Ο Νικόλας Κουτσοδόντης απαντά στο ερωτηματολόγιο του Προυστ

Ο Νικόλας Κουτσοδόντης γεννήθηκε το 1987 στην Αθήνα από Ανδριώτες γονείς. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο πανεπιστήμιο και συμμετείχε στο ποιητικό εργαστήρι του ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος. Ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Η «Χαλκομανία» είναι η πρώτη συλλογή ποιημάτων του που βλέπει το φως.

Το διάστημα αυτό επιμελείται τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι» που θα κυκλοφορήσει σε εντός του χρόνου, με αυτή την αφορμή γνωρίζουμε τον ποιητή μέσα από τις απαντήσεις του στο ψυχογράφημα ερωτήσεων, γνωστό ως ερωτηματολόγιο του Προυστ.

Πότε και πού υπήρξατε ευτυχισμένος;
Στα παιδικά μου χρόνια, όποτε έπιανε το πλοίο στο λιμάνι της Άνδρου.
 
Αν μπορούσατε να αλλάξετε ένα πράγμα στον εαυτό σας, ποιο θα ήταν αυτό;
Το άγχος μου. Είναι πιο ενοχλητικό κι από αυγουστιάτικη μύγα το σιχαμένο. Ξέρω, ωστόσο, πώς σαν πέσει καλύτερα στην αντίληψη μου  και αποκτήσει υλικότητα, δω από τι  “δέρμα” είναι φτιαγμένο, τότε θα το στείλω στον αγύριστο.

Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Βλέπω το χρήσιμο των δυσάρεστων εμπειριών. Όσο με κουβαλάω θα βρισκουν τόπο στην ομορφιά της ποιησης.

Ποιοι είναι οι ήρωές σας στην πραγματική ζωή;
Μορφές που σε δύσκολα χρόνια εκτέθηκαν, ρίσκαραν, τόλμησαν. Ξεχωρίζω τον Λαπαθιώτη.

Ποιο χαρακτηριστικό αποδοκιμάζετε περισσότερο στους άλλους;
 Την αγένεια και το θράσος. Συμβαίνει να αναλαμβάνουν μια τέτοια δράση άτομα που είναι ή νιώθουν για κάποιον λόγο προνομιούχα. Εχω κατανόηση μόνο στα  ανασφαλή άτομα.

Πού θα θέλατε να ζείτε;

Καλά είμαι εδώ που είμαι. Νοητά ακούω από τα handsfree μου trance περπατώντας στο Βερολίνο ή βαδίζω με διπλωμένα πίσω τα χέρια στην Αβάνα, ακολουθώντας την πορεία της πρωτομαγιάς.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας ταξίδι;
Με τρένο ως τη Θεσσαλονίκη, το δίχως άλλο !

Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Με τον Γερμανό πεζογράφο Λούντβιχ Ρεν. Πρόδωσε την αριστοκρατική του καταγωγή, πολέμησε με τις Διεθνείς ταξιαρχίες, ως βουλευτής στην Ανατολική Γερμανία εργάστηκε για την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας κι έζησε όλη του τη ζωή με δύο άντρες. Βρίσκονται και οι τρείς ακόμα  μαζί, στο σοσιαλιστικό νεκροταφείο, δίπλα στη Ρόζα. Τον λες και ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες;
Είμαι ρωσόφιλος στην κλασική μουσική: Τσαϊκόφσκι, Χατσατουριάν, Προκόφιεφ και Σοστακόβιτς.

Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά σας;
Συχνά κατορθώνω να νιώσουν οικεία άνθρωποι που μόλις έχω γνωρίσει.

Τι εκτιμάτε περισσότερο στους φίλους σου;
Την ειλικρίνεια και την ικανότητα να συζητούν.

Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
Το “Δωμάτιο του Τζοβάνι” του Τζέϊμς Μπόλντουιν , το “Πλοίο των νεκρών” του B. Traven, το “Ίσως να ναι κι έτσι” του Ρίτσου και ο “Ηνίοχος” της Μαίρης Ρενώ.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ταινία που σας σημάδεψε;
Υπήρχε μια παλιά japanimation μίνι σειρά, η “Περιοχή 88″ , για τον πόλεμο σε μια ασιατική χώρα και έναν νεαρό προδομένο αεροπορο που πολεμά παρά τη θέληση του. Καθόρισε την αίσθηση της αδικίας στο παιδικό μυαλό μου. Στην εφηβεία ήταν το”Zabriskie point” του Αντονιόνι και
στην πρώτη ενηλικίωση η κουβανική “Μνήμες υπανάπτυξης” του Τόμας Γκουτιέρεζ Αλέα και το “Prayers for Bobby” που με ώθησαν σε πράγματα. Στο τώρα συνεχίζει να με εμπνέει για την ποίηση της η σοβιετική “Γη” του Ντοβζενκο και ο πεισματαρικος έρωτας που δραπετεύει στο άγνωστο, που δηλώνεται άφοβα, που γίνεται αμφισβήτηση ολοκληρου του κόσμου γύρω, σε ταινίες όπως  το “Fire with fire” (1986), το “Beautiful thing” (1996) και το “Maurice”(1987).
 
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ζωγράφοι;
 Είμαι εικαστικά αναλφάβητος γενικά. Προτιμώ ίσως περισσότερο τη φωτογραφική τέχνη, παρότι από τη ζωγραφική μαθαίνεις πολλά και για τη γραφή, κάτι που δίδαξε ο μαρξιστής αισθητικός Τζον Μπερτζερ. Σέβομαι τον Γιάννη Τσαρούχη.
 
Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
Προσπαθώ να μην λέω στον εαυτό μου καταρχάς.
 
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ο Στέφαν Τσβάιχ, ο Μαγιακόφσκι, ο Τζέιμς Μπόλντουιν, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Φρανκ Ο’ Χαρα, ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ο Γουολτ Γουίτμαν, ο Άλαιν Γκίνσμπεργκ,, ο Ιβάν Γκόλ, ο Τζον Μπέρτζερ, ο Τζέιμς Σκάιλερ, και ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου.
 
Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;
Ήρεμα και με αξιοπρέπεια κι ας γίνεται γύρω τριγύρω της μουρλής. Ζηλεύω τον συγγραφέα Γουίλιαμ Στεντ στον Τιτανικό. Ήταν στην καρέκλα του με ένα βιβλίο, άνετος, ενώ το καπνιστήριο είχε ήδη πάρει νερό. 

Ποια πιστεύετε ότι είναι η χειρότερη μορφή δυστυχίας;
Υπάρχει στο μυαλό μου το προσωπικό δράμα μιας ενδεχόμενης αρρωστιας, επειδή ωστόσο δεν είμαι “κυρία με τας καμελίας” θα πω πως η έλλειψη προοπτικής, η εκμετάλλευση στον κόσμο είναι το χειρότερο. Καθόσον, για μένα η δυστυχία έχει οικονομικό και πολιτικό πρόσημο. Αυτή ολόγυρα μας, η δεδομένη για πολλούς, η λογική είναι σίγουρα και η πιο αηδιαστική δυστυχία.

Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
Έμαθα πως γίνεται να ακούς προσεκτικά ανθρώπους και να μιλάς λίγο. Αυτό μονάχα υπάρχει και μόνο αυτό έχει αξία. Και πες υπήρχε Θεός, θα υπήρχε μαζί η δυνατότητα να καλέσω στην παρέα τον ντανταϊστή Γιοχάνες Μπάαντερ να επαναλάβει εκείνο το αμίμητο που πέταξε σε κατάμεστη πλατεία το 1918 «τί παραπάνω από λουκάνικο είναι ο Ιησούς Χριστός». Θα μπαίναμε μαζί σε μια φυλακή υδρατμών, θα χε φάση.

Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
Δουλεύω το επόμενο ποιητικό βιβλίο μου. Θα λέγεται ” Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι”.