Διαβάσαμε την «Πατρίδα από βαμβάκι» της Έλενας Χουζούρη
Η προσωπική μαρτυρία ενός αριστερού εξόριστου μετά τον Ελληνικό Εμφύλιο μέσα από μία μοντέρνα αφήγηση.
Για όλους τους εξόριστους και ηττημένους κομμουνιστές του Ελληνικού Εμφυλίου πολέμου η Τασκένδη έγινε η δεύτερή τους πατρίδα, η «Πατρίδα από βαμβάκι», όπως μας λέει και ο τίτλος του δεύτερου μυθιστορήματος της Έλενας Χουζούρη, ενός μυθιστορήματος που πρωτοεκδόθηκε το 2009 και φέτος τυπώθηκε και πάλι από τις εκδόσεις Πατάκη. Και για αυτούς ακριβώς τους εξόριστους και τη ζωή τους στις μακρινές παγωμένες στέπες της Ασίας μας μιλάει η συγγραφέας μέσα από την αφήγηση των προσωπικών εμπειριών του Στέργιου Χ., ενός εξόριστου κομμουνιστή γιατρού.
Μετά από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού πολλοί πρώην αγωνιστές του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα προκειμένου να αποφύγουν τις διώξεις του επίσημου κράτους και των νικητών της σύρραξης. Μέσω, λοιπόν, της Αλβανίας, πολλοί Έλληνες εξόριστοι κατέληξαν στις σοβιετικές δημοκρατίες ή την ίδια τη Ρωσία.
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, γιατρός Στέργιος Χ. βρέθηκε στη Τασκένδη, όπου έφτιαξε μία νέα ζωή από το μηδέν και δημιούργησε οικογένεια, πάντα σύμφωνα με τις υποδείξεις του Κόμματος. Όταν, όμως, ο μικρός φτερωτός θεός θα τον επισκεφθεί στο πρόσωπο της όμορφης Ρωσίδας γιατρού και συναδέλφου του, Όλγας Κιριλένκο, ο Στέργιος θα προκαλέσει, άθελά του, τη μήνιν του κόμματος και θα αναγκαστεί να διακόψει τον παράνομο, μα δυνατό αυτόν, δεσμό. Την αναδρομή της ζωής του ο γιατρός θα την κάνει καθώς το τρένο γυρίζει πίσω στην πατρίδα το 1967 τον ίδιο και την οικογένειά του μετά από δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια εξορίας.
Κριτική: Ισίδωρος Ζουργός, «Παλιές και νέες χώρες» / Εθνικοί Αγώνες και ερωτικές περιπέτειες
Η Χουζούρη δεν διστάζει να εκθέσει τις συνθήκες τρομοκρατίας τις οποίες επέβαλε στους σοβιετικούς πολίτες το ανελέητο κομμουνιστικό καθεστώς, ακόμη και μετά από τον θάνατο του «Πατερούλη», του Ιωσήφ Στάλιν, το 1953. Επιπροσθέτως, το βιβλίο της θίγει το, εν πολλοίς, άγνωστο γεγονός του εμφύλιου σπαραγμού των Ελλήνων κομμουνιστών στην Τασκένδη κατά τη διάρκεια των κομματικών εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του 1950.
Ο μοντέρνος τρόπος αφήγησης
Εκείνο όμως που κάνει το βιβλίο της Χουζούρη να διαφέρει είναι ο μοντέρνος τρόπος αφήγησης. Η συγγραφέας δεν ακολουθεί την «πεπατημένη» αφηγηματική οδό, ούτε χρονολογικά, αλλά ούτε και τεχνικά. Αποφεύγει τους ευθείς μακροσκελείς διαλόγους και την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και την οπτική του παντογνώστη αφηγητή και προτιμά, αντιθέτως, να χρησιμοποιήσει πολλά και διαφορετικά αφηγηματικά μέσα: διαρκείς παλινδρομήσεις στον χώρο και τον χρόνο που συνιστούν έναν διάλογο του τότε με το σήμερα, της Ελλάδας και της Τασκένδης, της νόμιμης συζύγου και της ερωμένης, της κομματικής ηθικής και των καταπιεσμένων συναισθημάτων, του εμφυλίου στην Ελλάδα και του εμφυλίου στο Ουχζμπεκιστάν. Ακόμη επιστολές, εγκιβωτισμένες διηγήσεις τρίτων προσώπων, παραμύθια της ρωσικής στέπας, ημερολογιακές καταγραφές, λογοτεχνικές και ιστοριογραφικές καταγραφές, όλα αυτά τίθενται στη διάθεσή της χάριν πρωτοτυπίας στην αφήγηση.
Με αυτή τη μέθοδο, του «κόψε ράψε» χτίζει η Χουζούρη τον μυθιστορηματικό σκελετό της, χρησιμοποιώντας μία ποιητική γλώσσα, εμποτισμένη ενίοτε με μία ελαφρά δόση αδιόρατης ειρωνείας. Ας μην ξεχνάμε ότι οι λογοτεχνικές αφετηρίες της συγγραφέως ήταν ποιητικές, επόμενο είναι, λοιπόν, να διατηρεί αυτού του είδους τη γλώσσα και στα μυθιστορήματά της.
Οι δύο παράλληλες διαδρομές με το τρένο, εκείνη του 1949 προς την Τασκένδη και η αντίστροφη πορεία το 1967 προς την πρώτη πατρίδα, την Ελλάδα είναι το όχημα με το οποίο ταξιδεύει όχι μονάχα ο Στέργιος, αλλά και ο αναγνώστης στις σελίδες ενός βιβλίου όπου όλα βρίσκονται διαρκώς «εν κινήσει» και όπου δεν υπάρχει τίποτε στατικό ή μόνιμο. Αντιθέτως, όλα είναι ρευστά και ευμετάβλητα.
Ακολουθήστε το tetragwno.gr στο Google News και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλα τα πολιτιστικά και τηλεοπτικά νέα.