Κριτική: Χάινριχ Μπελ, «Απόψεις ενός κλόουν»

Το έργο του Χάινριχ Μπελ, με τίτλο «Απόψεις ενός κλόουν», αποτελεί την βιογραφική ανάπλαση μιας ολάκερης εποχής, σε χρονικό ορίζοντα ελαχίστων ωρών. Σε ένα γενικό περίγραμμα της ιστορίας, ο συγγραφέας περιστρέφει το ενδιαφέρον γύρω από τον κλόουν «Χανς» ο οποίος λειτουργεί ως η απομυθοποιημένη συνείδηση της μεταπολεμικής Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Συνείδηση η οποία τεκμαίρεται από την καθολική άρνηση προσαρμογής σε μία συμβατική α/συνέχεια της ιστορικής μνήμης. Γόνος αστικής οικογενείας, επιλέγει την επαγγελματική του πορεία σε πλήρη αμφισβήτηση της παραδοσιακής κληρονομιάς από γενιά σε γενιά. Η εν λόγω επιλογή (βλ. να γίνει κλόουν και όχι ηθοποιός) σε συνδυασμό με σειρά πεποιθήσεων σε ζητήματα θρησκευτικής πίστης, πολιτικής ιδεολογίας και κοινωνικής ζωής, τον θέτουν στο περιθώριο της νέας οπτικής για την μεταπολεμική πραγματικότητα.

Με αφορμή το πρόσωπο της «Μαρί», γυναίκα με την οποία θα συνδεθεί στενά, αλλά δεν θα την δει να συνεχίζει στο πλευρό του, διαμορφώνει έναν κόσμο που ισορροπεί μεταξύ των ψευδαισθήσεων και της εξωτερικής πραγματικότητας. Το ναζιστικό παρελθόν είναι πρόσφατο για να ξεχαστεί και ο «Χανς» στέκει δίπλα στο πλευρό εκείνων, των μετρημένων στα δάκτυλα του ενός χεριού, που στη Δυτική Γερμανία δεν επιθυμούν να σωπάσουν, πόσο μάλλον να λησμονήσουν. Η νέα εποχή έχει εξέλθει από τα συντρίμμια της ενοχής και οι οικονομικοί δείκτες προόδου δεν είναι σε θέση να καλύψουν το βαθύτερο έλλειμα της κοινωνικής ηθικής. Τα ίδια πρόσωπα που στελέχωναν μεσαίες και κατώτερες βαθμίδες της ναζιστικής διακυβέρνησης, τώρα έχουν εγκολπωθεί θέσεις ευθύνης στον διοικητικό και οικονομικό μηχανισμό. Στο κέντρο αυτών των μεταβολών εντοπίζεται η καθολική Εκκλησία. Με μία νέου τύπου προσέγγιση της θρησκευτικής συμμετοχής στην κοινωνική πραγματικότητα, η καθολική Εκκλησία προσδίδει ταυτότητα στην αναδόμηση της ιστορίας. Μέσα από τον «προοδευτικό καθολικισμό» αναδεικνύονται οι παθογένειες και οι περιορισμοί του δόγματος, καθώς και οι επιπτώσεις στις ζωές των ανθρώπων.

Ο «Χανς» είναι ένας κλόουν σε παραίτηση. Η επαγγελματική του πορεία φθίνει ολοένα, γεγονός το οποίο αντικρίζει στις κριτικές και τις ακυρώσεις θεατρικών παραστάσεων. Αυτή η πορεία συνοδεύεται από πονοκεφάλους, μελαγχολία και ψυχικές διαταραχές. Σε αυτό το κάδρο ξεδιπλώνεται η οικογενειακή υποκρισία, η οποία λειτουργεί ως προέκταση της συλλογικής κατάστασης πραγμάτων στη μεταπολεμική Γερμανία. Από τη μία πλευρά, η μητέρα του, πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Συλλόγων για την Εξάλειψη των Φυλετικών Αντιθέσεων, και από την άλλη πλευρά, ο πατέρας του η ηθική του οποίου μεταβάλλεται από την αυστηρή τήρηση των καθολικών προταγμάτων έως την διατήρηση εξωσυζυγικής σχέσης. Αποκηρύσσει τον υιό του στην επαγγελματική πορεία που επιλέγει, την ίδια στιγμή που, παρά την οικονομική επιφάνεια, επιβάλει ένα πρότυπο λιτότητας δημιουργώντας το αίσθημα της έλλειψης στα παιδιά του. Έλλειψη η οποία θα αποτυπωθεί μετέπειτα στις επιλογές τους. Και στη μέση των δύο η «Μαρί», ο έρωτας που δεν ευοδώθηκε, αλλά καλλιέργησε μία συναισθηματική ψευδαίσθηση στον πρωταγωνιστή μας. Η τελευταία δεν γνώριζε συμβάσεις και κοινωνικές αποδοχές. Επεδίωκε να την αποδεσμεύσει από τα συλλογικά πρότυπα και τις δεσμεύσεις. Ωστόσο, η κοινωνική δυναμική και ο θεσμικός μανδύας αυτής αποδεικνύονται εξαιρετικά ανθεκτικά. «Εξαγριώθηκα όταν έμαθα ότι έπρεπε να περάσεις πρώτα από εκεί για να μπορείς έπειτα να παντρευτείς θρησκευτικά και, όταν η Μαρί άρχισε να μου ζητάει γραπτή δέσμευση για την καθολική ανατροφή των παιδιών μας , ξέσπασε φοβερός καβγάς» (σελ. 100). Επί της ουσίας, διαμορφώνεται ένα τρίπτυχο με κορυφή την καθολική Εκκλησία και στηρίγματα αυτής την οικογένεια και την «Μαρί» ως εξιλαστήριο θύμα. Ο «Χανς» στέκει εν τω μέσω μίας ιστορικής παραζάλης. Αδυνατεί να εντοπίσει τον εαυτό του στις ιδεολογικές και συνειδησιακές επιταγές που επιβάλλονται και αντιδρώντας έως επαναστατώντας συνολικά στα κελεύσματα του χρόνου, καθίσταται στο περιθώριο. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο νεοκαπιταλισμός που οικοδομείται και τα καταναλωτικά πρότυπα, υπό τις ευλογίες της επίσημης Εκκλησίας προκαλούν αποστροφή στον ήρωα. Η ίδια η τέχνη, στην εμπορευματική της όψη, μοιάζει να ευνουχίζεται και να βαθαίνει το ρήγμα ανάμεσα στην ταυτότητα του καλλιτέχνη και στην κοινωνική του απόκριση. Η μάσκα του κλόουν, πλέον, δεν υπηρετεί την τέχνη αυτή καθαυτή όπως τη γνωρίσαμε ιστορικά, αλλά την οπτική του παραλογισμού. Καθημερινές εικόνες καταφθάνουν από κάθε γωνιά της προσωρινής πρωτεύουσας Βόννης για να επιβεβαιώσουν τους ταχύτατους ρυθμούς αποσυναρμολόγησης του ανθρώπου. Ανάμεσά τους ο «Χανς» ο οποίος αδυνατεί να συμπλεύσει με την αποδόμηση της υπαρξιακής θέασης του τελευταίου. «Το παιδί δεν έχει ποτέ ελεύθερο χρόνο ως παιδί· μόνο όταν έχει προσλάβει και αφομοιώσει τις «αρχές της τάξης» αρχίζει ο ελεύθερος χρόνος» (σελ. 138) υπογραμμίζει δεικτικά. Αυτή η κριτική του διάθεση αποκρύπτεται πίσω από τα σχήματα του κλόουν, κρύβοντας παράλληλα την σκληρότητα με την οποία βιώνει την κοινωνική απομόνωση, καθώς και τις εσωτερικές αντιθέσεις που προκύπτουν ως αποτέλεσμα αυτής.

Ο χρόνος και ο χώρος των διαδραματιζόμενων γεγονότων δεν του επιτρέπουν να επιλέξει μία ζωή συμβατή στα πρότυπα που οικοδομεί η «νέα» Γερμανία. Από το σύστημα εκπαίδευσης έως την απονομή της δικαιοσύνης και από τα Μέσα Ενημέρωσης έως τα ιδεολογικά φερέφωνα της αστικής, αναδυόμενης, κοινωνίας ο ήρωάς μας ασφυκτιεί. Η κριτική του στρέφεται κατά παντός υπευθύνου. Στο κεντρικό πολιτικό αφήγημα αντιπαραθέτει τις κατακερματισμένες καθημερινές ιστορίες με τους αθέατους πρωταγωνιστές, καθώς και προσωπικά βιώματα που υπονομεύουν την εικόνα σύνθεσης που επιβάλει το ηθικό σύστημα αξιών. Επί της ουσίας, ο «Χανς» δεν εκπροσωπεί την ατομικότητά του, αλλά στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται η ισορροπία μεταξύ του συλλογικού και του υποκειμένου, γεγονός το οποίο επιτρέπει στον συγγραφέα να αποδεσμεύσει την αντίληψη του «μεμονωμένου» γεγονότος και να την μεταθέσει στην μεγέθυνσή του.  

Συνολικά, η αντίδραση του κεντρικού ήρωα διασπάται σε δύο αμφίπλευρα μέτωπα. Από τη μία πλευρά, η άρνησή του να δεχτεί τον μαζικό συμβιβασμό των προσώπων με προσταγές μίας ηθικής κατάπτωσης, όπως αυτή αντιστοιχεί στην αξιοποίηση στελεχών του ναζιστικού μηχανισμού στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, και, από την άλλη πλευρά, αρνείται να διακρίνει όρια και προϋποθέσεις άμβλυνσης των αντιθέσεων γύρω από πυλώνες της κοινωνικής ζωής (βλ. Καθολική Εκκλησία, οικογένεια κτλ.) οι οποίοι επιβιώνουν μέσα στην υποκρισία και την διαστρέβλωση της πραγματικότητας. 

Ένα έργο ψυχογράφημα, όχι μονάχα της μεταπολεμικής Γερμανίας, αλλά του ανθρώπινου πολιτισμού εν γένει.    

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βαθμολογία: 4/5*

Info: Σε μετάφραση Δημήτρη Δημοκίδη κι επίμετρο Αλεξάνδρας Ρασιδάκη. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Τιμή 20€. Σελίδες 384.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.