Ελένη Φωτάκη: Θα ήθελα να βγάζω ένα ένα τα καρφιά των άλλων από πάνω μου!

Στο στιχουργικό σύμπαν της Ελένης Φωτάκη μπαίνεις όπως σ’ ένα δάσος γεμάτο λεύκες. Ο τολμών νικά. Ετσι, δημιουργούνται άλλωστε και τα τραγούδια. Την γνωρίζω κυρίως μέσα από τους στίχους της• η μελαγχολία, η γυναικεία ψυχοσύνθεση, η σκοτεινιά, η δικαίωση και η δύναμη της γυναίκας μέσα από την αδυναμία της να επιβληθεί και να χορτάσει τη ζωή που της στέρησαν. Αυτοτραυματικοί στίχοι. Με αφορμή και χωρίς, μου μίλησε για τα πνευματικά δικαιώματα και το τελευταίο της άλμπουμ σε συνεργασία με τον Τάκη Σούκα και την Ελένη Βιτάλη “Πέρασ’ από ‘δω η Ελένη;”.

Σε μια συνέντευξη που δώσατε το 2019, είχατε δηλώσει πως εκείνη την περίοδο ζείτε δύσκολα, αλλά με πολλά γέλια. Μέσα σε ένα χρόνο κυκλοφορήσατε νέα τραγούδια, περάσαμε μία πανδημία, μία καραντίνα, μία παγκόσμια οικονομική κρίση, έναν ατέλειωτο γολγοθά πνευματικών δικαιωμάτων και τέλος, ένα άδειασμα από την κυβέρνηση προς τους καλλιτέχνες. Τα γέλια αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν; 

Ναι αμέ. Γελάω με τους φίλους μου, με τις γάτες μου, γελάω μόνη μου. Αν δεν βρεθεί κάποιος να μου ράψει το στόμα ή να με χτυπήσει με ένα ραβδί και να μου παγώσει το πρόσωπο, θα συνεχίσω να γελάω. Τα προβλήματα με χτυπάνε αλλού – γιατί χτυπάνε, δε γλιτώνει κανείς – όχι στο γέλιο. Το γέλιο και το κλάμα, είναι σημάδι πως δεν πεθάναμε εν ζωή. Κάποτε είχα τρομάξει γιατί μου είχαν κοπεί τα κλάματα. Ευτυχώς επανήλθαν κι αυτά. Τα γέλια δεν τα έχω χάσει ποτέ ως τώρα. Ακόμη και στην πιο δραματική στιγμή, αν υπάρχει λόγος, θα γελάσω. Δεν χαχανίζω ωστόσο. Τα νευρικά και θορυβώδη γέλια είναι σημάδι δυστυχίας και όπου τα συναντώ, με στεναχωρούν. 

Κυρία Φωτάκη, θα μπω ευθύς εξαρχής στο θέμα που νομίζω ότι είναι φωτιά για όλους τους στιχουργούς. Ποιο πρόβλημα εντοπίζετε που ένας στιχουργός σήμερα δεν μπορεί να βιοποριστεί από το επάγγελμα του;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πληρωνόμαστε εδώ και χρόνια μόνο από το πνευματικό δικαίωμα, το οποίο και κατέρρευσε. Η διαδικασία ίασής του είναι εξαντλητικά αργή. Πνέουμε τα λοίσθια εν ολίγοις. Συναυλίες δεν μπορούμε να κάνουμε, εταιρίες, τραγουδιστές και λοιποί μεσάζοντες μας θεωρούν δεδομένους, να γράφουμε, να δίνουμε και να ζούμε με τον αέρα. Κάπως έτσι είναι η κατάσταση και καθένας από μας την αντιμετωπίζει όπως μπορεί. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι μεταξύ μας. Ο μη αμειβόμενος, σταδιακά νιώθει μη άξιος. Κάποιοι θα μισοτρελαθούν, κάποιοι θα θυμώσουν, κάποιοι θα τα παρατήσουν και κανείς δεν θα το προσέξει και κάποιοι άλλοι δεν θα πάθουν τίποτα.

Αν ήταν στο χέρι σας, τι θα αλλάζατε; 

Τον εαυτό μου. Ξέρω πως η απάντηση δεν είναι η αναμενόμενη, όμως αυτόν θα άλλαζα. Θα τον υποχρέωνα να μη χάνει το κέντρο του, να μην αφήνεται στο κενό παραπάνω από ένα απόγευμα, να μένει ψύχραιμος και να εμπιστεύεται τη ροή. Να πηγαίνω προς το στόχο μου σαν υπνωτισμένη. Θα ήθελα να βγάζω ένα ένα τα καρφιά των άλλων από πάνω μου, να τους δίνω την ευχή μου κι ύστερα να τα πετάω στη λεκάνη της τουαλέτας και να τραβάω το καζανάκι. 

Πρόσφατα, κυκλοφορήσατε έναν εξαιρετικό δίσκο σε μουσικές Τάκη Σούκα με τις εμβληματικές ερμηνείες της Ελένης Βιτάλη. Είναι η πρώτη φορά που μπαίνετε σε λαϊκούς δρόμους τόσο ολοκληρωμένα. Πώς προέκυψε η συνεργασία και πώς γράφτηκαν τα τραγούδια αυτά;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι μελωδίες προϋπήρχαν, είχαν και στίχους. Έπρεπε να αντικαταστήσω αυτούς τους στίχους με δικούς μου. Δεν είπα αμέσως ναι. Λίγο ντράπηκα και λίγο τρόμαξα. Είχαν όμως ένα κλίμα «βρώμικο» – με την έννοια του ανθρώπινου – και αυθεντικό, που μ’ έπιασε. Με την επανάληψη μεράκλωσα κιόλας. Η φωνή του Τάκη Σούκα με συγκίνησε. Ακόμα τον έχω στ’ αυτιά μου. Έπιασα πρώτα το τραγούδι της Ελένης, με καταρράκωσαν οι στίχοι του. Κι ύστερα συνέχισα. Έβγαιναν ένα ένα.. ήταν Μεγάλη Εβδομάδα, δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν. Σα στοιχειωμένη τα έγραψα. Λόγια σαν πελέκια μέσα σε τσιφτετέλια. Μια κακοποιημένη αθωότητα σε κάθε τραγούδι. Ντάμες παντού, τραύματα, λαϊκότητα, περιθώριο. 

Ύστερα ήρθε η Ελένη. Έφυγα τρέχοντας από ένα θέατρο όταν με ειδοποίησαν και σφουγγάρισα το σπίτι για να μπει. Την είδα στην πόρτα, μου φάνηκε πολύ όμορφη. Είχα μεγάλη αγωνία. Ούτε κατάλαβα πως αγωνιούσε κι εκείνη. Τίποτα δεν καταλαβαίνουμε ώρες ώρες κι ας νομίζουμε. Τραγούδησε το Νυχτερινό και Μάταιο και χτύπαγε η φωνή της στους τοίχους. Δεν ξέρω τι τύχη θα έχουν τα τραγούδια αυτά, μακάρι να μπορούσα να γράψω ξανά με τέτοια ένταση. Το βάρος της μεγάλης φωνής που τα τραγούδησε προσπαθώ να το ξεχνάω. Η Ελένη τα πήρε κοντά της, έζησε μαζί τους, τα περιέθαλψε. Στο μέλλον που ήρθε, περιέθαλψε κι εμένα. Με την αλήθεια της. Δεν έχω ξαναδεί τόσο εύγλωττη αλήθεια σε έναν άνθρωπο, όσο είδα σ’ εκείνη. 

Υπάρχει κάποιο τραγούδι που θα ξεχωρίζατε από τον δίσκο αυτό και γιατί;

Τη Μαντάμ Μωρή. Γιατί αυτό που ειρωνευόμαστε, το περιθώριο και τα πρόσωπά του, μπορεί να μας τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί και είναι συχνά, πιο αγιασμένο από μας.  «Στα στενά, στα πρακτορεία, στις ταβέρνες – με φωνάζουνε μαντάμ, μαντάμ Μωρή – είμ’ αχτένιστη και με σκασμένες φτέρνες – κι ότι αξίζω Παναγιά μου, θα με βρει.»

Τα Μέθανα. Μία εκ γενετής νεκρή γυναίκα της επαρχίας σε λυτρωτική περιδίνηση. «Μη κλαις μανούλα, ξέχασες πως πέθανα – την ώρα που γεννιόμουνα στα Μέθανα;»

Το Πέρασ’ από δω η Ελένη, γιατί ο κατακρεουργημένος άνθρωπος, αφήνει μεγάλο κενό όταν λείψει και αν δεν λείψει δεν το μαθαίνει ποτέ – «.. ήταν δρόμος η Ελένη κι έχει κλείσει από καιρό».

Eίχατε την εμπειρία να διδάξετε σεμινάρια στίχου. Θα μπαίνατε ξανά στην ίδια διαδικασία; 

Δεν δίδαξα, δεν πιστεύω καν πως ξέρω κάτι παραπάνω. Καθόμουν στο πάτωμα και κουβέντιαζα για τον στίχο έτσι όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι. Όσοι ήταν εκεί μαζί μου, είχαν από μένα την ελευθερία να πάρουν κάτι απ’ όσα είπα, να μην πάρουν, ή να τα πετάξουν όλα κι εμένα μαζί. Ο τρόπος ο δικός μου, δεν είναι ο μόνος τρόπος να γράψει κάποιος. Ευτυχώς οι άνθρωποι που ήρθαν ήταν ευγενικοί. Δεν με στεναχώρησαν. Αναπτύξαμε και μια τρυφερότητα μεταξύ μας. Δεν ξέρω αν θα το έκανα ξανά. Αν ναι, θα ήταν για λίγο. Και για λόγους βιοπορισμού. Έτσι το έκανα και την πρώτη φορά. 

Πιστεύετε ότι το ταλέντο διδάσκεται; Και τελικά, τι είναι αυτό που θεωρείται ταλέντο; 

Το ταλέντο είναι πρώτη ύλη. Ή την έχεις ή δεν την έχεις. Μετά είναι η αξία της πρώτης ύλης και μετά η αξιοποίησή της. Όλα χρειάζονται. Και τύχη χρειάζεται. Και κόπος. Και να σ’ αγαπήσει κάποιος μέσα στη διαδικασία, κι αυτό χρειάζεται. Καθένας διδάσκεται μόνος του αλλά παίζουν ρόλο και τα ερεθίσματα. Το ταλέντο μπορεί να σε κάνει διάφανο, αλλά το τι φαίνεται από μέσα θέλει μεγάλη αφοσίωση για να χτιστεί.

Μαθαίνω πως η συνεργασία σας με τον συνθέτη  Άγγελο Τριανταφύλλου συνεχίζεται. Αυτή τη φορά με άλλη ερμηνεύτρια. Είναι ένας συνθέτης που έρχεται από τον θεατρικό χώρο έχοντας σπουδαίες συνεργασίες. Ποια κοινά στοιχεία μεταξύ σας θα επισημαίνατε;

Δεν έχουμε την αγωνία του θριάμβου. Δεν χρειαζόμαστε συνεχείς εξηγήσεις μεταξύ μας για να υπάρξουμε. Δεν συνεργαζόμαστε καν. Ακουμπάμε που και που ο ένας πάνω στον άλλον με άγνωστη κατάληξη, απλά γιατί είναι τόσο ωραίο να μπορείς να ακουμπάς πάνω σε κάποιον.

Κάτι καινούριο στο κοντινό μέλλον; 

Αυτές τις μέρες θα κυκλοφορήσουν τα «Αρώματα», τραγούδι που φτιάξαμε μαζί με τον Παναγιώτη Καλατζόπουλο. Τραγουδάει η Βίκυ Καρατζόγλου. Η μουσική μου ήταν από χρόνια γνωστή, ήταν κατά κάποιο τρόπο «αντικείμενο του πόθου μου», πολύ πριν φανταστώ καν ότι θα πέσει πάνω μου. 

Να ξέρεις σου ’πρεπαν αρώματα – τόσο βαριά να μη μπορείς – να βρεις ανάσα – σκισμένα γέλια στα πατώματα – στην πόρτα μας κλειδιά – δυνάμωσαν τα μπάσα – έσπασ’ η καρδιά. 

Λουλούδι σαρκοβόρα πέταλα – σε ξεριζώνω το πρωί – φυτρώνεις βράδυ – κι αυτά τα ευγενή σου μέταλλα – τα κάρφωσες πολύ – χτυπάς κι αφήνεις χάδι – κρύο κι απειλή. 

Να ξέρεις σου ’πρεπαν και κλάματα – μα σ’ έχουν φτιάξει από νερό – και πνίγεις μόνο – χαρτόνι μαύρο τα χαράματα – το λιώνεις και περνάς – μια φταίω μια θυμώνω – μια με κυβερνάς.

Να ξέρεις σου ’πρεπ’ άλλος έρωτας – να ξέρεις ντρέπομαι κι εγώ – που σ’ αγαπούσα – πλύνε τα αίματα και μη ρωτάς – αγάπη μου χρυσή – τα σύννεφα χτυπούσα – κι έπεσες εσύ. 

Κλείνοντας, αν δεν ήταν στίχος. Τι άλλο θα ήταν;

Παιχνίδι με το σκοινάκι. Ανεμελιά. Να μου τραβούν παιδικά χέρια το φουστάνι. Επίσης, να φοράω φουστάνι. Σγουρά μαλλιά. Να μαγειρεύω για τους άλλους. Πεζοπορίες. Να δω τον κόσμο. Και αφού τον δω, να τον ξαναδώ. Να μη σταματάω. Να περπατάω που και που με τα χέρια. Αυτό θα το ήθελα πιο πολύ απ’ όλα, να περπατάω με τα χέρια. Σε μια άλλη ζωή όμως. Σ’ αυτήν εδώ, κούρδισα στα μικρά γραπτά από νωρίς. Ούτε κρυφτό δεν μπορούσα να παίξω όταν ήμουν μικρή. 

Φωτογραφίες: Μάρθα Ζμέη