Άρης Στυλιανού: Τα κάστρα πέφτουν πάντα από μέσα, κομβικό ρόλο έπαιξαν τα εσωτερικά του ΚΘΒΕ

Ο Πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ. και συγγραφέας Άρης Στυλιανού με αφορμή το βιβλίο του «Ο Σπινόζα και η Δημοκρατία» μας εισάγει στην -πάντα- ιδιαίτερη σχέση Κράτος-Λαού και μέσα από φιλοσοφικές διαδρομές αναπτύσσει την δική του ενδιαφέρουσα κοσμοθεωρία. Μας μιλάει με αγάπη για τις ημέρες που διετέλεσε πρόεδρος του ΚΘΒΕ και για την «άτακτη» αντικατάσταση του. Συγχρόνως, δεν κρύβει την ανησυχία του για τις συνέπειες του Covid-19 σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. 

Μέσα από το βιβλίο σας «Ο Σπινόζα και η Δημοκρατία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, μας φέρνετε σε επαφή με την φιλοσοφία ενός σπουδαίου στοχαστή του 17ου  αιώνα και τις απόψεις του όσο αφορά τις σχέσεις κράτους-πλήθους. Πείτε μας δυο λόγια.

Ο Σπινόζα είναι ένας μεγάλος φιλόσοφος, του οποίου η σκέψη δεν έπαψε ποτέ να διαβάζεται και να προκαλεί θαυμασμό. Ο Χέγκελ έγραψε ότι «ο Σπινόζα αποτελεί κομβικό σημείο για τη φιλοσοφία: το δίλημμα είναι ή Σπινόζα ή όχι φιλοσοφία».

Στη σπινοζική φιλοσοφία η ηθική και η πολιτική αλληλοσυμπληρώνονται, επειδή εδώ η ηθική δεν είναι δεοντολογία, αλλά αποτελεί προσπάθεια να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν τα ανθρώπινα πάθη και πώς εξηγούνται οι συμπεριφορές των ανθρώπων. Υπό αυτή την έννοια, το υλικό της πολιτικής είναι τα διατομικά ανθρώπινα πάθη ή τα πάθη του κοινωνικού σώματος.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Σπινόζα ήταν βαθιά δημοκράτης, δηλαδή εμπιστευόταν τους πολλούς, το πλήθος. Πίστευε ότι η δημοκρατία αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να ρυθμιστεί ο κοινός συλλογικός βίος των ανθρώπων σε ένα δεδομένο πλαίσιο, σε έναν ορισμένο τόπο και χρόνο. Βεβαίως, διέκρινε και τις δυσκολίες της λειτουργίας της δημοκρατίας στην πράξη, δηλαδή ακριβώς την περίπλοκη διαλεκτική ανάμεσα αφενός στο κράτος, την εξουσία, και αφετέρου στο πλήθος ή τις μαζες. Οι δημοκρατικοί θεσμοί, με τις αμφισημίες τους, συνιστούν για τον Σπινόζα πολύτιμο κεκτημένο. Η δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που μπορεί να συνδυαστεί κατά τον καλύτερο τρόπο με την ισότητα, την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Στο «Ο Σπινόζα και η Δημοκρατία» αναλύετε, επίσης, και τις προσεγγίσεις της πολιτικής σκέψης του ρασιοναλιστή φιλοσόφου από τον Ιταλό στοχαστή Αντόνιο Νέγκρι και τον Γάλλο Ετιέν Μπαλιμπάρ. Νιώθετε κοντά σε αυτές τις απόψεις;

Και οι δύο αυτοί σύγχρονοι φιλόσοφοι διάβασαν με τον δικό τους πρωτότυπο και δημιουργικό τρόπο την πολιτική θεωρία του Σπινόζα. Ο Νέγκρι επέμεινε στη σπινοζική οντολογία, που την ταύτισε με την πολιτική, καταδεικνύοντας την επαναστατική, υλιστική πλευρά της φιλοσοφικής σύλληψης του Σπινόζα ως προς την εμμένεια. Ο Νέγκρι κατανοεί τον Σπινόζα ως ρομαντικό επαναστάτη της εναλλακτικής νεωτερικότητας, ως στοχαστή του πλήθους, ως άμεσο πρόγονο του Μαρξ και των πληθυντικών επαναστατικών κινημάτων. Στην ερμηνεία του απορρίπτει κάθε έννοια διαμεσολάβησης, ακόμη και θεσμικής.

Στο σημείο αυτό διαφωνεί με τον Νέγκρι ο Μπαλιμπάρ, ο οποίος ρίχνει το βάρος των αναλύσεών του στην αρνητική διαλεκτική του πλήθους, στον φόβο των μαζών, προτείνοντας τρόπους θεσμικής θωράκισης του πολιτικού σώματος. Κατά τον Μπαλιμπάρ, ο Σπινόζα συμβάλλει στο κομβικό ζήτημα για τη δημοκρατία, το οποίο συνίσταται στη σχέση που διατηρούν στο εσωτερικό της η ισότητα με την ελευθερία. Είναι βέβαιο ότι η δημοκρατία έχει απόλυτη ανάγκη από διαρκή και βαθύ εκδημοκρατισμό. Με βοηθό τη σκέψη του Σπινόζα, ο Μπαλιμπάρ υποστηρίζει ότι στην εποχή μας χρειάζεται να επανεπινοήσουμε πολλές πτυχές της δημοκρατικής θεωρίας και πρακτικής, νοηματοδοτώντας εκ νέου την πολιτική.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Προσωπικά εμπνέομαι από τα βιβλία και του Νέγκρι και του Μπαλιμπάρ. Γενικότερα, θεωρώ ότι εκείνο που μπορούμε σήμερα να κάνουμε, είναι να εμβαθύνουμε τη σπινοζική θεωρία για τη δημοκρατία, εμπλουτίζοντάς την με τις επεξεργασίες φιλοσόφων όπως ο Νέγκρι και ο Μπαλιμπάρ, αλλά επίσης ο Αλτουσέρ, ο Φουκώ, ο Ντελέζ και ο Ντερριντά.

κ. Στυλιανού, έχετε διατελέσει πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Δώσατε αγώνα να «αναστήσετε» έναν οργανισμό που είχε προβλήματα. Μειώσατε το χρέος που παραλάβατε, πραγματοποιήσατε κοινωνικές συνεργασίες με άλλους πολιτιστικούς φορείς. Μιλούσατε για όραμα. Τι είναι αυτό που δεν προλάβατε να κάνετε;

Η εμπειρία μου από τη διοίκηση του ΚΘΒΕ, ως πρόεδρος του Δ.Σ. επί τέσσερα χρόνια (2015-2019), αποτέλεσε μια ωραία και τελικά πολύτιμη εμπειρία, παρά τις μεγάλες δυσκολίες και αντιξοότητες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Εκτός από τα τεράστια χρέη (9 εκατομμύρια ευρώ) που είχαν συσσωρευτεί, το Θέατρο ήταν ένας συντηρητικός οργανισμός που απέκλειε κάθε καινοτομία.

Καταφέραμε να ανοίξουμε αρκετά παράθυρα, ώστε να μπει φρέσκος αέρας, για να μας ανανεώσει όλες και όλους: διοίκηση, διεύθυνση, εργαζόμενους, καλλιτέχνες, κοινό. Με την αμέριστη συμπαράσταση της προηγούμενης κυβέρνησης και του τότε Υπουργείου Πολιτισμού, φθάσαμε στο σημείο να μην έχουμε πια καθόλου χρέη και να είμαστε συνεπείς σε όλες τις οικονομικές μας υποχρεώσεις. 

Το ΚΘΒΕ άντεξε μέσα στην κρίση και βγήκε ενισχυμένο, αναβαπτισμένο, σε μια νέα εποχή δημιουργίας και ανταπόκρισης του κοινού. Με συγκίνησε ιδιαίτερα η εμπιστοσύνη με την οποία περιέβαλλαν το Θέατρο όλο και περισσότεροι θεατές. Το γενικό κλίμα για το ΚΘΒΕ στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης είχε βελτιωθεί ραγδαία, κι αυτό μας γέμιζε χαρά και αισιοδοξία για το μέλλον.

Προσπαθήσαμε να δώσουμε ένα νέο όραμα στο ΚΘΒΕ. Εκείνο που δεν προλάβαμε να κάνουμε, επειδή επί μακρόν ήμασταν αφοσιωμένοι στα οικονομικά προβλήματα, ήταν να θωρακίσουμε θεσμικά τη λειτουργία του Θεάτρου, ώστε να μην μπορεί εύκολα να παλινορθωθεί το παλαιό φαύλο καθεστώς. Απαιτούνται περισσότερες διοικητικές παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις, όπως χρειάζεται και ένας νέος νόμος για τη λειτουργία όλων των Κρατικών Σκηνών. Είχαμε σχετικές προτάσεις και πήραμε κάποιες πρωτοβουλίες, αλλά μας πρόλαβαν οι πολιτικές εξελίξεις.

Υπήρξε αιφνίδια αντικατάσταση τόσο δική σας όσο και όλου του συμβουλίου. Πολλά ακούστηκαν και έγιναν τότε. Τώρα που έχετε πάρει τις αποστάσεις σας τι πιστεύετε πως συνέβη; Ποιες ήταν οι αιτίες αυτής της απόφασης;

Η απολίτιστη από κάθε άποψη αντικατάστασή μας ήταν προϊόν μικροκομματικών σκοπιμοτήτων. Η κα Υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης Μητσοτάκη θεώρησε καλό να μας «εκπαραθυρώσει» χωρίς να ενημερωθεί για το έργο μας ούτε να αξιολογήσει την προσφορά μας, χωρίς ούτε καν να μας απευθύνει τον λόγο επί 4 μήνες. Και ενώ η θητεία μας θα έληγε ούτως ή άλλως σε 2,5 μήνες. Το ακόμα χειρότερο ήταν η απόλυση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, Γιάννη Αναστασάκη, ο οποίος με τιτάνια προσπάθεια έφερε μια καλλιτεχνική άνοιξη στο ΚΘΒΕ.

Επιπλέον, επειδή σε τελική ανάλυση τα κάστρα πέφτουν πάντα από μέσα, κομβικό ρόλο έπαιξαν και τα εσωτερικά κακώς κείμενα του ΚΘΒΕ, αφού συνασπίστηκαν εναντίον μας τα κατεστημένα συμφέροντα που είχαμε θίξει με τις αξιοκρατικές και διαφανείς διαδικασίες που καθιερώσαμε.

Είμαι υπερήφανος για το ότι, φεύγοντας, αφήσαμε το Θέατρο θωρακισμένο και τα ταμεία γεμάτα με πάνω από 2 εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που αποδείχθηκε ιδιαίτερης σημασίας στις σημερινές εξελίξεις με την κρίση του κορονοϊού.

Είστε καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αυτό που ζούμε είναι πρωτόγνωρο και εντελώς αχαρτογράφητο. Πώς σκιαγραφείτε τη μετά Covid-19 εποχή; Θα επηρεαστούν οι κοινωνικές και οικονομικές συνιστώσες;

Όλα δείχνουν πως τίποτε δεν θα είναι ίδιο στη μετά την πανδημία εποχή. Θα υπάρξουν σαφώς σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητά μας, διότι θα πρέπει να ζούμε λαμβάνοντας μέτρα ασφαλείας για πολύ καιρό.

Το πιο δυσάρεστο και πιο επικίνδυνο θα είναι, πιστεύω, το βαθύ αίσθημα ανασφάλειας που θα κυριαρχεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και μετά την επιτυχή αντιμετώπιση του κορονοϊού, με την παραγωγή κάποιου αποτελεσματικού φαρμάκου και εμβολίου. Σε τούτο έγκειται, εξάλλου, το βασικό χαρακτηριστικό της καινοφανούς απειλής: στην πλήρη αβεβαιότητα, η οποία οδηγεί στην επικράτηση του τυφλού φόβου.

Ζούμε σε ρευστούς καιρούς, σε εποχές ρίσκου και διακινδύνευσης. Μοιάζει όμως μόλις τώρα, ξαφνικά, να ερχόμαστε σε επαφή με μια εξαιρετικά δυσοίωνη προοπτική. Ο γενικευμένος φόβος, αλλά και η οικονομική ύφεση, είναι πιθανό να προκαλέσουν συμπεριφορές ιδιαίτερα ατομικιστικές, ανορθολογικές και αντικοινωνικές.

Οι συνέπειες όσων πρωτόγνωρων ζούμε θα είναι σημαντικές για την οικονομία και την εργασία, για τον κοινωνικό και πολιτικό βίο, για τη δημοκρατία και γενικότερα για τον τρόπο ζωής μας. Θεωρώ ότι ο ψυχισμός μας θα επηρεαστεί αρνητικά και οι ανοιχτές δημοκρατικές κοινωνίες μας θα δοκιμαστούν ως προς τα όριά τους. Μακάρι να ξεπεραστεί με τις λιγότερες δυνατές απώλειες η κρίση, που τώρα είναι υγειονομική, αλλά αύριο –αν όχι ήδη σήμερα– θα γίνει οικονομική και κοινωνική.

Λόγω των ειδικών συνθηκών που ζούμε, όλο και περισσότερα θέατρα επιτρέπουν την ελεύθερη προβολή των παραστάσεών τους μέσω διαδικτύου. Πολλές κουβέντες έχουν γίνει για το αν αυτό είναι σωστό και αρκετοί καλλιτέχνες έχουν πάρει θέση. Ποια είναι η δική σας γνώμη; 

Το θέατρο είναι μια τέχνη σπάνιας γοητείας, που παρασύρει όποιον τής αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι. Είναι είδος ζωντανό και μοναδικό, στιγμιαίο και ανεπανάληπτο, που κινητοποιεί σώμα και νου, ενώ ταυτόχρονα κυριαρχεί ο λόγος και η εκφορά του.

Θεωρώ ότι αυτό το θέαμα χάνει σε μεγάλο βαθμό τη γοητεία του όταν προβάλλεται στις οθόνες μας. Ωστόσο, μέσα στις αδιανόητες συνθήκες της καραντίνας και του εγκλεισμού, η προβολή των παραστάσεων ήταν μια κάποια λύση. Προσωπικά, την είδα με καλό μάτι, αρκεί να γίνονται πάντα σεβαστά τα πνευματικά δικαιώματα όλων των δημιουργών και καλλιτεχνών. Εννοείται πως ήταν μια λύση ανάγκης η οποία, τώρα που σταδιακά επανερχόμαστε στον δημόσιο χώρο, δεν μπορεί να διαιωνίζεται.

Είναι σαφές ότι το θέατρο έχει ανάγκη τη “δημοσιότητα”: γεννήθηκε και ωρίμασε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ως αναπόσπαστο στοιχείο της δημοκρατίας. Μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους, γνωρίζοντας πάθη και συναισθήματα που, διαφορετικά, θα έμεναν ανεξερεύνητα.

Με αφορμή την καταβολή χρηματικού επιδόματος από την πολιτεία και τον αποκλεισμό πολλών ηθοποιών από τις ενημερωμένες λίστες του Σωματίου Ελλήνων Ηθοποιών έχει επανέρθει η συζήτηση για την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος. Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση; Πρέπει να επανέλθει η άδεια;

Δυστυχώς δεν γνωρίζω καλά το θέμα που μου θέτετε, της άδειας εξασκήσεως επαγγέλματος. Πιστεύω, καταρχάς, ότι η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να ενισχύσει γενναία τους ηθοποιούς, αλλά και όλους τους ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού, οι οποίοι έχουν περιέλθει σε εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση λόγω της κρίσης του κορονοϊού και του κλεισίματος των σκηνών (θεατρικών, μουσικών, χορευτικών κλπ). Πόσω μάλλον που οι προοπτικές και για το καλοκαίρι δεν είναι ευοίωνες, διότι τα εποχικά φεστιβάλ πολύ δύσκολα θα πραγματοποιηθούν, με αποτέλεσμα το φάσμα της παρατεταμένης ανεργίας να απειλεί δυστυχώς όλους τους καλλιτέχνες.

Οι ηθοποιοί χρειάζεται να έχουν ένα ισχυρό Σωματείο που να διεκδικεί και να υποστηρίζει τα δικαιώματά τους. Ξέρω όμως ότι πάρα πολλοί ηθοποιοί δεν είναι γραμμένοι στο ΣΕΗ, για ποικίλους και διάφορους λόγους. Θα πρέπει λοιπόν να ληφθεί μέριμνα και για όλους αυτούς τους ηθοποιούς, όπως και για τους υπόλοιπους καλλιτέχνες και δημιουργούς.

Ποια παράσταση είδατε την φετινή θεατρική σεζόν και σας έκανε εντύπωση και για ποιον λόγο;

Δυστυχώς δεν μπόρεσα να δω παρά μόνο δύο παραστάσεις στην Αθήνα, λόγω και της πρόωρης λήξης της θεατρικής περιόδου. Στη Θεσσαλονίκη είδα πάντως αρκετές, εννοείται ότι παρακολούθησα και όλες τις παραστάσεις του ΚΘΒΕ. Ευλογώντας τα γένια μου, θα ξεχωρίσω μια παράσταση του ΚΘΒΕ: πρόκειται για το ανέβασμα του έργου του Ίψεν, «Οι Στυλοβάτες της κοινωνίας», σε μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα και σε καταπληκτική διασκευή-σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου, με ρεσιτάλ ερμηνείας από όλες/όλους τις/τους ηθοποιούς. Ήταν η παράσταση που μου εντυπώθηκε περισσότερο, εξαιτίας της άρτιας δουλειάς όλων των συντελεστών, αλλά και της επικαιρότητας του έργου, που μας αναγκάζει να σκεφτούμε πολλά κακώς κείμενα της χώρας μας και ειδικότερα της Θεσσαλονίκης, καθώς και του σημερινού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας; Υπάρχει κάτι που ετοιμάζετε;

Έχω αρκετά σχέδια για το μέλλον, αλλά επιλέγω να σπεύδω βραδέως, χωρίς πολύ άγχος. Άρχισα να γράφω ένα βιβλίο για βιοπολιτική και φιλοσοφία, αφορμώμενος από την παρούσα πανδημία που ζούμε σε παγκόσμια κλίμακα. Προχωρώ και δύο μεταφράσεις που πρέπει να ολοκληρώσω. Έχω πολλή δουλειά στο Πανεπιστήμιο, με τη διοίκηση, με τη διδασκαλία και την έρευνα, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά και τα μεταδιδακτορικά. Προσπαθώ πάντα να συνδράμω τις φοιτήτριες και τους φοιτητές μας που αγωνίζονται να κατακτήσουν τη γνώση και την επιστοσύνη, διαμορφώνοντας ένα φωτεινότερο μέλλον, δημιουργώντας έναν καλύτερο κόσμο. Κι έχοντας πάντα στο μυαλό μου ότι το μέλλον είναι αόρατο και οι τύχες κοινές, όπως το έλεγαν ωραία οι Αρχαίοι μας.