Νίκος Ξένιος: Αν δεν διαβάσεις Έλληνες συγγραφείς πώς θα διεκδικήσεις μια θέση στο πάνθεον της ελληνικής λογοτεχνίας;

Ο Νίκος Ξένιος επιστρέφει στη λογοτεχνία με το έργο “Σπλάχνα”, ένα ταξίδι καταβύθισης στις συγκρούσεις, τα όρια και τις παρανοήσεις του πρωταγωνιστή, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ένας από εμάς. Στην παρακάτω συζήτηση μας μιλά για τον ψυχισμό του ήρωα, την εργαλειοποίηση της εγγύτητας και της διαφορετικότητας και τη σχέση του ανθρώπινου με τη φύση και την ιστορία.

Η επιστροφή σας στη λογοτεχνία είναι γεγονός με «Τα Σπλάχνα», ένα ταξίδι στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή, Άλκη Δομέστικου. Πώς θα χαρακτηρίζατε τον ήρωα, του οποίου τον ψυχισμό παρακολουθεί ο αναγνώστης; 

Αυτό που πολύ σωστά χαρακτηρίζετε ως «εσωτερικό ταξίδι» υπήρξε μια επίπονη συγγραφική επίδοση πολλών χρόνων, που στόχο της είχε να δώσει με σαφήνεια το περίγραμμα μιας προβληματικής προσωπικότητας. Το άν το πέτυχα ή όχι ας το κρίνουν οι αναγνώστες μου. Και θα ήθελα οι αναγνώστες μου ναχαρακτηρίσουν τον Άλκη Δομέστικο.

Σε αντίθεση με το προηγούμενο βιβλίο σας, που λάμβανε χώρα στη σύγχρονη εποχή, «Τα Σπλάχνα» τοποθετούνται στο παρελθόν, από τον μεσοπόλεμο μέχρι τον ύστερο 20ο αιώνα. Ήταν δύσκολο να εντάξετε τον ήρωα, προϊόν του σήμερα, στον παρελθοντικό χώρο και χρόνο; 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ένταξη του ήρωα των «Σπλάχνων» σε συγκεκριμένο ιστορικό χωροχρόνο έγινε με μεγάλη φροντίδα, ούτως ώστε αυτός να αποτελεί προϊόν του Μεσοπολέμου, της εποχής όπου γεννήθηκαν οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες στην Ευρώπη.

Η δυσκολία συνίστατο κυρίως στο να εσωτερικεύσει τα αντιδραστικά μηνύματα της εποχής του και να τα ιδεολογικοποιήσει έτσι ώστε, διανύοντας μια μακρόχρονη ζωή γεμάτη ιδεοληψίες, να είναι σε θέση να κομίσει αυτό το σκοτεινό ιδεολογικό πακέτο στο σήμερα-εποχή αναβίωσης των ολοκληρωτικών ιδεολογιών- και να το μεταλαμπαδεύσει στους μαθητές του-γιατί, εκτός από τις άλλες ιδιότητές του, αυτός ο άνθρωπος είναι ένας καθηγητής Ιστορίας.

Η πρώτη μου σκέψη είναι πως έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα μαθητείας, όχι με την κλασική έννοια της ιστορίας ενηλικίωσης, αλλά ως ένα συνεχές ταξίδι, με γεγονότα και ματαιώσεις και συγκρούσεις. Πώς το πέρασμα του χρόνου μπορεί να οδηγήσει το άτομο, εδώ τον πρωταγωνιστή, στην τελική ριζοσπαστικοποίηση; 

Η πρώτη σκέψη είναι συνήθως και η ορθότερη: όντως είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας, που φέρνει την επιστημονική σκέψη του ήρωα σε κατάφωρη σύγκρουση με το παρελθόν. Κατ’ουσίαν η πνευματική του ενηλικίωση δεν επέρχεται ποτέ, άρα υπό μιαν έννοια είναι ένα «αντίστροφο bildungsroman». Ο Άλκης Δομέστικος είναι ένας ριζοσπαστικόςδιανοούμενος, με τη διαφορά ότι ο ίδιος αντιλαμβάνεται τον ριζοσπαστισμό ως αδιαλλαξία και ως ανυποχώρητη στάση στηλίτευσης του κοινοβουλευτισμού. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είναι, προπάντων, ένας αμετανόητος νοσταλγός του παρελθόντος-θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει παρελθοντολάγνο– και με βάση αυτήν του την εμμονή διαμορφώνει και μια τελείως υποκειμενική αντίληψη του χρόνου: ο χρόνος είναι γι’αυτόν καταλυτικός, τελεσίδικος, ματαιωτικός και εχθρικός, αφανίζει τα (δικά του) ιδεώδη και στη θέση τους αναδεικνύει ευτελείς (κατ’αυτόν) αξίες που προέρχονται από τα σπλάχνα των μαζών. 

Η λύση έρχεται με ένα δραματικό, όμοιο με αρχαίας τραγωδίας, φινάλε. Χωρίς να θέλω να κάνω “spoiler” στους αναγνώστες, συνδέεται με τη ρήση «καλύτερα να καίγεσαι παρά να μαραζώνεις», που λέει και ο Neil Young; 

Υπάρχει κάθαρση στην τελική σκηνή, που επέλεξα να είναι ένας θάνατος συνειδησιακός και μια ανάλωση στις τύψεις, ούτως ώστε να αποφύγω τις δηλωτικές, αποφαντικές ενέργειες, τις τελεσίδικες σκηνές, τη Θεία Δίκη στην ειθισμένη της εκδοχή και, κυρίως, να αποστρέψω το βλέμμα από το γεγονός του βιολογικού θανάτου, που κατ’ουσίαν μάς είναι άγνωστο, άρα κάθε προσπάθεια εξεικόνισής του είναι μάλλον μάταιη.

Το εξόδιο, τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι ποιητικό και ελλειπτικό γιατί, όπως λέει ο Neil Young στο τραγούδι που θυμηθήκατε: «Να που υπάρχουν περισσότερα στην εικόνα απ’όσα πιάνει το μάτι»!

Στο προηγούμενο έργο σας, «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» ασχολείστε με το προσφυγικό και μία ομάδα «οδοιπόρων» που συνδέονται με τον θρύλο. Τώρα, στα «Σπλάχνα», ο ήρωας δημιουργεί τους δικούς του κανόνες και προσταγές, την προσωπική του μυθολογία. Είναι, ακόμη, οι μύθοι ένας τρόπος νοηματοδότησης και πώς μπορούν να καταστούν επικίνδυνοι, για το άτομο αλλά και για το ευρύτερο πλάισιο;  

Νομίζω πως μόνον ο μύθος εξασφαλίζει στοιχειώδεις νοηματοδοτήσεις στην ανθρώπινη ζωή, είτε πρόκειται για θρησκευτικό μύθο, είτε για επιστημονικό, είτε για προσωπική μυθολογία. Οι ανέστιοι και πένητες πρωταγωνιστές στο «Κυνήγι του βασιλιά Ματθία» κινούνται από τον μύθο της ελευθερίας και αντλούν δύναμη από έναν αντίστοιχο θρύλο του παρελθόντος. 

Ο Άλκης Δομέστικος περνά σε απόλυτα προσωπική μυθοποίηση κάποιων εννοιών και κάποιων ιστορικών γεγονότων, ενώ παράλληλα δημιουργεί επίπλαστη Ιστορία, και τη διδάσκει κιόλας. Και στις δύο περιπτώσεις το μυθιστόρημα τροφοδοτεί τις ενέργειες των ηρώων με μύθους που, πέραν από καύσιμη ύλη και κίνητρο ενεργειών, είναι και ύλη εκρηκτική, βίαιη και επικίνδυνη. Εμπνέουν ρομαντικές προσωπικότητες που παραληρούν και συχνά υπερβαίνουν το ανθρωπίνως εφικτό: διδασκάλους, πνευματικούς ηγέτες και πολιτικούς αιθεροβάμονες και ιδεοληπτικούς, λαϊκιστές και φασίζοντες. 

Δυστυχώς, δε, οι υπερβάσεις του μέτρου και του ανθρωπίνως εφικτού απαιτούν στον βωμό τους, ως εξιλαστήρια θύματα, τους αθώους, ανυποψίαστους ανθρώπους των μαζών. 

Ως διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας, πώς θα κρίνατε την όλο και αυξανόμενη ρητορική μίσους; Είναι ένα φαινόμενο που πάντα υπήρχε και είναι πλέον πιο ορατό λόγω των ΜΜΕ ή οι υπάρχουσες συνθήκες δημιουργούν νέα αυγά του φιδιού; 

Για κάποιους στρατευμένους διανοούμενους οι έννοιες της πατρίδας, του γενέθλιου τόπου, της καταγωγής, της ευημερίας, του πολιτισμού, ακόμη και η θεϊκή βούληση, μετατρέπονται σε όπλα αποκλεισμού: με ένα ραβδί έχει χαραχθεί από κάποιους ιστορικούς το όριο κυριαρχίας των «εντόπιων», ως εάν επρόκειτο για δικαιωματική εγκατάσταση στην κατακτημένη και συλημένη γη- μια γη που οπωσδήποτε ανήκε, κάποτε, σε κάποιους άλλους. 

Εδώ θεμελιώνεται η σχετική ρητορική του μίσους, και γι’αυτό και το συνηθέστερο μοτίβο διωγμού είναι ο διωγμός του αλλοεθνούς, του νεήλυδος, του αλλόθρησκου και του απάτριδος. Το φαινόμενο εντείνεται, φυσικά, στις μέρες μας, όπου μάζες Ασιατών και Αφρικανών μεταναστεύουν κι εγκαθίστανται στη Δύση, κλυδωνίζοντας και απειλώντας τους ισχύοντες κανόνες κυριαρχίας. 

Η ακαδημαϊκή σας πορεία σας έχει βοηθήσει στη συγγραφή μυθοπλασίας, ή το αντίστροφο;

Οι σπουδές και η διδασκαλία διευκολύνουν, με επιστημονικό λεξιλόγιο και μέθοδο, την προσπάθεια ενός συγγραφέα να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση. Ενώ η λογοτεχνική μυθοπλασία είναι μια διεργασία χειραφέτησης από τα όρια της επιστημονικής ορολογίας. 

Στην ουσία, συζητούμε για δύο διαφορετικές οδούς προσέγγισης του μοναδικού ενδιαφέροντος αντικειμένου έρευνας: της ανθρώπινης κατάστασης και της θέσης του ανθρώπου μέσα στη Φύση και στην Ιστορία.

Στο βιβλίο σας υπάρχει έντονο το παιχνίδι ανάμεσα στο «φυσιολογικό» ή μη, στην κοινωνική νομιμοποίηση και στον στιγματισμό, καθώς και στα όρια, προσωπικά και κοινωνικά, όπως αυτά που βιώνει ο Δομέστικος. Ζούμε, τελικά, σε μία κοινωνία αντιθέσεων, κυκλοθυμική και παράλογη; 

Μα βέβαια. Ανέκαθεν ήταν παράλογη η κοινωνική διευθέτηση των ορίων φυσιολογικού και μη φυσιολογικού. Το παιχνίδι ενάντια στις νόρμες για τον Άλκη Δομέστικο είναι απόρροια της σεξουαλικής του ιδιαιτερότητας και γι’αυτόν η δαμόκλειος σπάθη του στιγματισμού είναι κυρίαρχος, με αποτέλεσμα νασυμμορφώνεται, έντρομος, προς τις κοινωνικές επιταγές και να απαιτεί και τη συμμόρφωση των υπολοίπων, μετερχόμενος αυταρχικές μεθόδους και κινούμενος από απόλυτη ιδιοτέλεια. 

Όμως, αντίθετα με τον φασίστα, που αποδέχεται τις εξουσιαστικές σχέσεις και τις αναπαράγει φοβούμενος να αποδεχθεί την ιδιαιτερότητά του, ο ελεύθερος, συνειδητοποιημένος άνθρωπος οφείλει να προασπίζεται την ιδιαιτερότητά του, συγκρουόμενος με τις νόρμες. Αλίμονο αν επιτρέψουμε στην κυρίαρχη ηθική να επικαθορίζει τις πράξεις και τις επιλογές μας: έτσι θα οδηγηθούμε σε μια κοινωνία προβάτων, θα μετατραπούμε σε άβουλο ποίμνιο που θα ζει μηχανικά τη ζωή του στους λειμώνες που άλλοι φύτεψαν για εμάς.

Τέλος, ποια θα ήταν η συμβουλή σας προς τους επίδοξους συγγραφείς; 

Το έχω πει και θα το επαναλάβω: τους συμβουλεύω να διαβάζουν συστηματικά τους κλασικούς σε καλές μεταφράσεις και να μην αντιμετωπίζουν υπεροπτικά την υπέροχη ελληνική γραμματεία. Αν δεν διαβάσεις Έλληνες συγγραφείς πώς θα διεκδικήσεις μια θέση στο πάνθεον της ελληνικής λογοτεχνίας;

*Το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.