Κριτική: Fredrik Backman – «Ένας άντρας που τον λένε Ούβε» (Εκδόσεις Κέδρος)

Το μυθιστόρημα του Fredrik Backman με τίτλο «Ένας άντρας που τον λένε Ούβε» σκιαγραφεί με τρόπο διασταλτικό το αίνιγμα «άνθρωπος» σε διαρκώς μεταβαλλόμενη χρονική και χωρική συστοιχία επιλογών, δίχως, ωστόσο, η καθημερινότητα του ήρωα να μεταπλάθει τους στόχους και τις προοπτικές αυτού. Ειδικότερα, ο πρωταγωνιστής κατασκευάζεται σε μία πολυεπίπεδη πραγματικότητα μέσα από την οποία ξεδιπλώνει την αλληλουχία καταστάσεων ανάμεσα στον εξωτερικό περιβάλλοντα κόσμο και τον εσωτερικό συμβατικό τρόπο πρόσληψης αυτού. Σε αυτή τη διμέτωπη ανάγνωση θα κινηθούμε προκειμένου να προσεγγίσουμε τον πυθμένα του μυθιστορήματος. Στο πρώτο επίπεδο, ο εξωτερικός κόσμος εμφανίζεται με εναλλαγές τόσο στην υλικοτεχνική δόμησή του όσο και στην προσωποποίηση αυτών μέσα από τις επιλογές των προσώπων. Οι τελευταίες δεν ανάγονται σε παράγοντα μεταβολής αλλά, αντίθετα, επιβεβαίωσης των υλικών δομών του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο ήρωάς μας ομοιάζει εξ αρχής να βιώνει μία συμβατική πορεία ζωής (ουσιαστικά «κληρονομημένη» υπό την πατρική φιγούρα) την οποία αντιμετωπίζει ως έναν αναγκαίο κυκλικό τρόπο λειτουργίας, με αρχή, μέση και τέλος. Είναι η πρώτη ερμηνεία της βιωμένης εμπειρίας μέσα από το πρότυπο του πατρός, ο οποίος κατηύθυνε τα πρώτα βήματα του ήρωα. Αυτού του είδους το εξωτερικό περιβάλλον αλλάζει με τρόπο ραγδαίο δίχως να μεταβάλλει άρδην (σε πρώτο βαθμό) τις συνέπειες μίας καθιερωμένης εμπειρικής σχέσης του δρώντος υποκειμένου με το συλλογικό «Εγώ». Με άλλα λόγια, ο πρωταγωνιστής αντιλαμβάνεται τις αλλαγές οι οποίες λαμβάνουν χώρα περιμετρικά της καθημερινότητάς του χωρίς, ωστόσο, ο ίδιος να αντιμετωπίζει (άμεσα) τις συνέπειες αυτής της μεταβολής, παρά μόνο ως θεατής. Μα, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, οι εξωτερικές δομικές μεταβολές του χώρου (βλ. κοινωνική κινητικότητα) λειτουργούν, ως ένα βαθμό, ενισχυτικά και υποστηρικτικά στις μέχρι πρότινος δεδομένες επιθυμίες του ιδίου προς πραγμάτωση του ημερήσιου προγραμματισμού. 

Οι μικρές, αλλά ουσιαστικές, διαφοροποιήσεις, τις οποίες αναγνωρίζει στον περιβάλλοντα χώρο, επενδύουν μία μακροχρόνια σχέση απόστασης από την ατομική επιρροή, επομένως δεν λαμβάνονται υπόψιν. Ωστόσο, δεν είναι οι υλικοτεχνικές υποδομές οι οποίες ορίζουν τον τρόπο συμπεριφοράς των ανθρώπων στο συλλογικό γίγνεσθαι. Αντιθέτως, είναι το συλλογικό ασυνείδητο το οποίο μεταπλάθεται μέσα από την υιοθέτηση μορφών έκφρασης και στάσης ζωής ως επαμφοτερίζουσα χαρακτήρα μίας ατομικής ή/και συλλογικής πράξης. Δηλαδή, οι συμπληρωματικοί ήρωες του μυθιστορήματος οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τον πρωταγωνιστή λειτουργούν μεσολαβητικά όπως ο τελευταίος αντιληφθεί την μεταβολή των δεδομένων στην συμβατική τους όψη (όπως ορίζεται κατ’ επανάληψη από τον ίδιο), γεγονός το οποίο επιτρέπει, εν τέλει, να αποδεχτεί τα τμήματα αυτών των αλλαγών ως προσωποποιημένες ανταποκρίσεις του χρόνου στην δική του ζωή (ετεροχρονισμένα). «Ο Ούβε είχε ως συνήθως σηκωθεί δέκα λεπτά νωρίτερα. […] Ο Ούβε δεν είχε ποτέ στη ζωή του ξυπνητήρι. Ξυπνούσε στις έξι παρά τέταρτο και σηκωνόταν αμέσως. Είχε βάλει στην καφετιέρα την ίδια ποσότητα καφέ που έβαζε κάθε πρωί τα σαράντα χρόνια που ζούσε με τη γυναίκα του στη γειτονιά με τις μονοκατοικίες. Μία μεζούρα ανά φλιτζάνι και άλλη μία για την κανάτα. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Σήμερα οι άνθρωποι δεν ξέρουν να φτιάχνουν καλό καφέ. Όπως ακριβώς κανείς πια δεν μπορεί να γράψει με το χέρι. Γιατί σήμερα όλα πρέπει να είναι ψηφιοποιημένα, και να έχεις αυτόματες μηχανές για εσπρέσο» (σελ. 14) και το εξωτερικό περιβάλλον μεταθέτει τις αποστάσεις από την γνώση αυτού στην αναγνώρισή του ως μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην βιωμένη εμπειρία και τις νέες μορφές αυτής, οι οποίες, ωστόσο, παραμένουν άγνωστες ως προς τα αποτελέσματα. Και αυτό διότι οι δομές της κοινωνίας αλλάζουν προσπερνώντας εκκωφαντικά τον χαρακτήρα και τις δυνατότητας προσαρμογής του ατόμου. Το τελευταίο, όντας ενταγμένο σε μία διαδικασία δια βίου μάθησης, (όχι με την εκπαιδευτική έννοια του όρου), ανατρέφεται με συγκεκριμένα πρότυπα και ιδιότυπα ιδεολογήματα στα οποία καθρεφτίζει εαυτόν όπως ανταποκριθεί στις τεχνητές ή/και επίπλαστες «ανάγκες» τις οποίες το κοινωνικό σύνολο αναγνωρίζει σε θέση προτεραιότητας. Εκείνο το οποίο οφείλουμε να κατανοήσουμε ως απαρέγκλιτο κανόνα γνωριμίας με τον πρωταγωνιστή δεν είναι τόσο ο δημόσιος χώρος αναφοράς αλλά ο ιδιωτικός. Σε αυτόν αποκαλύπτονται τα αρχέτυπα συμβίωσης τόσο με τον εαυτό όσο και με άλλους ανθρώπινους χαρακτήρες, στο βαθμό στον οποίο είμαστε σε θέση να αναγνώσουμε την πραγματικότητα μέσα από τον τρόπο πρόσληψης αυτής. Και στην περίπτωσή μας ο ιδιωτικός χώρος του ήρωα λειτουργεί ως προέκταση του δημοσίου Λόγου στον οποίο οι επιθυμίες και οι πράξεις καταλήγουν να αντανακλώνται με τρόπο αντιθετικό. Πράγματι, ο πρωταγωνιστής είτε στη μοναχικότητα μίας πορείας είτε στην κοινή συμβίωση δεν μοιάζει πρόθυμος να αλλάξει το εξωτερικό/επιφανειακό μόρφωμα επιλογών. Αντιθέτως, αντιδρά αινιγματικά κάθε φορά που μία ενδεχομενική μεταβολή εμφανίζεται ενώπιον το και ζητά εναγωνίως λύση. Για το σκοπό αυτό και προκρίνουμε την ανάγνωση του ιδιωτικού χώρου (εξάλλου οι αναφορές μέσα στο έργο είναι πολλαπλές γεγονός το οποίο επιτρέπει στον αναγνώστη να σχηματίσει σαφή εικόνα μίας επαναλαμβανόμενης χωρικής διάστασης του ατόμου-και όχι απλώς του περιβάλλοντος) ως εφάμιλλο μίας υποκειμενικής πρόσληψης της πραγματικότητας ενταγμένης στις μεταβολές οι οποίες λαμβάνουν χώρα, ασχέτως εάν οι τελευταίες υιοθετούνται άμεσα ή έμμεσα (στην πορεία των πραγμάτων) από τον πρωταγωνιστή. «Δεν του άρεσε να πιάνει ψιλοκουβέντα. Από την άλλη καταλάβαινε ότι αυτό ήταν σοβαρό μειονέκτημα. Στην σημερινή εποχή πρέπει να φλυαρείς για οτιδήποτε με κάθε γελοίο ανθρωπάριο που σε πλησιάζει για να μιλήσετε, έτσι απλώς επειδή θεωρείται διασκεδαστικό να μιλάς για κάτι. Ο Ούβε δεν ήξερε να μιλάει περί ανέμων και υδάτων. Μπορεί να έφταιγε η ανατροφή του. Ίσως οι άντρες της γενιάς του να μην προετοιμάστηκαν αρκετά για έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι είναι από τη μία όλο λόγια για το τί σκοπεύουν να κάνουν, ενώ από την άλλη δεν δίνουν καμία αξία στο να πραγματοποιούν αυτό που λένε ότι σκοπεύουν να κάνουν. Σήμερα οι άνθρωποι στέκονται έξω από τα ανακαινισμένα σπίτια τους και περηφανεύονται λες και ήταν αυτοί που τα έχτισαν, παρότι δεν έχουν πιάσει κατσαβίδι στη ζωή τους» (σελ. 51). 

Μέχρις εδώ αναφερθήκαμε στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του έργου και αφορά τον εξωτερικό περιβάλλοντα κόσμο, τις αλλαγές του οποίου τις μεταφράζουμε ως προέκταση των αλλαγών που συμβαίνουν εντός του ιδιωτικού χώρου του ήρωα και δη στην προσωποποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων στις οποίες, είτε ο ίδιος ως πρωταγωνιστής είτε ο ίδιος ως θεατής (σε σχέση με τρίτα πρόσωπα), αντανακλώνται οι μεταβολές συνθηκών που έπονται. Πλέον, είναι σαφές ότι η υπόσταση του «Εγώ» δύναται να ιδωθεί αυτόνομα από τις εξελίξεις αλλά όχι ανεξάρτητα από αυτές. Διότι, οτιδήποτε ερμηνεύεται στο έργο ως συνέπεια κοινωνικής υποβολής καταλήγει στο τέλος της ιστορίας να ανατρέπεται (όπως και σε κάθε βήμα του ήρωα) μέσα από επιλογές οι οποίες επενδύουν σε διπλό πυλώνα ανάλυσης: Από τη μία πλευρά, διαρθρώνεται η ατομικότητα στο πεδίο της ουσιαστικής αποδέσμευσης από τις επιλογές των προσώπων (όταν τα αποτελέσματα μοιάζουν μη αμφισβητήσιμα) και από την άλλη πλευρά, διαρθρώνεται η συλλογικότητα γύρω από τον πρωταγωνιστή ως παράγοντα που προσδίδει αξία (έως και υπεραξία) στην ταυτότητα αυτής. Επομένως, το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης διαμορφώνει την δυναμική προοπτική του πρωταγωνιστή ως προπομπό μίας εναλλακτικής πρότασης στο εκάστοτε «σήμερα» του αναγνώστη. Η πίστη στις ηθικές προδιαγραφές, το εξατομικευμένο αξιακό σύστημα αρχών και η σταθερή προσήλωση στην αμετάβλητη (ή ελαφρώς εξελισσόμενη) εμπειρία ακολουθούν κατά πόδας τον ήρωα μέχρι την τελευταία στροφή της ιστορίας. Ωστόσο, οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως αναπαράγονται με τρόπο συγκρουσιακό (δίχως να καταλήγουν σε ρήξη), εκκολάπτουν τη συνθετική ύλη για την προσαρμογή του δρώντος υποκειμένου στις απαιτήσεις του χρόνου. Διότι, δεν είναι η υλική δομή του εξωτερικού κόσμου η οποία καθοδηγεί τις προσαρμογές του ατόμου αλλά, αντίθετα, είναι η αναγκαιότητα της κοινωνικής συναναστροφής και συνεργασίας (αλληλεγγύης στην ανθρωπιστική της βάση) η οποία εξαναγκάζει τις περιστάσεις όπως επιβληθούν επί των προσώπων, δίχως να τα συνθλίβουν. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμίσουμε την σχέση μεταξύ ζωής και θανάτου την οποία καλλιεργεί συστηματικά ο πρωταγωνιστής, ισορροπώντας ανάμεσα στη συνείδηση και το ασυνείδητο με μοχλό την απόγνωση σε μία πραγματικότητα η οποία μοιάζει ολοένα περιοριστική. Ο ήρωάς μας κατευθύνεται από το αίσθημα της ήττας σε άμεση συνάρτηση με τις αλλαγές οι οποίες συμβαίνουν στο κοινωνικό περιβάλλον και δη στις εναλλασσόμενες κατηγοριοποιήσεις σχέσεων μεταξύ τρίτων προσώπων, τις οποίες είτε βιώνει άμεσα είτε γίνεται αυτόπτης μάρτυς αυτών. Αυτού του είδους του συναίσθημα κατακλύζει τη διάθεση για ζωή. Η τελευταία έχει αποδομηθεί μαζί με τις υπονομεύσεις που προκαλούν τόσο η απώλεια της συζύγου όσο και η αδυναμία συνεννόησης με άλλα πρόσωπα (πόσο μάλλον όταν το ασφαλές περιβάλλον το οποίο υποστήριζε επί σειρά ετών μοιάζει να υπαναχωρεί εμπρός στην πίεση νέων επιλογών). Παρά τις εναλλαγές καταστάσεων, ο πρωταγωνιστής, ο οποίος έχει βιώσει την αίσθηση απώλειας της αυτοκυριαρχίας στον εργασιακό χώρο, κατανοεί στωικά τη ζωή και της ανταποδίδει τα μέγιστα της ισορροπίας, την οποία αξιοποιεί σταθερά στις επιλογές του. Ο θάνατος, επομένως, δεν εμποδίζει τον ήρωα να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος τον εγκλιματισμό του στις κοινωνικές συνθήκες αρκεί να γνωρίζει εκ των προτέρων τις προθέσεις αυτού. Για το λόγο αυτό και επιτρέπει άτομα εντελώς διαφορετικής στάσης ζωής και ιδιοσυγκρασίας να εισέλθουν στον στενό κύκλο επαφών του, σε σημείο ολικής αποδοχής και παράλληλης πορείας μαζί τους (όχι, ωστόσο, και ταύτισης). Αποτελούν την αναγκαία γέφυρα επικοινωνίας με τον εξωτερικό κόσμο σε μία κοινωνία η οποία, πέραν του συγκροτήματος κατοικιών, επεκτείνει την παρουσία της σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας με νέα δεδομένα. Μολονότι γνωρίζει την «Αχίλλειο πτέρνα» του συστήματος που διέπει την συλλογική ηθική, ωστόσο, στρέφει τα πυρά του εναντίον των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων ενός συστήματος το οποίο λειτουργεί μηχανικά αδιαφορώντας για τον «άνθρωπο». «Μισούσε τους δύο υπαλλήλους με τα άσπρα πουκάμισα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε μισήσει ποτέ πριν, αλλά τώρα το μίσος ήταν σαν πυρωμένο κάρβουνο μέσα του. Οι γονείς του είχαν αγοράσει το σπίτι. Εκεί μεγάλωσε ο Ούβε. […] Και ξαφνικά κάποιος γραφειοκράτης μιας υπηρεσίας αποφάσισε να χτίσει άλλο κτίριο στο οικόπεδο των γονιών του» (σελ. 131). Είναι από τα στιγμιότυπα εκείνα κατά τα οποία η συμβατική ζωή μοιάζει ανήμπορη να σταθμίσει την δυναμική του ατόμου και το τελευταίο εξεγείρεται προς πάσα κατεύθυνση. Και σε αυτή την περίσταση το δρών υποκείμενο αναζητά ασφαλές καταφύγιο όχι στην ιδιωτικότητα αλλά στην ανωνυμία του δημόσιου χώρου, με επίκεντρο τις διαφορετικές προσωπικότητες που συνασπίζονται γύρω του. Ο θάνατος λειτουργεί ως θέλγητρο ζωής και ο πρωταγωνιστής τον έχει υιοθετήσει σε στάση ενεργητικής απομάγευσης της πραγματικότητας.

Στο διάβα της ζωής του ο πρωταγωνιστής κέρδισε τον βασικό στόχο αυτής που δεν ήταν άλλος από το να παραμείνει αυθεντικός, μέσα σε έναν κόσμο βαθιά αποξενωμένο από κάθε τί που θυμίζει άνθρωπο. 

Εκδόσεις Κέδρος, 2021
ISBN: 978-960-04-5184-9
Τιμή: 15.00€
ΣΕΛ.: 384 Σχήμα: 14 Χ 20,6
Μετάφραση: Γιώργος Μαθόπουλος