«Το θέατρο σε κρίση: Η επόμενη μέρα» του Σάββα Πατσαλίδη

Προσπαθώ να σκεφτώ, να μαντέψω καλύτερα, πώς θα είναι το θέατρο μόλις μας αφήσει επιτέλους ο μπαμπούλας του κορονο-ιού. Ποια θα είναι τα δρομολόγιά του,  οι δομές του, οι επιλογές του, οι οικονομικές του δυνατότητες, η φιλοσοφία και τα κριτήριά του; Θα συνεχίσει όπως παλιά; Θα συνεχίσει  από εκεί όπου σταμάτησε λες και δεν έγινε τίποτε στο μεσοδιάστημα ή θα τολμήσει να κάνει ριζικές αλλαγές, αφήνοντας  πίσω τις παθογένειές του και κρατώντας μόνο τα καλά στοιχεία, εκείνα που θα μπορούσαν να του διασφαλίσουν  ένα  όσο γίνεται  υγιέστερο και βιώσιμο αύριο;

Και ο θεατής; Θα επιστρέψει με τις ίδιες απαιτήσεις ή όχι; Θα εμφανιστούν καινούργιοι θεατές, δημιούργημα των άπειρων διαδικτυακών  προβολών  παραστάσεων;  Οι σαραντάρηδες και οι  πενηντάρηδες (αυτοί που κάνουν το ταμείο στα θέατρα) θα επιστρέψουν;  Και οι κρατικοί φορείς τι θα κάνουν; Θα φανούν πιο γενναιόδωροι (ως οφείλουν)  απέναντί του ή θα βάλουν άλλες προτεραιότητες; Εύκολες οι ερωτήσεις, δύσκολες οι απαντήσεις.

Η ιστορία έχει δείξει πως μετά από κάθε μεγάλη κρίση το θέατρο βγαίνει πληγωμένο μεν αλλά πιο ώριμο, πιο υποψιασμένο, πιο τολμηρό,  πιο αποφασισμένο και πιο δεκτικό στην αυτοκριτική. Δείτε τι έγινε μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, μετά το Οικονομικό κραχ στην Αμερική, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, μετά τον Μάη του 68. Οπότε η απάντηση μου στα παραπάνω ερωτήματα είναι εν πρώτοις  ναι, μετά από ένα, τέτοιας εμβέλειας, τραυματικό σοκ ο χώρος θα βιώσει αλλαγές σε όλα τα επίπεδα, μόνο που αυτές δεν θα γίνουν άμεσα αισθητές .

Η θεατρική ζωή μέσα στο 2021 θα προσπαθήσει να ξαναβρεί την κανονικότητά της ή έστω κάποια κανονικότητα. Και σε ένα βαθμό, κουτσά στραβά,  θα το πετύχει.  Όμως, τα πολλά αγκάθια θα φυτρώσουν και θα δείξουν την αγριάδα τους αργότερα : στο χρονικό τέντωμα της  οικονομικής  κρίσης, η οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς ,δεν πρόκειται να περάσει έτσι εύκολα και αναίμακτα. Θα κρατήσει τουλάχιστο μια πενταετία, χρονικό διάστημα όπου πάρα πολλά μπορούν να συμβούν σε επίπεδο κυρίως λειτουργίας και φυσιογνωμίας του χώρου.  Αν  λάβουμε υπόψη ότι οι προτεραιότητες των περισσοτέρων κυβερνήσεων (τουλάχιστο των ευρωπαϊκών που γνωρίζουμε καλύτερα) θα στραφούν, για άλλη μια φορά, σε άλλους τομείς  και όχι στον πολιτισμό, ο οποίος άλλωστε δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα αλλά ένα είδος συμπληρώματος (κυρίως στην χώρα μας, δυστυχώς), αντιλαμβάνεται κανείς ότι το θέατρο, για να συνεχίσει τον σημαντικό ρόλο που πάντα είχε στην παιδεία και την ψυχαγωγία των πολιτών, πρέπει υποχρεωτικά να σκαρφιστεί άμεσα στρατηγικές ανασύνταξης, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τα δεδομένα της νέας αγοράς καθώς και μιας ενδεχόμενης νέας πελατείας (που θα είναι αρκετά διαφορετική από τη γνώριμη πελατεία).

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σε ό,τι αφορά τα δικά μας πεπραγμένα,  η εκτίμησή μου λέει ότι το αμεσότερο και εμφανέστερο σύμπτωμα της κρίσης θα είναι  η συρρίκνωση του όγκου των εναλλακτικών και γενικά των μικρών σχημάτων και κατά συνέπεια και των 1000 και 1500 παραστάσεων τον χρόνο. Ορισμένα από τα σχήματα της τελευταίας δεκαετίας θα εγκαταλείψουν και κάποια άλλα ενδεχομένως θα απορροφηθούν από τα μεγάλα «μαγαζιά» ( «θεατρικά τραστ»), τα οποία προβλέπω ότι θα είναι σε ακόμη πλεονεκτικότερη/ισχυρότερη  θέση να χαράξουν  τη γραμμή και  να επηρεάσουν τη φυσιογνωμία του χώρου μέσα από τις επιλογές στους. Όποιος θα  έχει τα χρήματα θα έχει και τον τελικό λόγο. Κατάληξη  πολύ  επικίνδυνη γιατί έτσι απειλείται με αποψίλωση  ο φυσικός  χώρος που τροφοδοτεί  την εξέλιξη του  κάθε θεάτρου, που δεν είναι άλλος από τον χώρο  των εναλλακτικών, των μικρών και ανεξάρτητων σχημάτων, ένας  χώρος ο οποίος παρ’ όλα τα πάμπολλα στραβά του, ήταν και συνεχίζει να είναι η μήτρα της ανανέωσης.

Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου στο blog του Σάββα Πατσαλίδη ΕΔΩ.

Βιογραφικό

Ο Σάββας Πατσαλίδης  είναι καθηγητής στο Τμήμα Αγγλικής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Είναι επίσης τακτικός συνεργάτης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Χώρος έρευνας και διδασκαλίας του αποτελούν η ιστορία του δυτικού θεάτρου και η θεωρία του.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από το 1984 μέχρι σήμερα έχει συνεργαστεί με διάφορα έντυπα με την ιδιότητα του θεατρικού κριτικού (Πόρφυρας, Ρεύματα, Ελληνικά Γράμματα, Αυλαία, (δε)κατα, εφημ. Ο Αγγελιοφόρος της Κυριακής, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Παράλλαξη). Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με τα ηλεκτρονικά περιοδικά: parallaxi, greekplay project, lavart.

Έχει δημοσιεύσει δεκατέσσερα βιβλία για το θέατρο και έχει επιμεληθεί άλλα δεκατέσσερα. Δεκάδες άρθρα του (σύνολο 160) έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σε έγκριτα περιοδικά.

Είναι μέλος του ΙΤΙ (Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου), της Ελληνικής Εταιρείας Αμερικανικών Σπουδών (Hellenic Association of American Studies), της Ελληνικής Εταιρείας Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών, της Διεθνούς Εταιρείας Κριτικών Θεάτρου, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αμερικανικών Σπουδών (European Association of American Studies), της International Federation of Theatre Research, της Γερμανικής Eταιρείας Aγγλόφωνου Θεάτρου (The German Society for Contemporarty Theatre and Drama in English, CDE), Σημειωτικής Eταιρείας (Seniotic Society), του Modern Language Association, του American Studies International, του Salzburg Seminar in American Studies , μεταξύ άλλων.

Είναι επίσης μέλος της Συντακτικής Επιτροπής των περιοδικών Journal of Greek Media and Culture, (δε)κατα, Ρεύματα, Ουτοπία, και Λογείον/Logeion, μεταξύ άλλων.

Από το 2014 μέχρι το 2019 ήταν υπεύθυνος του θεατρικού προγράμματος  του Φεστιβάλ των “Δημητρίων” του Δήμου Θεσσαλονίκης. Έξι φορές υπήρξε μέλος της επιτροπής επιχορηγήσεων του Υπουργείου Πολιτισμού. Από το 2015  είναι ο αρχισυντάκτης (editor-in-chief) του περιοδικού της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Θεάτρου (International Association of Theatre Critics) Critical Stages. Το 2017 εξελέγη πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών.