Κριτική: Δημήτρης Σούκουλης, «Εννέα μήνες στη φορμόλη»

Το θεατρικό έργο τού Δημήτρη Σούκουλη με τίτλο «Εννέα μήνες στη φορμόλη», διαρθρωμένο σε τρεις πράξεις, αποτελεί την επιτομή ψυχογραφίας τής ατομικής παθολογίας. Συνοπτικά, η ιστορία διαδραματίζεται σε θέρετρο επαρχιακής πόλης. Επίκεντρο αυτής ο έρωτας ανάμεσα σε δύο άνδρες, έρωτας ο οποίος στην αφετηρία του μοιάζει συλλογικός, αλλά στην πορεία, μέσα από την μονοδιάστατη και, σχεδόν, απαθή στάση τού έτερου συμβαλλόμενου μέρους, καταλήγει στην ατομική του διάσταση, ως έκφραση ενός ψυχισμού βαθιά συνδεδεμένου με την άρνηση της συναισθηματικής ωρίμανσης. Η απόφαση για την αναχώρηση από το θέρετρο, προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και αποκαλύψεις, μέσα από την παρέμβαση δύο νέων προσώπων, αυτών της οικονόμου και της υπηρέτριας.

Ο συγγραφέας, αναπτύσσει με μαεστρία την κατηγοριοποίηση του «εγώ», σε μία μεταβαλλόμενη συνθήκη από τον εξωτερικό περιβάλλοντα κόσμο σε αυτόν της εσωτερικής απομάγευσης, ξεκλειδώνοντας τα αξιακά πρότυπα της συλλογικής συνείδησης, όπως καταρρίπτονται από την ερωτική επιθυμία και τη ματαίωση αυτής. Η επιθυμία δημιουργείται σε ένα κάτοπτρο ειδώλου και, με τη σειρά της, δημιουργεί σειρά κατατεμαχισμένων εικόνων εαυτού, με τελικό στόχο την ικανοποίηση της βούλησης για ζωή. Ωστόσο, ο συγγραφέας, με χειρουργική ακρίβεια εξετάζει τον αθέατο κόσμο τού ασυνειδήτου, έναν κόσμο νοτισμένο αδιέξοδα και αρνήσεις, προέκταση της κοινωνικής πραγματικότητας και του κυρίαρχου ιδεολογικού αφηγήματος αυτής. 

Ο έρωτας καθίσταται ακριβής ομοίωση ανδρικής υπόθεσης. Ο πρωταγωνιστής, τη φωνή τού οποίου διαβάζουμε διαρκώς στο έργο, θα ήταν δόκιμο να προσεγγιστεί με όρους πολλαπλότητας και όχι μονομέρειας. Δηλαδή, η φωνή αυτού, ακόμη και των δύο γυναικών που εισέρχονται στη σκηνή, καθίσταται φωνή προεκτάσεων ενός κοινωνικού περίγυρου που ετεροπροσδιορίζει την ταυτότητά του. Οι γυναίκες εκπροσωπούν την οριοθέτηση του χώρου και του χρόνου. Λειτουργούν ως ανδρείκελα της ανώριμης αισθητικής παρουσίας τού ανδρός στη διαπάλη συναισθηματικών απολήξεων.

Ποια αλήθεια εκπροσωπεί ο πρωταγωνιστής και ποια βιωματική εμπειρία μάς μεταφέρει; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται ήδη από την πρώτη σκηνή τής πρώτης πράξης. Ένα τετραμελές σκηνικό με μονόπλευρη αφήγηση, αυτή τού ανδρός, είναι η εξιστόρηση της εσωτερικής αλήθειας τού προσώπου, αλήθειας η οποία καταστρατηγείται υπό το βάρος ενός συστήματος αξιακών προτύπων και αρχών συλλογικής ευθύνης. Το άτομο, ως δρων υποκείμενο, υφίσταται την υπονόμευση της καθεστηκυίας τάξης συμβόλων, έως ότου αποκαλυφθεί η φαντασιακή θέσμιση της νοητικής του διεργασίας, σε ένα πλέγμα συναισθηματικών αδιεξόδων. Δεν επέρχεται ποτέ η συμφιλίωση, πόσο μάλλον ο συμβιβασμός, με τον εαυτό. Αντίθετα, βρίσκεται σε μόνιμη σύγκρουση, αντιδιαστέλλοντας την πνευματική κορύφωση της ερωτικής διέγερσης. Δεν είναι ο έρωτας, εν τέλει, που ορίζει το περιεχόμενο της ταυτότητας του ήρωα· είναι η προσμονή τής αποδοχής από το εκάστοτε τρίτο πρόσωπο, η αναμονή τής θετικής απόκρισης σε ένα αίτημα μετέωρης έκθεσης στα μάτια του εκάστοτε «άλλου».

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο τελευταίος προσδιορίζεται μέσα από τη γονιμοποιό ιδιότητα του «ξένου», του ανθρώπου που δεν βιώνει τις καταστάσεις τις οποίες βιώνει ο πρωταγωνιστής με τον ίδιο τρόπο. «Και για σένα πάλι κι εγώ είμαι ένας ξένος/ Λίγο με είδες/ Λίγο με γνώρισες/ Δε μας δόθηκαν πολλές ευκαιρίες συνεύρεσης» (σελ. 14) και αυτομάτως ο συγγραφέας οριοθετεί το πλαίσιο στο οποίο αξιοποιείται η σχέση δύο προσώπων, αυτό της απόστασης. Η απόσταση δεν αφορά χωρικά ή χρονικά αιτήματα, αλλά τις αισθηματικές απολήξεις των επιλογών (και των επιθυμιών). Ο πόθος τού έτερου μέρους, μεγεθύνεται σε πόθο για βίωμα της ζωής, την ίδια στιγμή κατά την οποία υποσκάπτεται η αυτοεκτίμηση του πρώτου. Είναι βίωμα σκληρό στην όψη και αιχμηρό στις καταλήξεις του· απαγορευμένο, θα έλεγε κανείς. Ακριβώς, ωστόσο, γι’ αυτό μοιάζει ολοένα περισσότερο με την αλήθεια τής αυτονομίας τού ήρωα. Ο τελευταίος, επιθυμεί το σώμα και τον έλεγχο επί αυτού, σκορπώντας τις συναισθηματικές εκφάνσεις τού έρωτα στο περιθώριο των αντοχών.

Η έννοια και η αίσθηση του «ανήκειν» είναι εξαιρετικά ισχυρή και ο συγγραφέας μεταδίδει με τρόπο άμεσο και δεικτικό αυτήν ακριβώς την επιθυμία τού υποκειμένου. Η συμμετοχή στη σκέψη, τα συναισθήματα και τις προσδοκίες τού εκάστοτε τρίτου προσώπου, καθίστανται Αχίλλειος πτέρνα για τις βιωμένες εμπειρίες του παρόντος χρόνου. Η διαστολή αυτού (βλ. χρόνος σε σχέση με τον χώρο διεξαγωγής των επιλογών) μεταπλάθει την ψευδαίσθηση της φαντασίωσης, σε έναν κόσμο λεπτομερειών αποδοχής. 

Το αρχέτυπο της κοινωνικής πυραμίδας ο ήρωάς μας το αναπαράγει δίχως διαφοροποιήσεις, μόνο που στην περίπτωσή του η ανάδειξη του υλικού, απ’ το οποίο συντελείται η προσωποποίηση της θέσης του εντός τού κοινωνικού συνόλου, μετασχηματίζεται σε αγώνα επιβίωσης μίας σχέσης εξαντλημένης. Η φαντασιακή θέσμιση της πνευματικής αλήθειας των πραγμάτων, αντιδιαστέλλεται από την παρέμβαση των δύο γυναικών (οικονόμου και υπηρέτριας αντίστοιχα) που λειτουργούν ως γέφυρα ανάμεσα στον παρόντα χρόνο τέλεσης ενός γεγονότος και της απροθυμίας τού ήρωα όπως αυτό συνεχιστεί στο εγγύς μέλλον. «Εσύ πάντα επέστρεφες, ακόμα κι όταν κάποιες στιγμές πριν σε είχε πληγώσει με την αδιαφορία, με τα παιδιάστικα τεχνάσματά του» (σελ. 48). Σε αυτό το σημείο διακρίνεται, πλέον, ολοκληρωτικά η προμετωπίδα της αντίστιξης. Ο έρωτας πλάθει εαυτόν στο ίδιο μήκος κύματος με τις υποσυνείδητες αμφιταλαντεύσεις τής παιδικής αθωότητας. Αυτό το πεδίο έχει απωλέσει πλήρως ο ήρωας και σε αυτό το πεδίο επανέρχεται με σκοπό να ματαιώσει τη διαδικασία αφοπλισμού των συναισθημάτων του, που βρίσκεται σε εξέλιξη. Να αγαπήσει τον εαυτό του δεν εκπαιδεύτηκε ποτέ ο ίδιος και τώρα, πασχίζει να γεφυρώσει τα υποκατάστατα που είχε αξιοποιήσει ως εμβόλιμα αλήθειας, στην απόπειρα χάραξης των ορίων της προσωπικότητάς του.    

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ήττα την οποία αντικρίζει κατάματα ο ήρωας, μετατρέπεται σε απόφαση αλλαγής και αναζήτησης νέων κατευθύνσεων στην ατομικότητα. Η συμφιλίωση με τον εαυτό καθίσταται δύσκολη επιλογή, αλλά αγγίζει τα όρια της πραγματικότητας όταν υποσκάψει τα θεμέλια ενός κόσμου βασισμένου στην ψευδαίσθηση της επιφανειακής ανταπόκρισης. Το εγώ για να μετασχηματισθεί σε εμείς, υποχρεούται να ερωτοτροπήσει με τον εαυτό του, να συγκρουστεί, να διαφωνήσει, να αποχωριστεί μαζί του, έως ότου υποβάλλει την ταυτότητά του σε ολικό έλεγχο αξιώσεων. Το θεατρικό έργο τού Δημήτρη Σούκουλη υπογράφει με τρόπο αιχμηρό αυτήν ακριβώς τη διαδικασία. Η αλήθεια τής ζωής, η πράξη τής αναγνώρισης και τής αποδοχής, περνά πρώτα μέσα από την ενασχόληση με τον εαυτό, προτού καταλήξουμε να αναγνωρίσουμε στο πρόσωπό μας ελαττώματα και προτερήματα τρίτων μερών. 

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ρώμη.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.