Λένα Διβάνη: Είναι λάθος να ψάχνουμε για φωτισμένους ηγέτες στις μέρες μας!

Η συγγραφέας και ακαδημαϊκός Λένα Διβάνη, καθηγήτρια της Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή Αθηνών μας περιγράφει μέσα από το βιβλίο της «Το πικρό ποτήρι – Ο Καποδίστριας, η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα» των Εκδόσεων Πατάκη, τα έργα και τις ημέρες ενός σπουδαίου άντρα, του Ιωάννη Καποδίστρια, όπως διαδραματίστηκαν και συνδέθηκαν με την ιστορία της Ελλάδος.

Με την ιδιαίτερη πένα της μας συστήνει έναν βαθύ έρωτα, αλλά και τραγικά ανεκπλήρωτο, αυτόν της χαρισματικής Ρωξάνδρας Στούρτζα με τον πρώτο κυβερνήτη του νέου ελληνικού κράτους.

Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο «Το πικρό ποτήρι – Ο Καποδίστριας, η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα». Είναι συνέχεια του προηγούμενου έργου σας «Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας» ή αποτελεί εντελώς ανεξάρτητο εγχείρημα;

Είναι συνέχεια προφανώς, εξού και το εξώφυλλο έχει την ίδια αισθητική ώστε να το καταλαβαίνουν όλοι αμέσως. Ο Καποδίστριας και η Ρωξάνδρα του αρχικά είχε σχεδιαστεί να είναι ένα από τα ζευγάρια αλλά τελικά προτίμησα να τον αφήσω έξω. Χρειάζεται περισσότερες σελίδες γιατί έζησε και έδρασε μια περίεργη μεταβατική εποχή που θέλω να την αναλύσω περισσότερο στους αναγνώστες μου που δεν είναι ιστορικοί. Να σημειωθεί δε ότι και ο ίδιος ήταν πολύπλοκος άνθρωπος και η σχέση του με τη Ρωξάνδρα συχνά ανεξήγητη αν δεν την εξετάσεις από πολύ κοντά. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι σας γοήτευσε στην προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια; Τι το ιδιαίτερο είχε ο έρωτας του με την Ρωξάνδρα. 

Αυτό που με κάνει να ξεχωρίζω τον Ιωάννη Καποδίστρια μακράν των υπολοίπων είναι η απόλυτη, η αδιαπραγμάτευτη προσήλωσή του στις αρχές του, στα πιστεύω του. Ειδικά σήμερα, την εποχή του ότι να ναι, του λαϊκισμού, τη χρονιά που οι κυβερνήτες παγκοσμίως λένε και κάνουν τέρατα στηριγμένοι σε ψέματα, η σοβαρή, μελαγχολική μορφή του Ιωάννη με παρηγορεί, μαλακώνει την ψυχή μου και με βοηθάει να μη χάσω τελείως την ελπίδα στον άνθρωπο. 

Όσο για τον έρωτά του για τη Ρωξάνδρα τι να σας πρωτοπώ; Πρέπει να διαβάσετε αναλυτικά το βιβλίο για να καταλάβετε πως και γιατί  ένας άντρας που λαχταρούσε να πει σ΄αγαπώ στη μοναδική γυναίκα που αγάπησε  δεν το έκανε ποτέ!

Στις σελίδες του βιβλίου σας ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την ιστορική αλήθεια εκείνης της εποχής, ακολουθεί την πορεία μιας μεγάλης προσωπικότητας και παράλληλα γνωρίζει για πρώτη φορά τις πιο μύχιες, τις πιο ιδιαίτερες σκέψεις του Ιωάννη Καποδίστρια. Ποια διαδρομή ακολουθήσατε για να φτάσετε στην ψυχοσύνθεση του ήρωα;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έκανα ότι κάνω πάντα. Πρώτα απ΄όλα πολύ έρευνα και μετά βύθισμα στο υλικό. Χρησιμοποιώ όχι μόνο τα επιστημονικά αλλά και τα ανθρώπινα μάτια μου. Προσπαθώ πάντα να μπω στα παπούτσια του άλλου, να τον καταλάβω, να τον αναστήσω και να τον βάλω απέναντι μου σαν να ήταν ζωντανός άνθρωπος. Τότε τον ρωτάω τα πάντα και, όσο και να μην το πιστεύετε, μου απαντάει.

Λίγο πριν η Ρωξάνδρα μεταβεί στην Οδησσό, στο τελευταίο γράμμα που στέλνει στον Καποδίστρια γράφει «Θεέ μου, γιατί οι δρόμοι μας να είναι πάντα χωρισμένοι;» Αυτός ο μεγάλος έρωτας ήταν από την αρχή καταδικασμένος στο καθήκον;

Τίποτα δεν είναι καταδικασμένο αν εμείς που το ζούμε δεν το καταδικάσουμε. Τον έρωτα αυτό τον καταδίκασε συνειδητά ο Καποδίστριας. Όπως έλεγε ο ίδιος στέγνωσε την καρδιά του για την πατρίδα. Πήγε λοιπόν να πιεί το πικρό ποτήρι μόνος του, δεν ήθελε να πάρει στο λαιμό του και τη γυναίκα που αγαπούσε και εκτιμούσε. Γιατί να ξέρετε η Ρωξάνδρα ήταν ξεχωριστή γυναίκα, δεν ήταν απλώς ένα πλουσιοκόριτσο της εποχής της.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε από τους πολιτικούς που όχι μόνο ευεργέτησε την χώρα του, αλλά θυσιάστηκε για αυτήν. Πόσο δύσκολο είναι να ξέρεις πως η ζωή σου ανήκει σε ένα σκοπό –μια ιδέα- που ξεπερνάει κατά πολύ τις προσωπικές σου επιθυμίες;

Δεν είναι δύσκολο, είναι υπεράνθρωπο νομίζω. Ελάχιστοι το έκαναν αυτό παγκοσμίως. Ο Χαρίλαος Τρικούπης νομίζω πως ήταν ένας απ΄αυτούς. Κι αυτός δεν την έζησε τη ζωή του, δεν διασκέδασε , δεν έκανε οικογένεια, όλα στην Ελλάδα τα έδωσε. Και σ΄αυτόν η Ελλάδα φέρθηκε πολύ άδικα γι αυτό και πέθανε από απογοήτευση πιστεύω.

Η μητέρα του Τσάρου Νικoλαου τον συμβουλεύει να μην μεταβεί στην Ελλάδα γιατί κινδυνεύει.  Εκείνος, όμως, θέλοντας να βοηθήσει την χώρα του σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία αποφασίζει να πάει. Γνώριζε βαθιά μέσα του πόσο πολύ έθετε την ζωή του σε κίνδυνο ή μέσα στην ανιδιοτέλεια του είχε άγνοια; Ήξερε πως θα πιεί «Το πικρό ποτήρι»;

Φυσικά το γνώριζε αν και δεν θα φανταζόταν ότι όλοι θα στραφούν εναντίον του. Ήξερε όμως αφού ο ίδιος μιλούσε για Γολγοθά. Πήγε συνειδητά γιατί, όπως είπε στην τσαρίνα, τι θα πουν οι άνθρωποι αν μάθουν ότι κάποιος ενώ μπορούσε να βοηθήσει την πατρίδα του έκανε πίσω και κοίταξε τον εαυτό του;

Στην αρχή ο ερχομός του στην πατρίδα αντιμετωπίσθηκε με χαρά και ευφημισμούς. Τι άλλαξε στην πορεία; Γιατί προδόθηκε;

Μα αυτό γίνεται πάντα, δεν είναι πρωτότυπο. Εμείς οι Έλληνες αφού τα κάνουμε όλα κόλαση, μετά ευχόμαστε να έρθει ένας από μηχανής θεός να μας σώσει, τον υποδεχόμαστε σαν Μεσσία και μετά τον σταυρώνουμε. Δεν ήταν τυχαίο που ο Ιωάννης μιλούσε συνεχώς για Γολγοθά.

Κυρία Διβάνη, κρίνετε πως ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε όντως ο θυρωρός που καθόταν στην πόρτα και φιλούσε την παρθένο Ελλάδα; (χρησιμοποιώντας μια φράση που ξεχώρισα από το βιβλίο σας)

Ναι! Μπορεί να το έκανε με λάθος τρόπο, μπορεί, μπορεί, μπορεί, αλλά αυτό ένιωθε υποχρέωσή του κι αυτό έκανε. Γι αυτό και με συγκινεί τόσο αυτός ο άνθρωπος.

Να τολμήσω μια εξίσωση με τους σημερινούς πολιτικούς; Υπάρχουν σύγχρονοι ηγέτες;

Πιστεύω ότι είναι λάθος να ψάχνουμε για φωτισμένους ηγέτες στις μέρες μας. Πρώτον δεν θα βρούμε, δεν υπάρχουν. Δεύτερον γιατί έτσι αναθέτουμε τις ευθύνες μας σαν πολίτες σ΄έναν πατερούλη που θα καθαρίσει για λογαριασμό μας. Ε, όχι, ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να είμαστε υπήκοοι, να γίνουμε στ΄αλήθεια πολίτες και να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία και τους θεσμούς ως κόρην οφθαλμού.