Κριτική: Ηλίας Στόφυλας, «Μεταθανασία» (Εκδόσεις 24 γράμματα)

Ο ποιητής απομαγεύει εξ αρχής τα δεδομένα τού χρόνου και μετασχηματίζει τα πεπραγμένα σε στιγμιαίες αποτυπώσεις τής μνήμης...

Ο Ηλίας Στόφυλας, στην ποιητική συλλογή με τίτλο «Μεταθανασία», πραγματεύεται το ζήτημα της απόστασης του «εγώ» από τον εαυτό του και του «εμείς» από τον εξωτερικά περιβάλλοντα κόσμο. Η εσωτερικευμένη απόληξη ενός ενοχικού συμπλέγματος ισορροπίας μεταξύ προσώπων, καθιστά μετέωρη την οπτική θέασης των πραγμάτων.

Με άλλα λόγια, ο ποιητής απομαγεύει εξ αρχής τα δεδομένα τού χρόνου (βλ. δίπολο παρελθόν-παρόν) και μετασχηματίζει τα πεπραγμένα σε στιγμιαίες αποτυπώσεις τής μνήμης. Διατηρεί διακριτή απόσταση από το τελικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, η απόσταση αυτή είναι τεχνητή. Αναβιώνει κάθε πτυχή της βιωμένης εμπειρίας μέσα από την οπτική τής αποξένωσης των συνθετικών στοιχείων μίας πράξης, ώστε, στο τέλος τής ημέρας, ο απολογισμός καταλήγει ένα επίπεδο ανώτερο από την τρέχουσα καθημερινότητα. Επαναδιατυπώνει ορισμούς στο ως είδος αναγραμματισμού με την αντιστοιχία των υποκειμενικών δεδομένων. Για την καταγραφή των τελευταίων διεισδύει βαθιά, στα πλαίσια ψυχαναλυτικής ανατομίας, στην εσωτερική αθέατη όψη του προσώπου, με σκοπό να ανασύρει στην επιφάνεια τραυματικά δεδομένα μία συνεκτικής απόκρισης. Η ίδια αυτή απόκριση η οποία, στον εξωτερικό κόσμο των αισθήσεων, μαγνητίζει τη δυναμική των συμβάσεων. Ο δημιουργός, στιγματίζει το όνομά τους· πλάθει τον νέο λόγο, υπονομεύοντας ταυτόχρονα το κυρίαρχο αφήγημα υποτέλειας, που χαρακτηρίζει την υλική δέσμη των συναισθημάτων· ανασυγκροτεί σκέψεις και μνήμες, με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό περιεχομένου και ταυτότητας. 

Θέτει επί τάπητος το ζήτημα της ύπαρξης, όχι στην αφηρημένη έκφραση των θεωρημάτων, αλλά στην πρακτική αφή των κοινωνικών σχέσεων. Εξετάζει ενδελεχώς το επίπεδο αυθεντικότητας αυτών, την ίδια στιγμή κατά την οποία τέμνει την προσωπικότητά του υπό το βάρος τής Δαμόκλειας σπάθης, να αποκαταστήσει τη γέφυρα προς το ετεροχρονισμένο «εγώ», έχοντας ως παρακαταθήκη την αίσθηση απώλειας, που συνοδεύει τον άνθρωπο από τη γέννησή του. Αποτυπώνει με τρόπο άμεσο και δεικτικό, ο ποιητής, την εσωτερική διαπάλη ανάμεσα στην εξωτερική όψη των επιθυμιών και την εσωτερική αδημονία τής ενέργειας εκείνης που θα ολοκληρώσει, ως ηδονική πρόσληψη, την αποδοχή αυτής. Ωστόσο, δεν λησμονά την πτυχή αυτή της απώλειας. Ο θάνατος μετατρέπεται σε όχημα διαφυγής, αλλά και αναμονής.

«Με την ψυχή καρφωμένη στην πληγή/ξεκίνησα το ματωμένο μου σεργιάνι» (σελ. 28) και καθώς διερευνά τα όρια αντοχών τής ψυχικής οδύνης, δραματοποιεί, στην κορύφωσή τους, το πλέγμα των παραδεδεγμένων αληθειών, με κατεύθυνση την άδολη υιοθέτηση θέσεων μίας ομοιόμορφης έκφανσης απολεσμένων ενστίκτων. Μάχεται ο δημιουργός να αναστηλώσει τα ερείπια της παιδικής αθωότητας, προκειμένου να εισχωρήσει στον παρόντα κόσμο των αντιθέσεων και των περιορισμών. Για τον λόγο αυτό, ενεργοποιεί το «εγώ», αρχικά, σε αντιδιαστολή με το συμβατικό «εμείς», και, στο τέλος, μετατρέπει το «εγώ» σε ουδετεροποιημένη ζώνη μέσα από την οποία επιχειρεί να αναδείξει τις ζωντανές εικόνες μίας σχέσης ετεροτήτων, ως τις πλέον αρμόδιες για την ανασύνταξη νέων δυνάμεων στις επάλξεις τής ζωής. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Λαμβάνει σαφείς αποστάσεις από το θεωρητικό τέλος τής ύπαρξης (ως υλική υπόσταση) και οικοδομεί εκ του μηδενός τη νέα θέση, με επίκεντρο την άρνηση. Άρνηση· διότι το παρελθόν συντέθηκε μέσα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό τού ατόμου με την σύμβαση της ζωής, μιας ζωής βασισμένη στις ζωές των άλλων (και τις αντιγραφές κινήσεων και μορφικών προτύπων). Και το παρόν; Σε αυτό επενδύει ο ποιητής τη σκέψη του, ώριμη καθώς είναι στο διάβα τού χρόνου. Οι εμπειρίες σε διατεταγμένη υπηρεσία μοιάζουν να προσκολλώνται διαρκώς πάνω του, φράζοντας το οπτικό του πεδίο· αλλά, ο απόηχος της εικονοποιίας, που μεγεθύνει τον ετεροθαλή αδελφό (βλ. το εκάστοτε τρίτο πρόσωπο), πλέον αγγίζει τα όρια τού υπαρξιακού άγχους ενώπιον του φάσματος του θανάτου. Σε όλη τη συλλογή είναι διάχυτη αυτή ακριβώς η πρόσληψη του δημιουργού (και όχι απλώς η αίσθηση). Επρόκειτο για την διαπραγμάτευση ζωής και θανάτου μέσα από το σύμπτωμα της απώλειας εαυτού. «…κι άφησα τη ζωή να πέσει πάνω μου/Να με συντρίψει» (σελ. 55). Υιοθετεί τη θέση και τη στάση τού εκάστοτε «άλλου».

Ο εκάστοτε συνταξιδιώτης στη ζωή καθίσταται αυτομάτως σύντροφος και μετέρχεται στην προμετωπίδα των επιθυμιών, ως πρόπλασμα των επερχόμενων γενεών απάντησης στα ερωτήματα που τόσο το παρελθόν, όσο και το παρόν θέτουν, δίχως ερμηνεία. Αφήνεται ο δημιουργός, αφήνεται στη θελκτική επιθυμία, αλλά δεν αποκαλύπτει ποτέ τις μύχιες σκέψεις και τα μελλούμενα. Γνωρίζει τις συντεταγμένες αυτών, αλλά επιδιώκει να γευτεί τους καρπούς τής πράξης (ως επιβεβαίωση της ζωής) μέσα από την άρνηση και την εκπλήρωση της απώλειας. Επομένως, ο θάνατος λειτουργεί ως προέκταση της ουσιαστικής σχέσης του προσώπου με την επιθυμία του εκάστοτε προσδιορισμού ανθρώπινης δέσμης. 

Υποδέχεται τον χρόνο ως πεδίο αναφοράς στις υποδείξεις τού μέλλοντος και, μολονότι διαπιστώνει τα πολλαπλά αδιέξοδα που συνοδεύουν τη ζωή στο πέρασμά της, κινητοποιεί περισσεύματα πνευματικών δυνάμεων και συναισθηματικών εξομολογήσεων, προκειμένου να προσδώσει υπεραξία στον απόηχο της ηδονής (με την έννοια της ολοκληρωτικής αφοσίωσης στα κελεύσματα του βίου, που το διάβα τού χρόνου μεταμορφώνει σε στιγμές ενώπιόν του). Η ζωή καθίσταται μίτος αξεδιάλεχτος, μέσα στο σύμπλεγμα του οποίου ενυπάρχει ο πυρήνας τής ζωντάνιας, των νιάτων και της ορμής για τη νέα χώρα τής Επαγγελίας.  

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Σαν ξημέρωσε ο καινούργιος ουρανός/ο απροετοίμαστος απ’ τους ανέμους/έκανα την επανάσταση. Κάτι ηρωικό/ (…)/στάθηκα κάτω απ’ το γεφύρι/ (…)/ κι έζησα/με τη νοσταλγία μιας αποδημίας» (σελ. 73)

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.