Κώστας Πούλος: Με δυο λόγια «αμφίβια τέρατα» είναι όλοι οι άλλοι

Με επίκεντρο τον άνθρωπο, ο Κώστας Πούλος εξιστορεί σαράντα καθημερινές ιστορίες από το τυχαίο της πραγματικότητας στη συναρπαστική συλλογή διηγημάτων που τιτλοφορείται «Αμφίβια Τέρατα». Ο συγγραφέας και φιλόλογος από τον Ελικώνα της Βοιωτίας, μιλάει για το νέο του βιβλίο, την αφηγηματική γλώσσα και τις διαφορές ανάμεσα στην παιδική και ενήλικη λογοτεχνία, όντας ο ίδιος συγγραφέας παιδικών διηγημάτων, ο οποίος και τιμήθηκε για το «Παππού;» με κρατικό βραβείο παιδικής λογοτεχνίας. 

Πρόσφατα, κυκλοφορήσατε τη συλλογή διηγημάτων «Αμφίβια τέρατα». Μιλήστε μας για την επιλογή σας να εργαστείτε στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος και τι συμβολίζει ο τίτλος που επιλέξατε. 

Για πολλά πράγματα δεν είναι κανείς βέβαιος και καταφεύγει σε υποθέσεις. Υπάρχουν στον υπολογιστή μου ανεπεξέργαστα μεγάλα σε έκταση κείμενα που χρειάζονται αφοσίωση και κυρίως συμπαγή χρόνο (που δεν υπάρχει) για να ολοκληρωθούν. Ώρες ώρες μου καρφώνεται η υποψία ότι η μικρή φόρμα ταιριάζει περισσότερο στους λάτρεις του παρόντος -συγγραφείς και αναγνώστες- που δεν τους αρέσει (ή δεν μπορούν) να επενδύσουν στο μέλλον. Τις άλλες ώρες σκέφτομαι ότι ως διηγηματογράφος καλό είναι να κρύβει κανείς λόγια, διότι τι θα λέει αν κάποια μέρα υποκύψει στη γοητεία μιας νουβέλας (τα έχουμε δει αυτά)… 

«Αμφίβια τέρατα» είναι ο τίτλος μιας από τις ιστορίες που εμπεριέχονται στο βιβλίο. Η μεταφορά του στο εξώφυλλο θέλησα να παραπέμπει στο πολυδιάστατο της ανθρώπινης φύσης.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αυτό που παρατηρείται στην ανάγνωση των διηγημάτων είναι ότι οι ιστορίες δρουν αυτόνομα κι ο αναγνώστης μπορεί να τις διαβάσει ανεξάρτητα. Ήταν κείμενα τα οποία γράφτηκαν χωρίς να έχετε σκοπό να τα εκδώσετε και καταλήξατε σ’ έναν συγκεντρωτικό τόμο, ή έγινε από επιλογή;

Ορισμένα βιβλία με μικρά κείμενα στρέφονται γύρω από ένα θεματικό κέντρο και καλά κάνουν, σε αντίθεση με άλλα που δεν θέλουν να συνεργαστούν (και αυτά καλά κάνουν). Με αυτό το κριτήριο τα «Αμφίβια τέρατα» ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, αφού όπως φαίνεται τα περισσότερα από τα κείμενα που συγχρωτίζονται εκεί λειτουργούν αντιστικτικά και όχι συμπληρωματικά ή παραπληρωματικά. Ο υπότιτλος («Ιστορίες στο δρόμο για τη λίμνη») σε συνδυασμό με το τελευταίο κείμενο («Λίμνη») προσπαθούν κατά κάποιο τρόπο να αποκαταστήσουν μια κάποια συνοχή. 

Οι ιστορίες σας έχουν βιωματικό χαρακτήρα;

Με τη στενή έννοια του όρου, λίγες είναι οι ιστορίες του βιβλίου που εμπεριέχουν κάποιο αναγνωρίσιμο προσωπικό βίωμα. Με τα βιώματα υπάρχει θέμα. Στην προσπάθειά τους να μεταμφιεστούν σε λογοτεχνικό κείμενο υφίστανται ένα είδος ήττας που μπορεί να φτάσει ως την πανωλεθρία, αφού οι λέξεις είναι απολύτως ικανές να αλλοιώσουν μέχρις εξαφανίσεως την αφορμή που τις προκάλεσε. Πρόκειται για μια νομοτελειακή συνθήκη για την οποία δεν είναι απαραίτητο να πενθούμε. Από την άλλη, αν αμβλύνουμε το κριτήριο ανοίγοντας τέρμα τον ευρυγώνιο φακό θα διαπιστώσουμε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλα τα κείμενα, ακόμα και τα υπερρεαλιστικά, έχουν βιωματικές αναφορές-ρίζες.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι αναγνώστες, αλλά και οι συγγραφείς όλο και περισσότερο στρέφονται στο διήγημα. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

Φίλος βιβλιοπώλης της επαρχίας μού έλεγε πρόσφατα ότι οι συλλογές διηγημάτων βρίσκονται στην τελευταία θέση στις προτιμήσεις των πελατών του («ακόμα πιο χαμηλά και από την ποίηση» ήταν η ακριβής διατύπωση). Η έλλειψη αξιόπιστων στατιστικών δεν μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε και να ερμηνεύσουμε τις τάσεις στις προτιμήσεις. Τα τελευταία χρόνια κάποιες συλλογές διηγημάτων κέρδισαν την αποδοχή του κοινού και γνώρισαν απανωτές εκδόσεις. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε βαρύγδουπα συμπεράσματα, εκτός ίσως από ένα: ανεξάρτητα από την κατηγορία, τα καλά βιβλία μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση του αναγνωστικού κοινού τους.

Πιστεύετε πως οι Έλληνες συγγραφείς οδηγούνται σε μια νέα αφηγηματική γλώσσα μέσω του διηγήματος;

Ταξιδεύουμε όλοι πάνω στο ακυβέρνητο καράβι που λέγεται γλώσσα και με τον ένα ή τον άλλον τρόπο είμαστε συνυπεύθυνοι για τη ρότα που αυτό θα τραβήξει. Ζώντας μέσα στη γλώσσα την επηρεάζουμε και επηρεαζόμαστε από αυτήν. Επικρατεί σήμερα η άποψη ότι το διαβόητο γλωσσικό ζήτημα έχει λήξει με την κατίσχυση της δημοτικής. Οι διάλεκτοι, που κάποτε τροφοδοτούσαν τη γλώσσα και τους συγγραφείς με ζωντανό υλικό, έχασαν πια τις πηγές τους. Ωστόσο η νικήτρια του γλωσσικού πολέμου δημοτική κοιτάζεται στον καθρέφτη και βλέπει το πρόσωπό της να μοιάζει με την καθαρεύουσα που τόσο μισούσε. Η κατάσταση αυτή σηματοδοτεί, νομίζω, ένα σημείο μηδέν, μια νέα αρχή, την οποία ορισμένοι διηγηματογράφοι -δίπλα σε αυτούς που αναπαράγουν νεοκαθαρευουσιάνικα γλωσσικά μοντέλα- φαίνεται να συνειδητοποιούν γράφοντας λιτά και απλά. Δεν ξέρω ποιο θα είναι το επόμενο βήμα, όμως η λιτότητα αυτή μου φαίνεται ένα πολύ αισιόδοξο σημάδι απογαλακτισμού και έναρξης μιας δύσκολης ενηλικίωσης. Όπως οι αναγνώστες, έτσι και οι συγγραφείς ζουν μέσα σε αυτή τη συνθήκη και προσπαθούν να μαντέψουν προς τα πού θα στρίψει το καράβι. Μερικοί καταφέρνουν να προβλέψουν τοποθετώντας αυτόματα τον εαυτό τους μπροστά από την εποχή τους. Έχουμε αρκετά τέτοια παραδείγματα. Διαβάζοντας λόγου χάρη κανείς τα πεζά του Καρυωτάκη νομίζει ότι γράφτηκαν σήμερα, πράγμα που δεν ισχύει για άλλους συγκαιρινούς του. Γλωσσικό θέμα λοιπόν υπάρχει, αλλά ποιος ασχολείται κυρίως με αυτό; Η ποίηση είναι εξ ορισμού υπεράνω, το μυθιστόρημα δεν μπορεί, επομένως επαφίεται στη μικρή φόρμα να παίξει, να πειραματιστεί, να ανακατέψει τα υλικά. Και ό,τι προκύψει…

Συχνά, τίθεται το ερώτημα για τις διαφορές ανάμεσα στην παιδική και ενήλικη λογοτεχνία. Γιατί δημιουργείται αυτή η σύγχυση; 

Δημιουργούνται πράγματι συγχύσεις γύρω μας και εντός μας ακόμα και για τα προφανή. Από τον εαυτό του δεν μπορεί να γλιτώσει κανείς, άρα ο τρόπος γραφής στις δύο κατηγορίες, λογοτεχνία για παιδιά και για ενηλίκους, είναι αναγκαστικά ένας. Τα θέματα είναι σήμερα κι αυτά κοινά, αν και η προσέγγισή τους συχνά διαφέρει. Σε ό,τι με αφορά πιστεύω πως οποιαδήποτε παιδική ιστορία μου θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα βιβλίο μου για μεγάλους.  Ο λόγος είναι απλός: σχεδόν κάθε μεγάλος έχει υπάρξει παιδί (υπάρχουν και τραγικές εξαιρέσεις), ενώ το αντίθετο δεν μπορεί να συμβεί.

Πώς βιώσατε την περίοδο της καραντίνας, της πανδημίας που συνεχίζει με ακραίους ρυθμούς, της επιλογής του υπουργείου Πολιτισμού να βάλει στον πάγο την τέχνη; Σας επηρέασε ή σας επηρεάζει ακόμα αυτή κατάσταση;

Η κατάσταση αυτή, άλλον λιγότερο άλλον περισσότερο, μας επηρέασε όλους, νομίζω. Η αληθινή τέχνη, σε αντίθεση με την τέχνη που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία, διαχρονικά βρίσκεται στον πάγο, αφού ως φορέας του καινούργιου είναι αντικειμενικά εχθρός κάθε κατεστημένου και θεωρείται κατά κανόνα επικίνδυνη και εξοβελιστέα. Ορισμένες μορφές της ωστόσο, όπως το θέατρο και η μουσική, το τελευταίο διάστημα υπέστησαν ένα πογκρόμ περιορισμών και απαγορεύσεων, από το οποίο δύσκολα θα ανακάμψουν. Δεν μπορούμε να πούμε ότι συνέβη το ίδιο με τη λογοτεχνία. Φαίνεται πως την τελευταία διετία οι αναγνώστες είχαν περισσότερο χρόνο για διάβασμα και οι συγγραφείς μερικά πρόσθετα ερεθίσματα για γράψιμο.

Στο διήγημά σας «Η καθαρίστρια», κατ’ εμέ, [η ηρωίδα] είναι ένα πρόσωπο σύμβολο μιας τάξης. Πώς εμπνευστήκατε αυτή την ιστορία και τι θέλατε να πείτε παρουσιάζοντάς την;

Θα αποφύγω να πω τι θέλω να πω γράφοντας μια ιστορία, κυρίως γιατί αυτό είναι δουλειά του αναγνώστη, ο οποίος δεν (πρέπει να) νοιάζεται για τη δική μου άποψη. Απαντώντας, ωστόσο, στην ουσία του ερωτήματός σας έχω να πω ότι γράφοντας για το ανθρώπινο τέρας νομοτελειακά ασχολείται κανείς με ζητήματα όχι μόνο υπαρξιακά, αλλά και κοινωνικά – ταξικά. Σε ό,τι αφορά την τελευταία κατηγορία, ως συγγραφέας δεν μπορεί παρά να θλίβεται κανείς για τη διαχρονική αποτυχία του ανθρώπου να συνυπάρξει αρμονικά με τους ομοίους του. Η επινόηση ενός πολιτικού εργαλείου που θα διασφάλιζε ως έναν βαθμό μια κοινωνική αρμονία εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι η καθαρίστρια είναι καθαρίστρια μέσα σε ένα διήγημα δεν την κάνει αυτόματα εκπρόσωπο της τάξης στην οποία ανήκει. Μπορεί να είναι απλώς ο εαυτός της. Με το ίδιο κριτήριο θα μπορούσε να ισχυριστεί (λαθεμένα κατά τη γνώμη μου) κανείς ότι στο βιβλίο μου η άρχουσα τάξη εκπροσωπείται από τον Αριστοτέλη Ωνάση (στο διήγημα με τον τίτλο «Μπλουμ»), όμως αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο στην περίπτωσή του δεν ήταν η ταξική του προέλευση, αλλά η πατρική του ιδιότητα.

Κλείνοντας, ποια είναι τα «αμφίβια τέρατα»; Τα συναντάμε στην καθημερινότητά μας;

Ζούμε μαζί τους, τους λέμε καλημέρα, ανταλλάσσουμε απόψεις ή διασταυρώνουμε τα ξίφη μας μαζί τους σε απλές, ανούσιες ή βαθυστόχαστες λεκτικές αντιπαραθέσεις, με δυο λόγια «αμφίβια τέρατα» είναι όλοι οι άλλοι. Δεν μπορείς να γλιτώσεις ούτε κι αν τρέξεις μακριά για να μείνεις μόνος, γιατί εκεί, στη μοναξιά, σε περιμένει το μεγαλύτερο απ’ όλα: ο εαυτός σου!

Εκδόσεις Μεταίχμιο
ISBN: 978-618-03-2567-6
Σελίδες: 160 Τιμή: 12,20€
Χρόνος έκδοσης: Απρίλιος 2021