύεις; Στο Ντιέγκο.

 Δεν έχει σημασία άμα τον έχεις πρώτο στο μπακαλοτέφτερο με τους “καλύτερους όλων των εποχών”. Δεν έχει σημασία τι λες γι’ αυτόν με όρους ποδοσφαιρικούς. Να ‘μαστε ξηγημένοι, έλαμπε ο Ντιεγκίτο μες στα γήπεδα. Κι αν είσαι απ’ τους Θωμάδες που ψάχνουνε πληγή να βάλουνε το δάχτυλο για να πειστούν, τράβα να κάνεις την ερώτηση στην εθνική Αγγλίας του ‘86. “What happened?” ρώτα τους, έχουν ακόμα την πληγή ανοιχτή, δεν κλείνει εύκολα τέτοιο χουνέρι. (Κι άμα σου πουν για χέρια, ξέρεις. Του θεού!). Όμως δεν έχει σημασία. Αυτά που έκανε στο γήπεδο, είναι για οπαδούς και για ποδοσφαιρόφιλους. Ο Μαραντόνα ήταν θεός, όχι γιατί το πόδι του μίλαγε στη μπάλα με λόγια ομορφότερα απ’ όσα ξεστόμισε ποτέ του ο Δον Ζουάν σε ερωμένη. Ήταν θεός γιατί  το κόρτε αυτό της το ‘κανε σαν πιτσιρίκος ντροπαλός και σαν αληταράς αδιάφορος. Όχι το ένα ή το άλλο, μα και τα δυο μαζί!

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το παρακάνω μάλλον με τις θρησκευτικές μεταφορές, μα είν’ αλήθεια: δυο φύσεις είχε μέσα του, όσα και τα ονόματά του. Δεν ξέρω αν ήταν ο Ντιέγκο που έπαιζε κάθε αγώνα με την αγνή χαρά του πιτσιρίκου – εκείνου που ‘χει μάθει να παίζει στο σκοτάδι, γιατί στη γειτονιά του ο δήμος δεν το ‘χε για σημαντικό να βάζει φως στους δρόμους (“…στο γήπεδο με τόσους προβολείς, ήταν πανεύκολο!”). Δεν ξέρω αν ήταν ο Αρμάντο, που κυκλοφορούσε αγκαζέ με τη μαφία στη Νάπολη, ο τύπος που ‘μπλεξε με τα ναρκωτικά και που το τέλος της καριέρας του τον έπιασε “ντοπέ”, να κρεμάει μια χρυσή φουρνιά στο μουντιάλ του ‘94. Μα ξέρω πως ήταν ο Μαραντόνα: πολύ θεός για να τον κερδίσουν άνθρωποι, πολύ άνθρωπος για ν’ αντέξει στους σατανάδες του.

Δεν ήτανε στην έρημο που του την έπεσε ο διάολος. Ήταν στο ποδοσφαιρικό χωριό που έγινε πόλη εξαιτίας του. Στη Νάπολι που κρέμονταν απ’ το γκρεμό, και που την έφτασε σχεδόν μονάχος του στην κορυφή της Ιταλίας. Ο πιο ζόρικος τίτλος της εποχής εκείνης ήτανε το Καμπιονάτο. Δύο φορές της τον πρόσφερε, μαζί μ’ ένα Ουέφα. Θαύμα! (Το πρώτο ήταν; Ένα μουντιάλ που ανάθεμα, το πρόσφερε σε μιαν Αργεντινή κακή σχεδόν, και 4 χρόνια μετά, ένας χαμένος τελικός που ‘φερε δάκρυα στα μάτια του “Μεσσία”). Μα είπαμε, τα θαύματα-θαύματα, αλλά η Νάπολι είχε και διαόλους.

Η μαφία τον πλεύρισε νωρίς. Λέγανε πως εκείνη ήταν που έδωσε τα χρήματα για να τον φέρει στην ομάδα – ο άξιος μονομάχος της για (άρτο και) θεάματα. Κι όταν εκείνος έγινε άγαλμα στην πόλη, η ίδια μαφία (λένε) πήρε απόφαση να τον τελειώσει. Δεν της χρειάστηκαν σταυροί και δικαστήρια. Ήταν ο ίδιος αρκετός…

Να πω την αμαρτία μου, δεν είμαι πια και σίγουρος για όλα τούτα. Μπορεί να το ‘φαγε απ’ την αρχή μονάχος το (ποδοσφαιρικό) κεφάλι του ο Ντιεγκίτο. Δεν έχει σημασία πια. Το μύθο του τον έγραψε, κι άμα δεν είχε κάνει αυτά που έκανε θα ήταν άλλος μύθος. Κι αν μερικές φορές οι άνθρωποι δίνουμε παραπάνω σημασία στην αρλούμπα αυτή που τη σκεφτήκαμε για τρομερή φιλοσοφία, αν παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτό με τα “στερνά” που “τιμούν τα πρώτα”, τουλάχιστον ας αποδίδουμε στο θεό τα του θεού. Τι φταίει αυτός αν ήτανε μαζί και Καίσαρας;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πλάι στην εικόνα του “χοντρού” της κοκαϊνης λοιπόν, μην το ξεχνάς να βάζεις πάντα την εικόνα του “αφάνα” που κάνει ζέσταμα με “live is life” και τα κορδόνια του λυμένα. Την εικόνα του ανθρώπου που τα ‘βαζε ως και με τον Πάπα, γιατί δεν λέει να πουλήσει τις χρυσές του στέγες για να φάνε τα παιδιά. Να ‘χεις την εικόνα ενός ανθρώπου που έγινε ποπ σύμβολο, μα είχε διάολε το θράσος να μιλάει. Ο,τι κι αν ήτανε αυτό που ‘χε να πει, όποιος και να ‘σουνα, θα στο ‘λεγε. Κι αν έφερε άνθρωπος (;) μια επανάσταση μέσ’ από το ποδόσφαιρο, αν έγινε λαϊκός ήρωας, όχι μονάχα για τα γκολ, μα για το είναι του, αυτός ήταν ο Ντιέγκο. Αυτό να ‘χεις να θυμάσαι, τώρα που ο άνθρωπος ετούτος πέθανε.

Αλλ’ αν βρεθείς ποτέ σου στο Ροζάριο, άναψ’ ένα κεράκι στην εκκλησία του Μαραντόνα. Γιατί οι θεοί, χαζέ, δεν πεθαίνουν. Γι’ αυτό τους έχουμε…

*Μαζί με το Νίκο Μπογιόπουλο, το βιβλίο “Ποδόσφαιρο: Μια Θρησκεία Χωρίς Απίστους” υπογράφει κι ο Δημήτρης Μηλάκας. Για λόγους ροής κειμένου, δεν μπόρεσα να βάλω τ’ όνομά του μες στο κείμενο, το αφήνω εδώ κι ελπίζω να με συγχωρέσει.