Μόνα Λίζα: Η κλοπή του αινιγματικού χαμόγελου

Η Μόνα Λίζα (γνωστή και ως Τζιοκόντα, ή Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο είναι προσωπογραφία που ζωγράφισε ο Ιταλός καλλιτέχνης Λεονάρντο ντα Βίντσι. Πρόκειται για ελαιογραφία σε ξύλο λεύκης, που ολοκληρώθηκε μέσα στη χρονική περίοδο 1503-1519. Αποτελεί ιδιοκτησία του Γαλλικού κράτους και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. Κι όμως για δύο χρόνια περίπου, η τύχη του πιο διάσημου χαμόγελου αγνοούταν. Στις 21 Αυγούστου 1911, η Μόνα Λίζα κλάπηκε από το Μουσείο του Λούβρου.

Η κλοπή διαπιστώθηκε την επομένη ημέρα από τον ζωγράφο Λουί Μπερού, όταν στις 11 η ώρα παρατήρησε με έκπληξη ότι ο πίνακας απουσίαζε από τη θέση του. Ο Μπερού συνήθιζε να ζωγραφίζει αντίγραφα της Τζοκόντα και να τα πουλά στους επισκέπτες του Μουσείου κάθε πρωί. Στο σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται ο πίνακας, υπήρχαν τέσσερις σιδερένιοι πάσσαλοι. Ο Μπερού είχε ενημερώσει αμέσως τον υπεύθυνο της ασφάλειας εκείνου του τομέα. Λίγες ώρες αργότερα, ο Μπερού μαζί με τον επικεφαλής της ασφάλειας επικοινώνησαν με τον επικεφαλής του τομέα, επιβεβαιώνοντας πως η Μόνα Λίζα  δεν υπήρχε πουθενά. Αμέσως στο μουσείο είχε σημάνει συναγερμός και μάλιστα έκλεισε για μια εβδομάδα ώστε να διευκολυνθεί η έρευνα για την κλοπή. Οι γαλλικές αρχές δεν σφράγισαν μόνο τις εισόδους του μουσείου, αλλά και τα σύνορα της Γαλλίας. Η κλοπή είχε μαθευτεί σχεδόν αμέσως και την επόμενη μέρα η είδηση είχε φιλοξενηθεί στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων όλου του κόσμου.

Αμέσως άρχισαν εξονυχιστικές έρευνες και ένα κυνήγι μαγισσών για να εντοπίσουν τον κλέφτη, μα πιο πολύ να βρουν τον πίνακα, που ήταν τεράστιας καλλιτεχνικής και οικονομικής αξίας. Η κυβέρνηση της Γαλλίας δε δίστασε να επικηρύξει με ένα τεράστιο ποσό τους υπαίτιους αυτής της απάτης. Η Τζοκόντα δεν μπορούσε να βρεθεί πουθενά και χιλιάδες Γάλλοι περνούσαν μπροστά από την άδεια θέση της στο μουσείο κλαίγοντας σα να είχαν χάσει κάποιον συγγενή τους. Κανένας δεν πίστευε ότι η Μόνα Λίζα θα βρισκόταν. Για την κλοπή θεωρήθηκαν υπεύθυνοι και πολλοί καλλιτέχνες όπως ο Γάλλος ποιητής Γκιγιώμ Απολλιναίρ, ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ο Απολλιναίρ προσπάθησε να εμπλέξει στην υπόθεση τον φίλο του, Πάμπλο Πικάσο, που τότε ήταν ανερχόμενος ζωγράφος, ο οποίος επίσης ανακρίθηκε, αλλά αργότερα και οι δύο απαλλάχθηκαν των κατηγοριών. Βέβαια, ο Τύπος της εποχής τους είχε ήδη καταδικάσει. Η «Paris Journal» είχε γράψει: «Ο Απολινέρ είναι αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας». Τρομοκρατημένος ο ποιητής πρόλαβε να γράψει στίχους στο κελί του, προτού πέσει σε βαθιά μελαγχολία. Η σύντομη κράτησή του και οι ανυπόστατες εις βάρος του κατηγορίες αμαύρωσαν σοβαρά τη φήμη και την αξιοπιστία του.

Παρά τις εντατικές έρευνες, ο πίνακας παρέμενε εξαφανισμένος. Παρόλα αυτά, στις 29 Νοεμβρίου 1913, ο ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, αφού λάμβανε μια εύλογη αμοιβή. Ο γκαλερίστας, έκλεισε ραντεβού με τον Βιντσέντσο και είδε από κοντά τον πίνακα. Παράλληλα είχε ειδοποιήσει και την αστυνομία όπου και τον συνέλαβε.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Λεονάρντο Βιτσέντσο ή  Βιντσέντσο Περούτζια, ήταν υπάλληλος του Λούβρου, ο οποίος είχε μπει στο μουσείο κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας, κρύφτηκε σε μία ντουλάπα και βγήκε από το μουσείο αφού αυτό είχε κλείσει, κρύβοντας τον πίνακα κάτω από το παλτό του (ο πίνακας έχει μέγεθος 0,53 x 0,77 μ.). Ο Ιταλός Περούτζια θεωρούσε ότι ο πίνακας του Λεονάρντο έπρεπε να επιστραφεί στην Ιταλία και να εκτίθεται σε ιταλικό μουσείο. Ο Βιντσέντζο Περούτζια καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη στην Ιταλία, αλλά η ποινή του μειώθηκε σε επτά μήνες και οκτώ μέρες καθώς του αναγνωρίστηκε από το δικαστήριο το ελαφρυντικό της πνευματικής υστέρησης.
 
Η Μόνα Λίζα εκτέθηκε στο Μουσείο Ουφίτσι. Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60.000 άνθρωποι την κατευόδωσαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι της ταχείας Μιλάνου – Παρισίων και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.

[metaslider id=34833 cssclass=””]