Αύγουστος Κορτώ: Το βιβλίο, για το κράτος, είναι διαχρονικά η τελευταία τρύπα του ζουρνά

Ο Αύγουστος Κορτώ είναι ένας άνθρωπος που θέλεις να είναι φίλος σου. Ευγενικός, τρυφερός, ειλικρινής με μια εσωτερική δύναμη που γίνεται λόγος και εικόνα μέσα από τα έργα του. Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου «Δέσποινα» συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα για την αφορμή, την «σπίθα» όπως, συγκεκριμένα αναφέρει και ο ίδιος, αυτής της ιστορίας. Παράλληλα, σχολιάζει την στάση της πολιτείας απέναντι στην τέχνη και παρατηρεί με αισιοδοξία την κοινωνία να αλλάζει –έστω και καθυστερημένα- συμπεριφορά απέναντι στους ανθρώπους με ψυχικά νοσήματα.

Τέλη Μαρτίου κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα σας «Δέσποινα» από τις εκδόσεις Πατάκη. Μια ιστορία για την αγάπη της μάνας. Της κάθε μάνας. Ποια ήταν η αφορμή για να το γράψετε;

Η ιστορία της Παρθένου μου φαινόταν ανέκαθεν συναρπαστική, μυθιστορηματική: ο Θεός, προκειμένου να αποδείξει στην πράξη την αθανασία του, πρέπει να πεθάνει, κι άρα να γίνει άνθρωπος, κι άρα να γεννηθεί – να περάσει απ’ το σώμα μιας γυναίκας. Παντοδύναμος, άχρονος, κι ωστόσο δεν είχε μητέρα. Προσπαθούσα να φανταστώ αυτό το κοριτσάκι, που ξάφνου βρίσκεται να περιέχει το ίδιο το σύμπαν –η εξαίσια ποίηση της ονομασίας «Χώρα του Αχωρήτου». Αυτή ήταν η σπίθα, η αφορμή, και την κυνήγησα χρόνια, τη μισή μου ζωή σχεδόν.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες από την Παναγία, τις μητέρες της Αργεντινής με τα λευκά μαντήλια, την Μάγδα Φύσσα και όλες τις γυναίκες που έγιναν σύμβολα χωρίς να το διαλέξουν. Είναι ο δικός σας τρόπος να τις τιμήσετε;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι μητέρες με συγκινούν αντανακλαστικά, ιδίως από τότε που έχασα τη δική μου. Όσο κοινό φαινόμενο κι αν είναι στη φύση, η κυοφορία, ο τοκετός, ο θηλασμός, είναι θαύματα. Μοιραία, ασυναίσθητα, επανέρχομαι διαρκώς στο θέμα της μητρότητας -τα βιβλία μου είναι γεμάτα μανάδες, ή γυναίκες που αγαπούν όπως αγαπά η μάνα.

Πως αντιμετωπίζετε το θέμα της πανδημίας; Νιώθετε φόβο για όλα αυτά που θα φέρει η μετά Covid-19 εποχή; Και δεν εννοώ μόνο σε οικονομικό επίπεδο.

Είναι τρομακτική δοκιμασία, κι η απώλεια, σε όλα τα επίπεδα, δυσθεώρητη. Βέβαια, αν μας έβρισκε μια τέτοια συμφορά πριν τριάντα χρόνια, χωρίς τις σημερινές δυνατότητες ενημέρωσης, επικοινωνίας κι αλληλοβοήθειας, ο πανικός θα ήταν ανάλογος μ’ εκείνον της Μαύρης Πανώλης. Σαφώς ανησυχώ –αλλά ο άνθρωπος είναι εξαιρετικά προσαρμοστικό ον- μας προστατεύει κάτι σαν συλλογική, κοινωνική ομοιόσταση. Το σίγουρο για μένα είναι ότι, άπαξ και προκύψει το πρώτο εμβόλιο, θα τρέξω να το κάνω.

Φέτος, για πέμπτη συνεχή χρονιά παίχτηκε η παράσταση «Κατερίνα», σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη με την Λένα Παπαληγούρα. Ο τρόπος που περιγράφετε τις εμπειρίες σας είναι πολύ άμεσος και εξομολογητικός. Πόσο επώδυνη μπορεί να είναι αυτή η διαδικασία για έναν συγγραφέα ειδικά όταν έχει να κάνει με προσωπικά βιώματα;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είχα την τύχη το βιβλίο μου να πέσει στα χέρια δύο τρομερά χαρισματικών καλλιτεχνών, που φέρθηκαν στο κείμενο και στο πρόσωπο της μητέρας μου με σεβασμό, με αίσθημα ιερότητας. Ωστόσο, η παράσταση είναι πολύ μεγάλη δοκιμασία για μένα: τα έζησα, τα έγραψα, και καλούμαι να τα ξαναζήσω. Κατά συνέπεια, την έχω δει μόνο αποσπασματικά – κι αυτό είναι ενδεικτικό της δύναμης της διασκευής, του ταλέντου των δημιουργών.

Και μια που μιλάμε για θέατρο, πως αξιολογείτε την στάση της πολιτείας απέναντι στους καλλιτέχνες; Η τέχνη έχει την θέση που της αρμόζει ή αντιμετωπίζεται ως ο φτωχός συγγενής και, μάλιστα, όχι και τόσο ευπρόσδεκτος.

Ως συγγραφέας, είμαι μαθημένος στην ιδιότητα του αόρατου επαγγελματία. Το βιβλίο, για το κράτος, είναι διαχρονικά η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Μακάρι ν’ άλλαζαν τα πράγματα, αλλά κρατάω καλάθι μεγέθους δαχτυλήθρας, και τίποτα δεν με εκπλήσσει.

Στην εργογραφία σας συναντάμε ανθρώπους παθιασμένους. Λατρεύουν το σεξ, αγαπούν και μισούν έντονα, είναι ευαίσθητοι και άγριοι κάποιες φορές. Το αναγνωστικό κοινό ταυτίζεται μαζί τους. Απέχει αυτή η εικόνα από την πραγματική ζωή; Κι αν ναι, γιατί ποιο λόγο φοβόμαστε να τη ζήσουμε;

Οι πρωταγωνιστές των βιβλίων μου είναι αντανακλάσεις του εαυτού μου. Η ροπή προς τις ακρότητες, οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, είναι στοιχεία του χαρακτήρα μου. Υποθέτω ότι επιχειρώ ένα είδος εξορκισμού. Απ’ την άλλη, δεν έχω πάντα τον έλεγχο των χαρακτήρων μου -όπως τα παιδιά, από ένα σημείο κι έπειτα αποκτούν δική τους ζωή, και συχνά με αιφνιδιάζουν.

Κύριε Κορτώ, είστε από τους ανθρώπους που δεν έχετε διστάσει να μιλήσετε ανοιχτά για τις ψυχικές ασθένειες. Είναι ενημερωμένη και γενναιόδωρη η κοινωνία, απέναντι σε έννοιες όπως κατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκασμός, κρίση πανικού, διπολική διαταραχή;

Στις μέρες μας μιλάμε ανοιχτά για τα ψυχικά νοσήματα, κι αυτή η κοινοποίηση του βιώματος, και της πληροφόρησης, είναι ευεργετική. Όχι πως το στίγμα έχει παρέλθει – πολλοί ασθενείς εξακολουθούν να περιθωριοποιούνται, να νιώθουν αβάσταχτα μόνοι. Αλλά σε σύγκριση με τα βάσανα του καταθλιπτικού ή του ψυχωσικού τη δεκαετία του ‘90, τα πράγματα είναι απείρως καλύτερα.

Πόσο δύσκολο είναι να βγει κάποιος ανοιχτά και να υπερασπιστεί τις ερωτικές του επιλογές; 

Καταρχάς, η λέξη ‘επιλογή’ είναι τρομακτικό λάθος. Ουδείς επιλέγει τη σεξουαλικότητά του: έτσι γεννιόμαστε. Όσο για την κοινοποίηση της προσωπικής μου ζωής, ως συγγραφέας είμαι μαθημένος στο ξεγύμνωμα.

Και τι θα λέγατε σε όλους αυτούς που στέκουν αφοριστικά και κακοποιητικά, απέναντι, σε όποια διαφορετικότητα;

Φροντίστε να βρείτε εγκαίρως μια βολική θέση στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Κλείνοντας, αν είχατε την δυνατότητα να βρεθείτε στο ίδιο τραπέζι με τρεις ανθρώπους από την τέχνη, την πολιτική και την επιστήμη, αντίστοιχα, ποιους θα επιλέγατε και τι είναι αυτό που θα τους λέγατε;

Οι καλλιτέχνες δεν είναι πάντα ενδιαφέροντες ομοτράπεζοι. Θα προτιμούσα να καθίσω με φυσικούς ή μαθηματικούς, με δικηγόρους ή με γιατρούς – μπορεί να μάθαινα και κάτι.