Κριτική: Κλεονίκη Δρούγκα, «Οκλαδόν με τον χρόνο»

Η ποίηση της Κλεονίκης Δρούγκα διαπνέεται από την αισθητική του περιορισμού και της οριοθέτησης. Ο στόχος της αποτύπωσης εικόνων και αφηγήσεων, δεν θέτει ως αφετηρία τη ματαιότητα των σκοπών, αλλά διεκπεραιώνει πολλαπλά μοτίβα τής οικειοθελούς ανάγνωσης των προσώπων ως καθρέφτες δηλωτικής ανατροφής των ενστίκτων. Βαθιά υπαρξιακή η ποίησή της, πλαισιώνει κινήσεις στον χώρο, αυταπάτες και ψευδαισθήσεις στον χρόνο και εναποθέτει στον εκάστοτε πρωταγωνιστή την πρωτοβουλία των κινήσεων, σε μία σκακιέρα κορυφώσεων. Πράγματι, ο μελετητής της ποιητής συλλογής με τίτλο «οκλαδόν με τον χρόνο», έρχεται αντιμέτωπος με τα πορίσματα μιας πορείας διακλαδώσεων. Η δημιουργός επιστρέφει από το παρελθόν σε ένα παρόν μετρημένων αντοχών, για να προσδώσει κύρος σε μία μελλοντική αφαίμαξη προοπτικών. Με άλλα λόγια, γνωρίζει να εφάπτεται με τον χρόνο, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία οι αιτιάσεις της ζωής δεν καρποφορούν στη συνείδηση του δρώντος υποκειμένου, ως πτυχές της εξωτερικής πραγματικότητας. «μην επιτρέψεις στη θάλασσα να περάσει χωρίς νόημα» (σελ. 12) και βυθίζεται από στίχο σε στίχο, ολοένα, σε έναν κόσμο ολικής δράσης και αντίδρασης, προκειμένου το αυθεντικό σημείο πορείας των πραγμάτων να ταυτιστεί με τη βούληση για ζωή. Η τελευταία, δεν ορίζεται από τα χνώτα τής υφιστάμενης προσδοκίας για θετική απόληξη των βαθύτερων επιθυμιών. Αντίθετα, στέκεται μετέωρη ανάμεσα στο Εγώ και στο Εσύ, καθώς μέσα από το εκάστοτε τρίτο πρόσωπο αναγνωρίζει πεπραγμένα της προσωπικής της διαδρομής. Στο τέλος αυτής, διαπιστώνει την ατροφία των ζωτικών της επιθυμιών, καθώς αγωνίζονταν να δικαιώσει τις επιλογές των συνομιλητών. Αναμετράται με τις συμβατικές ερμηνείες της καθημερινότητας και μεταθέτει την επίλυση του Γόρδιου δεσμού στα νοητικά και συναισθηματική σχήματα των λεκτικών αινιγμάτων. Μεταθέτει, επομένως, την ευθύνη για την κατάληξη της απόπειρας, στην ατομική έκφραση των εναλλακτικών μορφών υιοθέτησης του παρόντος, ως προέκταση ενός μέλλοντος που τείνει να αφουγκραστεί τις αγωνίες στο διάβα τού χρόνου. 

Η ζωή καθίσταται πεδίο αναφοράς και συγκρούσεων. Δεν είναι η ζωή, αυτή καθαυτή, που κεντρίζει το ενδιαφέρον για προσμονή, αλλά η απολογία ενός συμβάντος (επί της ουσίας πολλαπλών, διαδοχικών ή διακεκομμένων ενεργειών) το οποίο μετασχηματίζει τη μνήμη σε διεργασίες μίας απρόσμενης συμφιλίωσης μεταξύ του χρονικού και χωρικού ορίζοντα θέασης των πραγμάτων. Δεν είναι η ίδια που κάθε φορά εξηγεί τα δεδομένα· είναι η ταυτότητα της πρόσληψης η οποία προσαρμόζεται στις διαφοροποιήσεις των συντομεύσεων και διακρίνει την περιοχή δράσης από την περιοχή απομόνωσης. Διότι, η ποιήτρια τεκμηριώνει την προσωπικότητα του θεατή ως υποψήφια μορφή πολλαπλασιασμού των εικόνων μίας επικείμενης απομάγευσης. Δεν λησμονεί, ωστόσο, να προστρέξει στο πλευρό του, αγωνιζόμενη όχι για την επιτυχία, αλλά για την κορύφωση μίας εξελικτικής πορείας· πορείας, που δεν αργεί να συμβιβαστεί με την απώλεια και το τέλος. Σε αυτήν την στροφή τής ιστορίας, δίχως να καταλαγιάζει, στη νοηματοδότηση της πνευματικής εγρήγορσης, ο πόνος της ήττας, η δημιουργός καταμετρά κέρδη και ζημιές. Για να καταλήξει στο τελικό της συμπέρασμα, ενεργοποιεί τον έρωτα ως σημείο σταθμό στην αποξένωση. Εδώ, η ποιήτρια σχηματοποιεί την αποξένωση ως μνημείο ελευθερίας. Δεν στιγματίζει τα συνθετικά της υλικά ως δεδομένα μέτρα στάθμισης των προσώπων. Αντίθετα, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα υπέρβασης και προσδίδει περιεχόμενο σε μία καθολική αποδοχή του αιτήματος για ελευθερία μέσα από την υιοθέτηση της προσμονής του εκάστοτε τρίτου προσώπου. «Ζέστανε ο καιρός τα όνειρα/Άνοιξες το πουκάμισο» (σελ. 26) και όση ώρα ξεδιπλώνει το στοιχείο του ρεαλισμού στην εικονοποιία, τόσο αναδεικνύει την ερωτική πρόθεση ως προμετωπίδα μίας εξαντλητικής μεν, αποφασιστικής δε, αλήθεια των συναισθηματικών αντιρρήσεων.  

Και όταν καλείται να αντικρίσει το μέγεθος της δυναμικής του αποτελέσματος, ενώπιον ενός άξονα περιορισμών, υπερβαίνει τον χρόνο μέσα από τις χωρικές διαστάσεις της ύλης. Δεν ματαιώνει τις προσδοκίες των συμπρωταγωνιστών του θεάματος. Αντίθετα, σπρώχνει τις αντιδράσεις στις ακραίες τους αντηχήσεις, έως ότου καρπωθεί την ατέλεια σώματος και πνεύματος στη σμίκρυνση των συναισθημάτων. Δηλαδή, επενδύει στις ανθρώπινες σχέσεις ως δείγμα τής προσωπικής της αναλογίας με τις συσπάσεις της φύσης, καθώς ανατρέπει τα δεδομένα στις συμβατικές μετρήσεις των καιρών και υψώνει το μέγεθος αποδοχής πάνω από τις οπτικές των ανθρώπων. Προσθέτει υπεραξία στον έρωτα και προσωποποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις, διατηρώντας ως μοτίβο αναφοράς την έννοια και την αναγκαιότητα της ισορροπίας. Πράγματι, ο βηματισμός τον οποίο περιγραφικά αποτυπώνει στις σελίδες της ποιητικής συλλογής, διάκειται από στάσεις ζωής υπό αμφισβήτηση και σε διάρκεια. Καλείται να πληροφορεί τη ζωή μέσα από τις αλλεπάλληλες πτώσεις έως ότου υψώσει το ανάστημά της σε έναν κόσμο που μικραίνει ολοένα περισσότερο στις προτάσεις της ελευθερίας. Κεντρίζει τις συνειδήσεις η Κλεονίκη Δρούγκα και αναταράζει την εσωτερική αβεβαιότητα, διατηρώντας ακάθεκτη τη βούληση για ζωή. Υπό μία έννοια, αντικρίζει νομοτελειακά τις διακυμάνσεις της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων, παρακολουθώντας τες από απόσταση. Ενέχει έντονους ψυχαναλυτικούς προσδιορισμούς στις εικόνες των στίχων της και για τον λόγο αυτό, βαστώντας την πρόθεση της δικαίωσης ενός άτιτλου αγώνα επιβίωσης, η ίδια απλώνει τη σκέπη των αισθητικών και νοητικών διαπλάσεων σε μία πρώιμη δειγματοληπτική καταγραφή, προτού μεταβεί συγκροτημένα και συντεταγμένα στην απογραφή των αθέατων πτυχών της σκέψης.