Ο Μίκης Θεοδωράκης γίνεται 96 ετών: Έζησα έτσι τη ζωή μου «μέσα στην ερημία του πλήθους»

Ο βραβευμένος με Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1983, Μίκης Θεοδωράκης, είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, με έντονη πολιτική και ακτιβιστική δράση. Συγκεντρώσαμε αποσπάσματα από συνεντεύξεις του, έτσι ώστε να μπορέσουμ να γνωρίσουμε μέσα από τα λόγια και τις σκέψεις του, τον Έλληνα που σφράγισε με τις πράξεις και την μουσική του, την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.

Η μοναξιά πράγματι αποτελεί προϋπόθεση για την δημιουργική πράξη. Επειδή ξεκίνησα από πολύ νωρίς την σχέση μου με την Τέχνη και φυσικά περισσότερο με την Μουσική, έμαθα να νοιώθω μόνος κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, σε σημείο οι άλλοι να μην υπάρχουν καν για μένα, ακόμα και όταν ο άλλος εαυτός μου, ο αγωνιστής, με οδηγούσε σε χρονοβόρες, ψυχοφθόρες έως και σαρκοφάγους θυσίες εναντίον του εαυτού μου για χάρη των άλλων! Έζησα έτσι τη ζωή μου «μέσα στην ερημία του πλήθους», για να δανειστώ ένα στίχο του Αναγνωστάκη, γεγονός που μου επέτρεψε να αφιερωθώ ολοκληρωτικά στη μουσική σύνθεση ειδικά και γενικότερα στην Φιλοσοφία και την Τέχνη.

Δυστυχώς το κύριο μέλημα των κομμάτων που μας κυβέρνησαν έως σήμερα, υπήρξε η κατάκτηση και διατήρηση της εξουσίας. Έτσι το μεγαλύτερο και ζωτικότερο μέρος ηγεσιών και λαού καταναλώθηκε σ’ ένα πυγμαχικό αγώνα που συνεχίζεται, με τα φώτα στραμμένα στο ρινγκ και με τα προβλήματα να χρονίζουν και να σαπίζουν. Πιστεύω ακράδαντα ότι μια Ενωμένη Αριστερά από το ΄74 και πέρα θα οδηγούσε τη χώρα μας σε εντελώς διαφορετικές εξελίξεις απ’ αυτές που μας καταδικάζουν σε σχεδόν αξεπέραστα εθνικά αδιέξοδα. Όσο για το τι θα μπορούσε να είναι σήμερα και τι θα ήταν ικανή να κάνει, το ερώτημα αυτό απαιτεί «θεϊκές» ιδιότητες για να απαντηθεί.

Σ’ αυτή τη ζωή τη δύσκολη – διότι η ύπαρξη είναι πάρα πολύ δύσκολη – αν θέσουμε το ερώτημα τι κάνουμε εδώ στη γη, μπορεί να συντριβούμε κάτω από την απάντηση. Εμένα μου αρέσει η ζωή. Ξεκίνησα με καλές εντυπώσεις γιατί έζησα τα παιδικά μου χρόνια σε ένα πολύ ωραίο περιβάλλον, στη Μυτιλήνη απέναντι στη Μικρά Ασία. Έξω από τη Μυτιλήνη υπήρχε ένα προάστιο που λεγόταν Βαριά, πάνω στη θάλασσα. Οι γονείς μου ήταν νέοι, ζούσαν μια ωραία ζωή. Είχαμε γραμμόφωνο κι έβαζα εγώ το τσάρλεστον κι όλο το βράδυ χορεύανε τα ζευγάρια. Ήμουν το μοναδικό παιδί. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα της χαράς, του πανηγυριού, νόμιζα ότι έτσι είναι η ζωή. Μετά πηγαίναμε στη θάλασσα όλη τη μέρα, κάναμε εκδρομές, τρώγαμε όλοι μαζί. Αυτά μου έμειναν. Ήταν όμορφη η φύση, πολλά λουλούδια, η θάλασσα είχε το ωραιότερο μπλε που έχει υπάρξει ποτέ. Τα πλοία περνούσαν, το «Αλμπέρτα», ένα άσπρο πλοίο της γραμμής, ήταν μαγικό για μένα, γι’ αυτό αγάπησα πολύ τη θάλασσα. Όλα αυτά μου άρεσαν πολύ.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μου αρέσουν τα χρώματα, μου αρέσει η θάλασσα πάρα πολύ. Τα καλοκαίρια κοιμόμασταν έξω, στρωματσάδα, κάτω από τα δέντρα και τον ουρανό και το πρωί ξυπνάγαμε και πηγαίναμε στη θάλασσα κατευθείαν. Εκεί λοιπόν ο πατέρας μου άρχισε να μου κάνει το μάθημα του χάρτη του ουρανού, διάβαζε αστρονομία. Μου είπε ότι είμαι κι εγώ ένα μέρος από αυτά τα ουράνια σώματα. Νόμιζα ότι αυτή είναι η ζωή. Δηλαδή είναι σε ένα μέρος το οποίο δεν ήταν πολύ μακρινό, ήταν πολύ κοντά.

Και τότε ενδομύχως όταν έγραψα τα πρώτα τραγούδια μου αισθάνθηκα ότι κάθε τραγούδι είναι ένα αστέρι. Σκέφτηκα ότι θέλω κι εγώ να φτιάξω ένα στερέωμα. Και λέω πώς θα κάνω αστερισμούς; Άρχισα από τότε να συνδέω τα έργα μου, το ένα με το άλλο ώστε να αποτελούν συμπλέγματα αστερισμών. Δηλαδή έγραφα ένα έργο, μετά ένα τραγούδι, μετά έγραφα μια συμφωνία, ένα κοντσέρτο.

Αυτή την αίσθηση την οποία μου έδινε η μουσική δεν μπορούσα να την αποκτήσω με άλλο τρόπο παρά μόνο με την περιφρόνηση του θανάτου. Έκανα τα πάντα για να προκαλώ το θάνατο. Είχα βγάλει τη φήμη πλέον ότι έμπαινα μέσα σ’ όλα. Δεκατρείς μέρες πολέμησα στα Δεκεμβριανά. Έτρεχα μέσα στη μάχη συνεχώς. Δεν με βρήκε σφαίρα, δεν με ήθελε ο θάνατος. Όταν αψηφάς το θάνατο δε σε θέλει κιόλας. Ήταν τρόπος ζωής. Έτσι και με τη μουσική. Η μουσική μου περνούσε τα όρια. Μ’ αυτήν κέρδιζα το θάνατο του σώματος μου, πέθαινε το σώμα και ζούσε η ψυχή. Ήμουν μια ψυχή. Δηλαδή είχα νικήσει πάλι το θάνατο. Όμως έχω φόβο και είχα πάντα. Για το σκοτάδι. Δεν το μπορώ. Δεν είναι κάτι που μπορώ να το αντιμετωπίσω. Η φαντασία μου μέσα το σκοτάδι οργιάζει. Ακόμα και τώρα που είμαι μεγάλος δεν μπορώ να μείνω σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς να είναι άλλος μαζί. Θα δω αμέσως με τη φαντασία μου κάποιον από πίσω. Η φαντασία μου γεννάει ένα τέρας που με παρακολουθεί.

Θυμάστε τον στίχο από το «Άξιον Εστί»; «Μνήμη του Λαού μου σε λένε Πίνδο, σε λένε Άθω». Παρατηρώ ότι εκείνο που σώζει τους Λαούς είναι αυτή η Μνήμη, αυτή η αυτογνωσία, αυτή η πίστη στις δικές του διαχρονικές αξίες… Παραδέχομαι όμως ότι ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε η σημερινή καταλυτική για όλη την ανθρωπότητα συγκυρία. Να έχουμε δηλαδή πάνω απ’ το κεφάλι μας μια χώρα όπως οι ΗΠΑ με τόσο πλούτο και τόση δύναμη καταστροφής στην υπηρεσία μιας οικουμενικής στρατηγικής με τρεις βασικούς στόχους: Πόλεμο, Καταστροφή, Θάνατο! Και το πιο απογοητευτικό για μένα είναι το γεγονός ότι όχι μόνο δεν υπάρχει αφύπνιση και αντίσταση σ’ αυτήν την υπέρ-βαρβαρότητα –ειδικότερα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα- αλλά θα ‘λεγα ότι ο κρυπτό-φιλοαμερικανισμός κυριαρχεί παντού με ποικίλα προσωπεία, ώστε να κρατά τους φοβισμένους λαούς υπνωτισμένους και ακίνδυνους. Κάπως έτσι δεν θα πρέπει να είναι ο ορισμός του «ραγιά»;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεν γίνεται κανείς μουσικός γιατί το αποφασίζει και μόνο. Ο καλλιτέχνης δημιουργός γεννιέται και καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να τον σταματήσει. Φτάνει να πιστεύει στον εαυτό του και να έχει παντού και πάντοτε τα μάτια της ψυχής και του νου του ορθάνοιχτα και τη συνείδησή του άγρυπνη.

Για να γίνεις «διεθνής», δηλαδή να σε αναγνωρίζουν οι άλλοι λαοί, θα πρέπει να είσαι πρώτα «εθνικός». Δηλαδή να εμπνέεσαι από τις παραδόσεις σου και να έχεις ταυτιστεί μαζί τους, ώστε να μπορέσεις να τις εκφράσεις με το έργο σου, έτσι που η προσωπικότητά σου να αποκτήσει μια τέτοια και τόση ιδιαιτερότητα, που να μπορεί να υπερβεί τα σύνορα της χώρας σου. Τότε γίνεσαι «διεθνής», γιατί κατάφερες να είσαι όσο γίνεται πιο τέλεια «εθνικός». Στην περίπτωσή μας, Έλληνας.

Εκείνο που αποτελεί την βάση της έμπνευσής μου στο αρχαίο δράμα είναι ο συνδυασμός του ποιητικού λόγου με τα δραματικά στοιχεία. Η παρέμβαση του σκηνοθέτη είναι ότι ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο, με τον οποίο ερμηνεύει και ξαναζωντανεύει τον ενιαίο κόσμο της τραγωδίας κινώντας και αντιπαραθέτοντας καταστάσεις και πρόσωπα. Με άλλα λόγια ο συνθέτης εμπνέεται από τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη συγχρόνως, γιατί άλλο είναι ένα άψυχο κείμενο και άλλο μια ζωντανή παράσταση. Γι’ αυτό κι εγώ ζητούσα απ’ τον εκάστοτε σκηνοθέτη να μου περιγράψει τον κάθε χαρακτήρα και την κάθε σκηνή και να μου λέει πώς ο ίδιος φαντάζεται τη μουσική.

Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε, σαν σήμερα, στις 29 Ιουλίου 1925!

Πηγές: Περιοδικό Μένσα, Προσωπικό αρχείο Γιώργου Λιάνη, Ταχυδρόμος, Δίφωνο, Τα Νέα, Πανεπιστήμιο Θεατρικών Σπουδών, τμήμα Μουσικολογίας