Ο φανταστικός κόσμος του Χόρχε Λουίς Μπόρχες

«Ούτε κι αν νιώθω τόσο δικό μου αυτό το φωτεινό, σα γιορτή,
μέτωπο σου
ούτε κι αν συνηθίσω το κορμί σου, ακόμα μυστηριακό και σιωπηλό,

ακόμη κοριτσίστικο,
ούτε την αδιάκοπη πορεία της ζωής σου, που μια γίνεται λόγια,
μια σιωπές,
τίποτα πιο αινιγματικό δε θα μπορέσεις να μου δώσεις
πέρ’ απ’ το να κοιτάζω τον ύπνο σου
τυλιγμένο μες στην αγρύπνια των χεριών μου.

Θα ξεχυθώ μες στη γαλήνη Σου
να εξερευνήσω την πιο απόμακρη ακτή σου
κι ίσως σε δω, πρώτη φορά,
έτσι όπως θα πρέπει να σε βλέπει κι ο Θεός,
με γκρεμισμένο το μύθο του Χρόνου,
δίχως τον Έρωτα, χωρίς εμένα»

Από το «Ερωτικό Προαίσθημα»

Στις 24 Αυγούστου 1899 γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές. Παρόλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του (όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού), ο Μπόρχες ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός.

Μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον αστών και φιλότεχνων, διάβαζε πολύ και άκουγε κλασσική μουσική. Είχε αδυναμία στον Σαίξπηρ και τους Έλληνες Σοφιστές.

Υπήρξε, ίσως, ο πιο οικουμενικός συγγραφέας του 20ού αιώνα. Είχε την ατυχία να ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του τυφλός. Τουλάχιστον, όσον αφορά το ιατρικό κομμάτι. Κληρονόμησε την πάθηση από τον πατέρα του, που και ο ίδιος είχε χάσει την όρασή του από πολύ νέος.

Πόσο τυφλός όμως μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που όλο του το έργο περιστρέφεται γύρω από τις αγωνίες και τα πάθη των ανθρώπων; Όταν μπορεί να δει τα δύσκολα και τα φοβισμένα…

Στα έργα του μιλούσε συχνά για τον φόβο των ανθρώπων να συνειδητοποιήσουν και να αποδεχτούν την προσωρινότητα τους.  Να νιώσουν πως η παρουσία τους εδώ είναι για λίγο και αυτό που έχει σημασία είναι να ζήσεις με σεβασμό.

Ως γνήσιος αργεντινός λάτρευε τη φύση και τις ιστορίες της λαϊκής υπαίθρου. Γινόταν λυρικός, οδυνηρός και ακριβής, έβαλε την ποίηση στα μαθηματικά και τη μεταφορά στην κυριολεξία, κατέληγε να είναι πάντα ένας άλλος από αυτό που όλοι περίμεναν και από την ταυτότητα που ο ίδιος προσδοκούσε για τον εαυτό του. Δεν ανήκε ποτέ σε κάποια «σχολή» ούτε αγαπούσε τις κολακείες, ίσως γιατί το απόλυτο ιδανικό του παρέμενε πάντα αυτό του άστεγου ιδαλγού-ευγενή, που περιφερόταν με άνεση ανάμεσα στα διηγήματα, τους μύθους, τα ποιήματα και στην μοναδική ικανότητα που είχε να περιφρονεί τις προσδοκίες που είχαν οι άλλοι για εκείνον.

Υπερασπίζεται τους αδύναμους και κάνει λόγο για τα «ωραία λάθη» στην τέχνη, που γέννησαν με την σειρά τους μια νέα τέχνη. Έλεγε σε νεότερους να μην αναλώνονται σε κλειστά κείμενα και τυπολατρίες. Να προτιμούν την ελεύθερη έκφραση και στόχος τους να είναι όχι ένα καλό βιβλίο, αλλά ένα αληθινό. Μια ιστορία που ταξιδεύει από το αρχέγονο ένστικτο αναζήτησης που οι ποιητές βασανίζονται, μέχρι την ανακάλυψη  του ιδανικού τους.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεν περιφρονεί την γλώσσα και τα όρια της. Αντιθέτως, έχει μελετήσει πολύ καλά και αυτό που νιώθεις όταν πάρεις ένα βιβλίο του Μπόρχες στα χέρια σου, είναι ότι θέλεις να διαβάσεις. Να διαβάσεις για κέλτικη μυθολογία, το έπος των Νιμπελούνγκεν, αργεντίνικους μύθους, αγγλοσαξονικές ιστορίες αγάπης. Μέσα από τους λαβυρίνθους του, τα όνειρα, τους καθρέφτες, την απέραντη γνώση που ένας τυφλός έχει ανάγκη να καθοδηγήσει για να φτιάξει το δικό του σύμπαν.

Η επίδραση που έχει στον συγγραφικό κόσμο –και όχι μόνο- είναι τεράστια. Για χάρη του ο Δημήτρης Καλοκύρης και ο Αχιλλέας Κυριακίδης, αφότου τον πρωτοδιάβασαν, στα αγγλικά ο πρώτος, στα γαλλικά ο δεύτερος, έμαθαν ισπανικά για να τον μεταφράσουν. Οι συστηματικοί μεταφραστές του – όπως ήταν και ο Τάσος Δενέγρης – συγκέντρωσαν τις μεταφράσεις τους σε δύο τόμους που πρωτοκυκλοφόρησαν από τα Ελληνικά Γράμματα (Απαντα τα πεζά, 2005 και Ποιήματα, 2006).

Ο Χάρολντ Μπλουμ, ένας από τους επιφανέστερους κριτικούς που εμφανίστηκαν μεταπολεμικά στις ΗΠΑ και πνευματικό παιδί του μοντερνισμού, γράφει πως ο Μπόρχες «αντικατέστησε τον Τσέχοφ ως τη μείζονα μορφή επίδρασης στο διήγημα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα», και φυσικά αυτή η δήλωση δεν μένει απαρατήρητη.

Ο Αργεντινός συγγραφέας μελετάει πολύ τους Έλληνες φιλοσόφους. Όμως και η Ελλάδα τον αγαπάει. Ο Αρης Δικταίος μεταφράζει στο περιοδικό Κύκλος το ποίημα «Dulcia linquimus arva», στο πλαίσιο μιας τολμηρής πρωτοβουλίας να εισαγάγει στην Ελλάδα ισπανόφωνους συγγραφείς.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 τον μεταφράζει ο Γ. Δ. Χουρμουζιάδης στη Νέα Εστία και ο Νάνος Βαλαωρίτης στο περιοδικό Πάλι. Την έναρξη της συστηματικής ενασχόλησης με τον Μπόρχες σηματοδοτούν τη δεκαετία του 1970 οι πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις έργων του στα ελληνικά Λαβύρινθοι (1974), Η αναφορά του Μπρόντι (1974), Ιστορίες (1975), Ανθολογία (1979), η οποία κορυφώνεται εκδοτικά την επόμενη δεκαετία με την κυκλοφορία μιας νέας μετάφρασης κάθε χρόνο. Το 1982 ο Δημήτρης Καλοκύρης ιδρύει το περιοδικό Χάρτης γύρω από το οποίο συσπειρώνεται μια ομάδα μυημένων στον Μπόρχες και στην ισπανόφωνη λογοτεχνία (Νάσος Βαγενάς, Αχιλλέας Κυριακίδης, Φίλιππος Δρακονταειδής, Γιώργος Χουλιάρας κ.ά.). Στο εκδοτικό σημείωμα παρατίθεται απόσπασμα από το διήγημα «Περί της ακριβείας εν τη επιστήμη» του Μπόρχες για την «Τέχνη της Χαρτογραφίας». Τον επόμενο χρόνο το περιοδικό αφιερώνει το όγδοο τεύχος του στον Μπόρχες, ο οποίος φτάνει στην Κρήτη τον Μάιο του 1984 για να αναγορευθεί διδάκτωρ από τη Φιλοσοφική Σχολή του Ρεθύμνου.

Στην αντιφώνηση του ο Μπόρχες αναφέρει «Πέρασα τη ζωή μου διαβάζοντας και, αλίμονο, γράφοντας ποίηση. Κι όλη η ποίηση έρχεται, όπως ξέρουμε τουλάχιστον εμείς στη Δύση, από την Ελλάδα. Η Ελλάδα μάς έδωσε επίσης τη φιλοσοφία. Και τώρα μπορείτε να διαλέξετε. Μπορείτε να με θεωρήσετε έναν έλληνα εξόριστο στη Νότια Αμερική που επιστρέφει στην πατρίδα του ή να πείτε ότι ήμουν πάντα στην Ελλάδα – εννοώ πνευματικά, όχι σωματικά».

Το πάνθεον των ελλήνων φιλοσόφων του Μπόρχες περιλαμβάνει τους Στωικούς («Ιστορίες της νύχτας»), τον Πυθαγόρα («Το φεγγάρι»), τον Σωκράτη («Το παρελθόν»), τον Αριστοτέλη («Ρόντα»), τον Πλωτίνο («Μπέππο»).

Η διεθνής φήμη του Μπόρχες ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το 1961 μοιράστηκε με τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Φορμεντόρ. Η ιταλική κυβέρνηση τον ονόμασε Commendatore, ενώ το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν τον κάλεσε για ένα χρόνο. Αυτό οδήγησε στην πρώτη περιοδεία διαλέξεων του Μπόρχες στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν οι πρώτες μεταφράσεις έργων του στα αγγλικά το 1962, και τα επόμενα χρόνια περιοδείες στην Ευρώπη και την περιοχή των Άνδεων στη Νότια Αμερική. Το 1965 τιμήθηκε με διάκριση από τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β΄.

Δεν του απενεμήθη ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Του δόθηκε το Βραβείο Ιερουσαλήμ το 1971, το οποίο δίδεται σε συγγραφείς που ασχολούνται με θέματα ανθρώπινης ελευθερίας και κοινωνίας. Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Γενεύη και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο (Πλενπαλέ).