Κριτική: Κωνσταντίνος Βορβής, «Ο ήρωας του φθινοπώρου»

https://filmwork.gr/

Κριτική για το βιβλίο ποίησης του Κωνσταντίνου Βορβή, «Ο ήρωας του φθινοπώρου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός.

Η ποιητική τού Κωνσταντίνου Βορβή διακρίνεται από την απλότητα στο ύφος, την σκεπτικιστική προσέγγιση τού λόγου και τού σώματος των λέξεων τις οποίες μεταχειρίζεται με λιτότητα, επιδιώκοντας τη συμπύκνωση και την αμεσότητα. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, προσδίδει έμφαση στη ρεαλιστική απεικόνιση τεμαχίζοντας τον χρόνο ανάμεσα στο παρελθόν και το εκάστοτε παρόν, δομώντας τον λόγο στις υπερβάσεις των εικόνων και των σχημάτων υφολογικής και αιτιακής σχέσης.

Μεταδίδει εξ αρχής τον τόνο τής διασταλτικής ερμηνείας τής βιωμένης εμπειρίας και μεταφέρει στον αναγνώστη υπόκωφο βάρος ψυχαναλυτικής δυναμικής. «Ξόδεψε ολόκληρη τη ζωή του/από τα αδάμαστα εφηβικά χρόνια/μέχρι την στιλβωμένη ωριμότητα/αναζητώντας εναγώνια το τέλειο» (σελ. 11) και από το σημείο αυτό ξεκινά μια ολάκερη περιήγηση στον χώρο και στον χρόνο τής μοναξιάς τού δημιουργού. Πράγματι, κάθε στίχος στα ποιήματα της συλλογής αναμετράται με την υπερρεαλιστική δέσμευση των δεδομένων και ομοιάζει, ολοένα περισσότερο, με ταξίδι αυτογνωσίας, το οποίο, ωστόσο, δεν γνωρίζει αφετηρία και τερματικό σταθμό, παρά μόνο ενδιάμεσες στιγμές κορυφώσεων μιας πολεμικής μεταξύ αντιτιθέμενων επιθυμιών. 

Η ίδια η πόλη, το αστεακό τοπίο και τα συμπλέγματα που το καθορίζουν εμφανίζονται κυρίαρχα στις σελίδες τής συλλογής και αναδεικνύουν πτυχές τής υλικής φρενίτιδας των καιρών, αναζητώντας, παράλληλα, τον εαυτό του μέσα στα πολυεπίεδα δεδομένα τής πραγματικότητας που βιώνει. Η τελευταία, η εμπειρική πια πραγματικότητα, μετεωρίζει το συναισθηματικό φορτίο τής πράξης στα ακρότατα όρια αυτής και ολοκληρώνει μία μαγευτική εικόνα αποπροσανατολισμού μέσα από την άρνηση παραδοχής τής ολοκληρωτικής ήττας. Για τον λόγο αυτόν και ο χρόνος εγκλωβίζει κι εγκλωβίζεται. Εγκλωβίζει το δρών υποκείμενο σε αιτιάσεις δίχως απαιτήσεις αληθοφάνειας, ενώ, ταυτόχρονα, εγκλωβίζεται στις ίδιες εκείνες στιγμές τις οποίες καλείται να υπερβεί, προκειμένου να καταστήσει σαφές στον θεατή των εξελίξεων την αίσθηση και την έκταση τής ατομικής ευθύνης.

Εξάλλου, από τα στενά δρομάκια τής Ομόνοιας, με τους παράνομους κινηματογράφους, τα ταξί που αναμένουν τους τελευταίους επιβάτες, τους οίκους ανοχής και την πνιγηρή ατμόσφαιρα που περικλείει τον χώρο, μόνο μία εικόνα, εν τέλει, κεντρίζει το ενδιαφέρον και δεν είναι άλλη από την ίδια την ξενάγηση του ατόμου στον αθέατο κόσμο τού εξωτερικού περιβάλλοντος τού αθηναϊκού μικρόκοσμου. 

Στο ίδιο πλάνο τού αστεακού τοπίου, οι αμαξοστοιχίες με τις γραμμές των τρένων και τις αφήξεις/αναχωρήσεις στους σταθμούς αυτών, επιφέρει τομή στους θορύβους ενός αδιαπέραστου πλήθους. Τα τραίνα, μεταφέροντας επιβάτες και ανθρώπινες ιστορίες, προσθέτουν διαρκώς ολοένα περισσότερο ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία διάκρισης στις καθημερινές αγωνίες για επιβίωση. Μέσω αυτών η καθημερινή πλοκή των αναζητήσεων για ένα προσδόκιμο μέλλον, σε ένα δυσοίωνο παρόν, αποκτά νόημα και ουσία.

Ο οδηγητής αυτής της πορείας, το ατομικό εγώ, ενώπιον του θανάτου και του οριστικού τέλους τής διαδρομής, αναμετράται με την απόσταση που χωρίζει την υλική πραγματικότητα από την ελευθερία τού ανθρώπινου παράγοντα. Γνωρίζει εκ των προτέρων ο ποιητής πως η ανθρώπινη παρουσία στις εποχές μας δεν λαμβάνεται υπόψιν παρά μόνο με όρους λογιστικής. Κι όταν το ίδιο αυτό αίνιγμα της ζωής βρεθεί εμπρός στο μετέωρο βήμα τού θανάτου, τότε, αίφνης, αντιλαμβανόμαστε όλοι γύρω του την αξία τής ζωής και τής ανθρώπινης παρουσίας σε αυτήν. Μόνο που πια, σε κείνη τη στιγμή, τη μία και μοναδική πηγή αυτογνωσίας, το δρών υποκείμενο χάνεται στις επάλξεις τής ύλης και όλοι εμείς, απλοί θεατές των διαδραματιζόμενων καταστάσεων, φέρουμε την ευθύνη για το τέλος και αυτής της μέρας, και της κάθε μέρας, που περνά δίχως αξιώσεις συναισθηματικής και νοητικής αναγέννησης, παρά μόνο υποβιβάζουμε εαυτούς στο πεδίο απλής μαθηματικής αναφοράς και καταγραφής, έως ότου έρθουν οι επόμενες γενιές υπαλλήλων να κινήσουν τις ίδιες μηχανές, τα ίδια γρανάζια, τις ίδιες ρυθμικές εναλλαγές.

Ο δημιουργός, επομένως, λειτουργεί ως το τρίτο μάτι τής ιστορικής μνήμης, μόνο που στην περίπτωσή του δεν περιορίζεται στην αποδοχή αυτής, αλλά επιχειρεί να εμβαθύνει στις σχέσεις που τη διαμορφώνουν και τη συντηρούν, σχέσεις βαθιά στερημένες από την παιδική αθωότητα και τη θέαση των πραγμάτων υπό το βάρος τής αλήθειας. «Οι κόρνες των πλοίων μακριά/εκεί που τελειώνει ο κυματοθραύστης/ακούγονται σαν ρόγχος επιθανάτιος» (σελ. 33).

Αυτού του είδους η χρονική και χωρική απόσταση όπως την ορίζει ο ποιητής, γεννά δύο σημασιοδοτήσεις επιπέδων. Από τη μία πλευρά, το εγώ τού δρώντος υποκειμένου περικλείεται από τη ματαίωση των προσδοκιών και τα αδιέξοδα των προθέσεων στο διάβα τού χρόνου. Από την άλλη πλευρά, μολονότι ο θάνατος εγκυμονεί την ταυτότητα ενός ολικού αδιεξόδου, του οποίου η γνώση βρίσκεται καθημερινά γύρω από τις ενέργειες και τις επιλογές τού ανθρώπου, ωστόσο, παραμένει αμφίβολη η αρνητική προδιάθεση των αποτελεσμάτων, με αποτέλεσμα να αναζητάμε διαρκώς τη διέξοδο εξ ενός μετωπικού αδιεξόδου.

Είναι εφικτό, σε αυτήν την περίσταση, το δρών υποκείμενο να ετεροπροσδιοριστεί μέσα από την αμφίπλευρη ανάγνωση της ιστορίας, ανάγνωσης η οποία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη βάση τής κοινωνικής κινητικότητας και μεταθέτει τα προβλήματα που η ίδια δημιουργεί στο ακαθόριστο μέλλον. Μόνο που στην τελευταία αυτή αναφορά, το μέλλον επισκιάζεται από την επανάληψη όμοιων μορφικά και τεχνητά δεδομένων τής υλικής πραγματικότητας. Είναι η αέναη επανάληψη ενός πλαστικού πραγματισμού, στις τύχες τού οποίου εσωκλείεται αβέβαιη η οπτική επιλογή τού εκάστοτε «άλλου». Σε αυτή τη θέση, τού εκάστοτε «άλλου», βρίσκεται ο ποιητής και πανοραμικά μάς μεταφέρει την κατοπτρική εικόνα ενός συλλογικού «εγώ». «Το ξέρω πως σταθερά βαδίζουμε/οδεύουμε συλλογικά, αναπότρεπτα/προς το περίγραμμα του γκρεμού» (σελ. 45).

Ο χρόνος εμφανίζεται εκ νέου ως η Αχίλλειος πτέρνα τού σύγχρονου τρόπου θέασης των πραγμάτων, κατακερματίζει την αλήθεια των προσώπων και περιστρέφει το ενδιαφέρον τού εαυτού γύρω από τη δυναμική των κοινωνικών ρόλων και των κοινωνικών ιδιοτήτων. Ο δημιουργός, εμποτισμένος με την αγωνία για περισσότερη γνώση, για περισσότερη αλήθεια, και όχι περισσότερη εικόνα και εξωτερική επιφάνεια, όπως αυτές προβάλλονται στον κυρίαρχο λόγο, απαιτεί την απομάγευση της πραγματικότητας, την αποδέσμευση από τα δεσμά τής υλικής ψευδαίσθησης και την πρόσμιξη σε μία νέα μετουσίωση πραγματικότητας, η οποία θα βασίζεται στην αφαίρεση και στην συναισθηματική κρίση, στην απλότητα των επιλογών και στην ισορροπία ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εμείς».

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

Δείτε επίσης