Θέμελης Γλυνάτσης: Ο Σαίνμπεργκ είναι από τους συνθέτες που μας μαθαίνουν να ακούμε μουσική με νέο τρόπο

Με αφορμή την παράσταση «Εξαϋλωμένη νύχτα» του Άρνολντ Σαίνμπεργκ, που θα παρουσιαστεί στην Εθνική Λυρική Σκηνή στο 3ο Διαδικτυακό Φεστιβάλ με τίτλο «Η μουσική του λόγου» συνομιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Θέμελη Γλυνάτση, ο οποίος μας εξήγησε τους λόγους που τον έκαναν να επιλέξει το συγκεκριμένο έργο και ποια είναι η διαδικασία εξερεύνησης κάθε νέας δημιουργίας του. Παράλληλα, μας δίνει την δική του απάντηση για το τι θεωρεί τέχνη.

Στις 9 Δεκεμβρίου η Εθνική Λυρική Σκηνή θα παρουσιάσει το 3ο Διαδικτυακό Φεστιβάλ της με τίτλο «Η μουσική του λόγου» το οποίο απαρτίζεται από πέντε ιστορίες μικρού μήκους. Εσείς θα σκηνοθετήσετε την «Εξαϋλωμένη νύχτα» του Άρνολντ Σαίνμπεργκ. Πείτε μας δυο λόγια

Αρχικά, να πούμε πως το έργο δεν είναι γραμμένο για να παρουσιάζεται σκηνικά. Είναι ένα σεξτέτο εγχόρδων γραμμένο από τον νεαρό Άρνολντ Σαίνμπεργκ το 1899, πριν ο συνθέτης κάνει την αισθητική «έκρηξη» με την επινόηση του δωδεκαφθογγισμού και του ατονισμού, μέθοδοι σύνθεσης για τις οποίες έμεινε στην ιστορία. Η Εξαϋλωμένη νύχτα είναι συνεπώς ένα έργο «μη αντιπροσωπευτικό», που παρότι δημοφιλές, δεν είναι τόσο γνωστό όσο οι μεταγενέστερες συνθέσεις του Σαίνμπεργκ. Αυτό το καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρον σαν έργο – είναι μια σύνθεση που από τη μια μεριά πατάει σαφώς στη Γερμανοαυστριακή συνθετική παράδοση, από την άλλη όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η σύλληψη του είναι συνυφασμένη με μια πεντακάθαρη διάθεση έρευνας από τη μεριά του συνθέτη. Είναι ένα έργο μεταιχμιακό, και όπως όλα τα μεταιχμιακά έργα, εκπέμπει μια σαγηνευτική αισθητική αστάθεια – το ακούμε, και δεν είμαστε βέβαιοι πώς θα έπρεπε να αντιδράσουμε, να αισθανθούμε, να σκεφτούμε. Συν τοις άλλοις, το έργο έχει έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ο Σαίνμπεργκ το έγραψε σαν αποτύπωση της έντονης ερωτικής του αγωνίας για την κόρη του δασκάλου του μουσικής, του επίσης σημαντικού συνθέτη Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκι (την οποία εν τέλει παντρεύτηκε). Με λίγα λόγια: ένα έργο νεότητας, ένα έργο στο ενδιάμεσο μεταξύ παράδοσης και πρωτοπορίας, και ένα έργο που εξερευνά την αγωνία της ερωτικής επιθυμίας, μέχρι να μετατραπεί αυτή σε μια μυστικιστική διαδικασία εξιλέωσης και μεταμόρφωσης. 

Το πολύ ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο έργο είναι πως «κρύβει» ένα κείμενο, το ομώνυμο ποίημα του Ρίχαρντ Ντέμελ, το οποίο λειτουργεί σαν μια υπόγεια και σιωπηλή πηγή έμπνευσης. Παρά το γεγονός πως ο Σαίνμπεργκ δεν χρησιμοποιεί ούτε λέξη από το ποίημα, η σύνθεσή του είναι ουσιαστικά μια μουσική «μεταγραφή» του ποιήματος σε μια ιδιαιτέρως περίπλοκη μουσική αρχιτεκτονική. Και πάνω στο ποίημα βασίστηκε και η παράσταση που θα προβληθεί από την Εθνική Λυρική Σκηνή στις 9 Δεκεμβρίου. Η ιστορία αυτή μιλά για την αποκάλυψη μιας γυναίκας στο σύντροφό της πως είναι έγκυος από άλλον άντρα, και για την αποδοχή του παιδιού από τον άντρα, που οδηγεί τους χαρακτήρες σε ένα εξπρεσιονιστικό φινάλε όπου τα πάντα πλημμυρίζουν στο φως. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στόχος μου στη συγκεκριμένη δουλειά ήταν να υπηρετήσω με μεγάλη συνέπεια τις «μεταπτώσεις» του μουσικού έργου, και να φτιάξω μαζί με τους συνεργάτες μου ένα έργο που ισορροπεί ανάμεσα στη βιντεοσκοπημένη παράσταση, τον κινηματογράφο και το animation – χρησιμοποιώντας στοιχεία από τα διαφορετικά αυτά «ιδιώματα», θέλαμε να φτιάξουμε ένα ψυχογράφημα βασισμένο σε έντονες, αλλόκοτες εικόνες, να πειραματιστούμε με το φως, με την επεξεργασία της εικόνας και τα εφέ. Ήθελα να δημιουργήσω μια εικονογραφία ενός εφιάλτη που εισβάλει στην πραγματικότητα, και που σιγά-σιγά, διαλύεται, και δίνει την θέση του σε μια εκστατική πραγματικότητα, που και αυτή, με τη σειρά της, παύει σε μια τελική γαλήνη.

Η Εξαϋλωμένη νύχτα ανήκει στην μεταρομαντική περίοδο του συνθέτη. Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε αυτό το έργο;

Κατ’ αρχάς, ο Σαίνμπεργκ είναι από τους πλέον αγαπημένους μου συνθέτες, παρά το γεγονός πως πολλές φορές τα έργα του φαντάζουν δύσβατα. Όμως αυτό είναι προκατάληψη – ο Σαίνμπεργκ είναι από τους συνθέτες εκείνους που μας μαθαίνουν να ακούμε μουσική με νέο τρόπο, και συνεπώς, να ερχόμαστε σε επαφή με ένα καινούργιο πλαίσιο συναισθημάτων, αναφορών, δομών και σκέψεων. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Ρομαντισμός που έτρεφε για χρόνια τη μουσική φιλοσοφία των Γερμανών και των Αυστριακών δεν εγκαταλείπει ουσιαστικά ποτέ τις συνθέσεις του Σαίνμπεργκ – είναι όμως ένας Ρομαντισμός επαναδιατυπωμένος. Όταν λοιπόν ο Γιώργος Κουμεντάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ, μου απαριθμούσε τις σκέψεις του για το 3ο ιντερνετικό φεστιβάλ και ανέφερε την Εξαϋλωμένη νύχτα, του είπα επί τόπου, και χωρίς πολλή σκέψη, πως αυτό ήθελα να κάνω. Παρά το γεγονός πως δεν είναι γραμμένο για σκηνική αναπαράσταση, και πως θα έπρεπε, παρέα με τους συνεργάτες μου, να «εφεύρουμε» τη σκηνική δράση. Ήταν μια πρόκληση, που μετά από μερικές μέρες με πανικόβαλε, αλλά μετά από λίγο με οδήγησε να βάλω με το νου μου ένα νέο τρόπο δουλειάς – το στήσιμο, δηλαδή, μιας παράστασης, που δεν θα οδηγούσε απλά σε μια βιντεοσκόπηση. Εξ αρχής ολόκληρη η παράσταση στήθηκε με τη σκέψη πως θα προβαλλόταν διαδικτυακά, και πως η αισθητική της ταυτότητα θα ολοκληρωνόταν στο μοντάζ και στο post production, μια διαδικασία πρωτόγνωρη για μένα.  

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ποια διαδρομή ακολουθείτε για να προσεγγίσετε ένα κείμενο;

Το κάθε κείμενο λειτουργεί με διαφορετικούς κανόνες, άρα δεν νομίζω πως υπάρχουν συγκεκριμένες διαδρομές που ισχύουν για κάθε περίσταση. Βασικό για μένα είναι να αφουγκραστώ ένα έργο (ειδικά εάν είναι μουσικό), να ακούσω την έντασή του, να προσέξω πολύ την αρχιτεκτονική του και τη φόρμα του, και να εστιάσω στις ιδέες, ή τα μοτίβα ή τις εικόνες που φαντάζουν να ξεπροβάλλουν με μεγαλύτερη επιτακτικότητα απ΄ ό,τι άλλες. Και φυσικά από την πρώτη στιγμή σχεδιάζω στο χαρτί – μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να επεξεργαστώ τη δραματουργία μιας παράστασης εάν δεν ξεκινήσω με το χώρο στον οποίο διαδραματίζεται κάτι. Σταδιακά, στήνω ένα προσχέδιο ολόκληρης της παράστασης, που περισσότερο θυμίζει μια αλληλουχία τοπίων, και μετά, το υλικό αυτό το δοκιμάζω στην πρόβα. Αρχικά μου αρέσει να δουλεύω γρήγορα, θέλω να βγει ένα πρώτο σχεδίασμα στη πρόβα, όσο άτεχνο κι αν μοιάζει. Χρειάζομαι μια βάση, ένα σκίτσο, το οποίο, πάντα με τη συμβολή των συνεργατών μου, εξελίσσεται σε οργανικές φόρμες που αλληλοτροφοδοτούνται, και σταδιακά, αρχίζουν να εκπέμπουν συναίσθημα. Ουσιαστικά είναι σαν να χτίζεις ένα σπίτι: ο χώρος, το σκίτσο, το αρχιτεκτονικό σχέδιο, το χτίσιμο και η κατοίκηση. 

Πέντε έργα πέντε διαφορετικοί σκηνοθέτες. Πόσο δύσκολο ήταν να βρεθεί κοινός άξονας;

Το κάθε έργο δημιουργήθηκε ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, κι έτσι δεν υπήρχε ανάγκη για κοινό άξονα. Και με αυτό τον τρόπο, το κάθε φεστιβάλ της Λυρικής Σκηνής, παρότι έχει πάντα μια κοινή θεματική, προτείνει διαφορετικές προσεγγίσεις, γεγονός που κάνει το όλο εγχείρημα τόσο ενδιαφέρον. 

Σπουδάσατε Συγκριτική Λογοτεχνία, Αρχαίο Δράμα και Θέατρο της σκληρότητας, του Αντονέν Αρτώ. Πότε συνειδητοποιήσατε πως θέλετε να ασχοληθείτε με το θέατρο; 

Νομίζω πως σε κάποιο βαθμό πάντα ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο, ή μάλλον, με αυτά που γίνονται επί σκηνής. Αλλά λίγο πριν το πανεπιστήμιο, αυτή η πανταχού παρούσα, αν και θολή, πεποίθηση μετατράπηκε σχεδόν αυτόματα σε επιταγή και ανάγκη. Και από τότε έχω περάσει τη ζωή μου να εξερευνώ τη σκηνή από όσες περισσότερες πτυχές μπορώ: από το θέατρο και την όπερα, μέχρι τη λογοτεχνία και τη μουσική, κλέβοντας από δω κι από κει τεχνάσματα, μεθόδους, εικόνες και κατευθύνσεις σε αναζήτηση μιας δικής μου γλώσσας. 

Ποιες είναι οι επιρροές σας; Υπάρχουν σχολές και ρεύματα στην τέχνη που καθοδηγούν έναν δημιουργό ή όλα είναι έμπνευση της στιγμής;

Οι επιρροές μου είναι πολλές, διαφορετικές, προερχόμενες από το θέατρο, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μουσική, τη φύση, την αρχιτεκτονική… Η λίστα είναι ατέλειωτη. Ειλικρινά μου είναι δύσκολο να φανταστώ έναν καλλιτέχνη που βασίζεται μόνο στη στιγμιαία έμπνευση – και θέλω να πω πως η χρήση του πλήθους εικόνων, συναισθημάτων, και σκέψεων που προκύπτουν σε μια στιγμή ως πρώτη ύλη δημιουργίας απαιτεί τέτοιο βαθμό εκπαίδευσης, πειθαρχίας, μεθόδου και ερμηνευτικής που ουσιαστικά αποδεικνύει το πόσο σημαντική είναι η επιρροή, τα έργα που προηγούνται, το παρελθόν. Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επιρροή και η επίδραση από άλλους καλλιτέχνες πολλές φορές είναι βασανιστική, και πρέπει να περάσει καιρός μέχρι να καταφέρει ο καλλιτέχνης όχι απαραίτητα να αποτινάξει την επιρροή από πάνω του, αλλά να την μετουσιώσει ουσιαστικά στο ηχόχρωμα της δική του φωνής – να αναγκάσει δηλαδή την επιρροή να εμφανιστεί εκ νέου, με άλλο τρόπο. Η στιγμή, όσο εντυπωσιακή και να φαντάζει, μπορεί εν τέλει να αποδειχτεί ένα εφέ – και οφείλει κανείς να μπορεί να ξεχωρίσει τη χρήσιμη ιδέα, από ένα τρικ αμφίβολης αισθητικής και λειτουργικότητας. 

Με ποιο τρόπο αντιμετωπίζετε την κατάσταση που ζούμε τον τελευταίο καιρό; Είστε αισιόδοξος για την επόμενη ημέρα;

Θεωρώ πως είναι νωρίς ακόμα να μιλήσουμε για τη συνθήκη που ζούμε – πολλές φορές βιαζόμαστε να πούμε τη γνώμη μας, ειδικότερα όταν μας περικλείει τόσος θάνατος, ίσως γιατί θέλουμε να επανατοποθετήσουμε την ύπαρξή μας σε μια χαοτική ιστορική συνθήκη. Υπάρχουν πολλά που μπορεί να πει κανείς – είναι όμως τόσο εύκολο να υποπέσει κανείς στην κοινοτοπία και σε μια τετριμμένη ερμηνεία της κατάστασης. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως τα ζητήματα που φαίνεται να αποκτούν γιγάντια σημασία είναι αυτά της φύσης (με όλες τις πιθανές ερμηνευτικές εκφάνσεις της λέξης αυτής), του κοινωνικού κράτους και της φτώχειας. 

Κλείνοντας, κύριε Γλυνάτση, μια ερώτηση που πολλούς τους φοβίζει, τι είναι τέχνη;

Η τέχνη είναι ο άρτιος συγκερασμός κρυφών δομικών κανόνων με μια στιβαρή επινόηση του ωραίου, που σαν στόχο έχει τη συνταρακτική σκέψη και το σεισμικό συναίσθημα, τα οποίο, με το που γίνονται βίωμα, εξανεμίζονται.

Info: «Εξαϋλωμένη νύχτα» του Άρνολντ Σαίνμπεργκ θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020 στις 21:30 και το βίντεο θα παραμείνει online έως 9/1. Περισσότερα για την παράσταση στο nationalopera.gr

Μουσική διεύθυνση: Στάθης Σούλης
Δραματουργία – Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Οπτικά εφέ, animation: Μάριος Γαμπιεράκης, Χρυσούλα Κοροβέση
Κινηματογράφηση: Απόστολος Κουτσιανικούλης, Γιώργος Παναγόπουλος, Κατερίνα Χαραλάμπους (blæc cinematography)

Γυναίκα: Μαρία Παρασύρη
Άνδρας: Θανάσης Δόβρης
Άγνωστος άνδρας: Θέμελης Γλυνάτσης
Παιδί: Μιχάλης Δόβρης

Ερμηνεύουν οι μουσικοί: Αργυρώ Σειρά, Στέλλα Καρυτινού (βιολί), Ηλίας Σδούκος, Πάτρικ Έβανς (βιόλα), Αλέξανδρος Μποτίνης, Μαρίνα Κολοβού (τσέλο)