Όλγα Σελλά: Αυτό που είχε σημασία για εμένα ήταν να είμαι δίκαιη

Η Όλγα Σελλά δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Αν δεν την πετύχαινες στο θέατρο ή σε κάποιο φεστιβάλ θα έγραφε ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» ή θα ετοίμαζε κάποια συνέντευξη. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Πόσες λέξεις»; Ένα πολιτιστικό μετά-ρεπορτάζ 1995 -2016» από τις εκδόσεις Στερέωμα -ένας μικρός θησαυρός γεμάτος γεγονότα, πρόσωπα και δικές της στιγμές- συνομιλήσαμε μαζί της και όλα όσα μας είπε επιβεβαιώνουν αυτό που λέγεται για εκείνη είκοσι-τόσα χρόνια μετά. Πόσο σπουδαία δημοσιογράφος είναι.

Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Πόσες λέξεις;», από τις εκδόσεις Στερέωμα. Το απόσταγμα 21 χρόνων στο πολιτιστικό ρεπορτάζ της Καθημερινής. Ποια ήταν η αφορμή να το γράψετε;

Για να είμαι ειλικρινής, ακόμα και τώρα, δεν το έχω αποκωδικοποιήσει εντελώς. Μάλλον, ήταν η ανάγκη μου να συνεχίσω να γράφω. Όταν συνειδητοποίησα ότι τελείωσε η «θητεία» μου, θέλησα να κάνω έναν απολογισμό, σαν προσωπικό ημερολόγιο. Όχι, όμως να γράψω ένα βιβλίο, δεν υπήρχε εξαρχής αυτή η διάθεση, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Περισσότερο να βάλω τις αναμνήσεις μου κάτω ήθελα. Ο Νίκος Βατόπουλος είναι εκείνος που με παρακίνησε να κάνω κάτι πιο συγκεκριμένο. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να φτάσει στην τελική του μορφή. Στην αρχή ήταν όλα συγκεχυμένα, ανοργάνωτα. Έπρεπε να σκεφτώ πώς θα το χτίσω, πώς θα βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Στην πορεία όλα πήραν τον δρόμο τους.

Στο τελευταίο κεφάλαιο αναφέρεστε στην διαδικασία επιλογής υλικού. Τι θα συμπεριλάβετε στο βιβλίο σας και τι θα αφήσετε έξω. Τα κριτήρια ήταν περισσότερο προσωπικά ή δημοσιογραφικά;

Ήταν και τα δύο και ακριβώς αυτό ήταν το δύσκολο. Αφενός επέλεγα με βιωματικά κριτήρια αφετέρου ήθελα να έχει και ένα δημοσιογραφικό αποτέλεσμα. Μια δημοσιογραφική αφήγηση των γεγονότων που υπήρξαν, που σιγά σιγά αφηγήθηκαν και μια όψη από την ιστορία του τόπου. Αυτό έπρεπε να το παντρέψω οπωσδήποτε με το βίωμα μου και αυτή ήταν η πρόκληση. Όταν ολοκληρώθηκε το βιβλίο αρκετές φορές έπιασα τον εαυτό μου να λέει «ωχ δεν έβαλα αυτό» ή «ξέχασα εκείνο». Πιο πολύ αυτό αφορούσε τις μικρομνήμες, τα ενσταντανέ και όχι τα κεντρικά πολιτιστικά γεγονότα. Αλλά η μνήμη συχνά παίζει κρυφτό.

Είμαι σίγουρη πως έχετε πολλά κλασέρ και σημειώσεις που δεν έχουμε δει ακόμη. Να ελπίζουμε σε ένα δεύτερο βιβλίο;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Καθόλου δεν περνάει από το  μυαλό μου κάτι τέτοιο, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Και δεν νομίζω ότι θα ήθελα να ξανακάνω κάτι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δεν θα είναι πια πρωτότυπο. 

Στις 200 περίπου σελίδες του «Πόσες λέξεις;» ξετυλίγεται μια ολόκληρη εποχή που λειτούργησε μεταβατικά περιγράφοντας τις τεράστιες αλλαγές που υπήρξαν από το 1995 έως και το 2016. Νιώθετε νοσταλγία για εκείνες τις εποχές;

Νοσταλγία νιώθουμε πάντα για κάτι που έχει περάσει, μερικές φορές το εξωραΐζουμε κιόλας. Αυτό όμως από μόνο του δεν λέει κάτι, γιατί αρκετές φορές το πιο πίσω είχε και περισσότερες απαιτήσεις. Σίγουρα υπήρχαν δυσκολίες στην προ google εποχή, όμως υπήρχε και μια διαφορετική αίσθηση συλλογικότητας στην ημερήσια διαδικασία της εφημερίδας. Αυτό έχω την εντύπωση πως δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη δουλειά, αλλά γενικά τον τρόπο που κινούμαστε σε όλα τα πράγματα. Υπήρχαν και πολύ δύσκολες στιγμές, μην τα εξιδανικεύουμε όλα. Αυτό που νοσταλγώ είναι σίγουρα στιγμές και ανθρώπους.

Κάνοντας την ερευνά μου με όσους μίλησα για την Όλγα Σελλά όλοι είχαν να πουν καλά λόγια. «Καλή συνάδελφος», «άψογη επαγγελματίας», «υποστηρικτική», «δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της»… Πόσο δύσκολο είναι να υπάρξεις σε αυτό τον χώρο με το κεφάλι ψηλά;

Είναι πολύ συγκινητικά αυτά τα λόγια και νιώθω λίγο αμήχανα. Δεν ξέρω πως να το σχολιάσω, νομίζω πως απλά ήμουν ο εαυτός μου. Ήμουν εγώ. Δεν έκανα κάτι σχεδιασμένο, λειτουργούσα όπως ένιωθα. Αυτό που για μένα είχε σημασία, και είχε να κάνει με το αξιακό μου σύστημα, ήταν να είμαι δίκαιη στη δουλειά. Να μη φέρω σε δύσκολη θέση έναν καλλιτέχνη, έναν δημιουργό, να μην αδικήσω τις όψεις ενός γεγονότος. 

Προλάβατε την εποχή που η λέξη δημοσιογράφος τύχαινε αναγνώρισης και αποδοχής. Στις μέρες μας τα πράγματα είναι μάλλον λίγο διαφορετικά. Πού οφείλεται αυτό; Ζούμε στη εποχή της μεγάλης αποκαθήλωσης;

Η μεγάλη αλλαγή ξεκίνησε με την ιδιωτική τηλεόραση και πέρασε και στον έντυπο τύπο. Ξαφνικά, οι δημοσιογράφοι έγιναν περσόνες. Παλιότερα δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι θα μετέχει ένας δημοσιογράφος σε παρουσίαση βιβλίου -κάτι το οποίο τώρα θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό- ή να μετάσχει σε επιτροπή βραβείων. Αυτό ήταν αντιδεοντολογικό. Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι κυριαρχεί η διάθεση της προσωπικής προβολής, παρά η ίδια η είδηση, το ρεπορτάζ. Σε αυτό δεν φταίνε απαραίτητα οι νεότεροι συνάδελφοι, έχουν αλλάξει πάρα πολύ και οι διαδικασίες στη δημοσιογραφία. Δεν υπάρχει ο αρχισυντάκτης που θα σου γυρίσει πίσω το κείμενο, θα σε καθοδηγήσει. Δεν υπάρχουν καν διορθωτές στα περισσότερα sites. Υπάρχει μια βιασύνη, μια προχειρότητα, μια αγωνία. Επίσης, αυτό που βλέπω είναι μια έλλειψη διάθεσης για κόπο, παρότι οι ευκολίες είναι απείρως περισσότερες τώρα. Όσο σκέφτομαι ότι υπήρξε εποχή, χωρίς κινητά τηλέφωνα και διαδίκτυο, που έπρεπε να παραδώσουμε βραδινό ρεπορτάζ! Πλέον, με την υπερπροσφορά κυρίως ηλεκτρονικών μέσων, η δημοσίευση ενός κειμένου είναι κάτι πολύ απλό, χωρίς να ζητείται προπαίδεια. Ασφαλώς είναι μια διαφορετική εποχή, ασφαλώς μας έχει λύσει τα χέρια η τεχνολογία, ασφαλώς δεν ισοπεδώνω τα ηλεκτρονικά μέσα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν πολλά, αξιόπιστα και σοβαρά.

Έχετε πάρει συνεντεύξεις από πολύ σπουδαίες προσωπικότητες. Δεν θα σας ρωτήσω ποιες είναι οι αγαπημένε σας, αλλά για ποιες είχατε το μεγαλύτερο άγχος; Ποιες σας παίδεψαν κάνοντας σας να σβήνετε και να γράφετε;

Αυτό που έχω καταλάβει μετά από τόσα χρόνια και το κρατάω και λίγο σαν γούρι ακόμα και σήμερα είναι το άγχος που είχα όταν πήγαινα να πάρω μια σημαντική συνέντευξη. Αυτομάτως έμπαινα σε μια διαδικασία ότι αυτό δεν είναι μια απλή διεκπεραίωση για να γεμίσουμε την σελίδα ή να βγάλουμε μια υποχρέωση, με αφορούσε ο άνθρωπος που είχα απέναντι μου. Είτε ήταν κάποιος ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος είτε κάποιος λιγότερο γνωστός. Έχω πάρει άπειρες συνεντεύξεις που δεν αναφέρονται απαραίτητα στο βιβλίο. Έχω καταλήξει πως όταν πήγαινα χαλαρή δεν με ενδιέφερε και τόσο, το λέω ευθέως αυτό. Όταν όμως, είχα άγχος, δημιουργικό πάντα, είχα το προαίσθημα πως θα έβγαινε κάτι καλό. Σαν να με κινητοποιούσε. Και όντως λειτουργούσε στο αποτέλεσμα. Ακόμα μου συμβαίνει αυτό.

Σας είχε ζητηθεί ποτέ προσωπική χάρη; Είτε από την εφημερίδα είτε από δικές σας γνωριμίες; Να αλλάξετε κάτι στα γραπτά σας ή να «στρογγυλέψετε» την κριτική σας;

Βέβαια, εμείς τότε το λέγαμε κομψά «δουλείες», ρουσφέτια δηλαδή. Ναι, συνέβαινε είτε από τους αρχισυντάκτες είτε από την διεύθυνση της εφημερίδας. Για παράδειγμα μπορεί να λέγανε κάνε κάτι για τον τάδε, εννοείται εφόσον στο ζητούσε ο διευθυντής με αυτόν το τρόπο, θα έγραφες κάτι καλό. Ο κίνδυνος πάντα ήταν -και τον έχω νιώσει και αυτό ήταν το δύσκολο κομμάτι αυτής της δουλειάς- όταν γνωριζόμασταν με τον άλλον. Προσωπικές σχέσεις υπήρχαν. Όταν πηγαίναμε στα φεστιβάλ πέντε ημέρες, μια εβδομάδα στις εκθέσεις δημιουργούνταν μια κοινότητα, μια παρέα, μια προσωπική επαφή. Εκεί ήταν το πρόβλημα. Αυτή η προσωπική ασυνείδητα σε ανέστελλε από το να είσαι πολύ επικριτικός όταν έπρεπε να γράψεις για ένα βιβλίο, μια παράσταση ή ό,τι άλλο. Έπρεπε να κρατηθεί η ισορροπία. Ίσως για αυτό λένε πως δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου. Μου ήταν δύσκολο να γράψω κάτι που δεν πίστευα. Καλός άνθρωπος ο τάδε, ωραία περάσαμε στην Φρανκφούρτη παραδείγματος χάριν, αλλά εδώ πρέπει να αποτυπώσω αυτό που πραγματικά πιστεύω γιατί θέλω να είμαι δίκαιη και γιατί και εγώ κρίνομαι.

Σας έχουν στοχοποιήσει ποτέ για κάτι που γράψατε και δεν τους άρεσε;

Έχει γίνει αυτό και τότε έπαιρναν και τηλέφωνα στις εφημερίδες. Δεν θα το έλεγα στοχοποίηση, ήταν η γνωστή γκρίνια. Επίσης, υπήρχαν εκείνοι που μπορεί να μην γκρίνιαζαν, να μη διαμαρτύρονταν, αλλά κρατούσαν μια «μπλαζίλα». Το έβλεπες για κάποιο διάστημα στην προσωπική επαφή. Το ένιωθες. Υπήρχε ένα είδος τιμωρίας. Δεν θα σου έδιναν την αποκλειστική πληροφορία, την καλή είδηση για το ρεπορτάζ που ενδεχομένως να σου έδιναν αν δεν είχες γράψει αρνητικά. Μήπως, και τώρα δεν γίνεται αυτό;

Πως βλέπετε τα πράγματα όσον αφορά το θέατρο το φετινό καλοκαίρι; Τι διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει;

Είναι μια πολύ δύσκολη συνθήκη για όλους αυτή η ιστορία της πανδημίας. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν κάποια πράγματα να έχουν γίνει αλλιώς. Πάντα μπορούν να γίνουν καλύτερο σχεδιασμοί, κατά την γνώμη μου. Αυτό που θεωρώ πως, ίσως, ήταν ελλειμματικό είναι το Φεστιβάλ Αθηνών. Για ποιο λόγο δεν πραγματοποιήθηκαν κι άλλες παραστάσεις σε κάποιους άλλους χώρους ενδεχομένως ανοιχτούς που παρέχονταν δωρεάν; Ο δήμος Αθηναίων παρείχε χώρους δωρεάν, ο δήμος Πειραιά επίσης. Μ’ έναν άλλο σχεδιασμό, πιο ευέλικτο, περισσότεροι καλλιτέχνες θα είχαν δουλειά. Νομίζω πως εκεί έκλεισε το θέμα λίγο παραπάνω γρήγορα από ό,τι έπρεπε. Θα μπορούσαν να γίνουν κι άλλες παραστάσεις στην Επίδαυρο, διότι πήγαν πολύ καλά αυτές που έγιναν και ο κόσμος από ότι φάνηκε το ήθελε. Ακόμα και να μπουν παραστάσεις του Φεστιβάλ στο πρόγραμμα που έκανε το ΥΠΠΟΑ στους αρχαιολογικούς χώρους. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μπήκαν. Παραγωγές που είχαν ήδη χρηματοδοτηθεί. Εγώ που πήγα σε δύο εκδηλώσεις μου άρεσε ιδιαίτερα. Ήταν πολύ ωραία η συνθήκη. Ζωντάνεψαν οι αρχαιολογικοί χώροι. Θα ήταν μια ενδιαφέρουσα επιλογή αυτή.

Κοιτώντας πίσω μετανιώνετε για κάτι; Αν μπορούσατε να γυρίσετε τον χρόνο θα αλλάζατε την απόφαση σας να γίνεται δημοσιογράφος;

Αυτό δεν θα το άλλαζα ποτέ. Είναι το μόνο σίγουρο. Ίσως για μερικούς δισταγμούς μου να μετανιώνω. Θα ήθελα να είμαι πιο αποφασιστική κάποιες στιγμές. Υπήρχαν περισσότεροι δισταγμοί από ό,τι έπρεπε. Στο πως θα διαχειριζόμουν τις στιγμές, τον εαυτό μου, τα θέματα, την παρουσία μου στον χώρο. Αυτό ίσως να άλλαζα, να ήμουν πιο δυναμική, ακόμα περισσότερο δυναμική.