Κριτική: Κωνσταντίνος Λίχνος – «Διάστρεμμα» / Η σύγχρονη γυναίκα στο μικροσκόπιο
Κριτική για τη νουβέλα «Διάστρεμμα» του Κωνσταντίνου Λίχνου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα.
Η νουβέλα με τίτλο «Διάστρεμμα», του Κωνσταντίνου Λίχνου, αποτελεί την, πεζογραφικής μορφής, χαρτογράφηση των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων, βασισμένων σε τρία γυναικεία πρόσωπα-χαρακτήρες. Τρεις φίλες, η Σόνια, η Νίκη και η Μάρθα, αποτελούν το τρίπτυχο τακτικής επικοινωνίας με ψυχαναλυτικό υπόβαθρο. Τρεις αυτόνομες υποστάσεις οι οποίες ετεροπροσδιορίζονται μέσα από την εναλλακτική οπτική θέασης των πραγμάτων, όπως αυτά διαμορφώνονται στη συνείδηση και την πράξη τους.
Οι τακτικές συναντήσεις τους, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου αποκτούν συμβατικό, αλλά πάντα ουσιαστικό -ποιοτικό- γνώμονα συναναστροφής, περιστρέφονται γύρω από τρία επίπεδα λόγου: Ανηλεής Παρατήρηση, Αμείλικτη Κριτική, Αμέριστη Στήριξη. Είναι επίπεδα με πολλαπλούς αποδέκτες και ταυτόχρονες αναλύσεις συμπλεγματικών σχέσεων και επιθυμιών. Μία ψυχολόγος, μία φιλόλογος και μία φωτογράφος, μοιράζονται σκέψεις και συναισθήματα, αμφισβητώντας και ανατέμνοντας τον χρόνο στο παρελθόν και το παρόν, ασκώντας διασταλτική ερμηνεία στην καθημερινότητά τους.
Δεν θα σταθούμε στα πρόσωπα αυτά καθαυτά· εξάλλου, οι ρόλοι τούς οποίους υπηρετούν και οι εξωτερικές συνθήκες τις οποίες υιοθετούν, και μέσω των οποίων καλούνται να αυτοπροσδιοριστούν, αποτελούν την ενιαία γραμμή σύνδεσης μεταξύ τους. Τα γεγονότα τα οποία αναπτύσσονται στη ροή τού λόγου, θέτουν στο κέντρο τού ενδιαφέροντος τη θέση τής γυναίκας και αυτόματα οι δομές τής συλλογικής ζωής αποκαλύπτουν τους περιορισμούς τούς οποίους αυτή υφίσταται, υπερβαίνοντας τις θεσμικές -νομικής υφής- αναφορές στην ισότητα των δύο φύλων, μεταφέροντας στο πεδίο τής καθημερινής διαπάλης το ζήτημα της πρακτικής ανισότητας κι εκμετάλλευσης.
Τρεις, επομένως, διαφορετικοί ρόλοι με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Η φωτογράφος, υπηρετεί με ατομικιστική αυτογνωσία τα δεδομένα τής τέχνης. Επιχειρεί, μέσα από εκθέσεις και συμμετοχές, να συμβάλλει στην αποκάλυψη των ευρύτερων, περισσότερο επιφανειακών, ζητημάτων τής οικονομικοπολιτικής πραγματικότητας, επιχειρώντας να μείνει προστατευμένη πίσω από το πλέγμα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών/πρωτοτυπιών. Με άλλα λόγια, αξιοποιεί τον δημόσιο χώρο ως σκοπό απογραφής των προσωπικών της αδιεξόδων, επιχειρώντας, παράλληλα, τη μείωση της απόστασης του εγώ από το εμείς των μελών τής παρέας.
Βρίσκεται ολοένα περισσότερο ενταγμένη σε ένα αποστερημένο περιβάλλον εξωτερικότητας, από το οποίο η κριτική που της ασκείται, μέσω των συζητήσεων, λειτουργεί ανασταλτικά στις ψευδαισθήσεις τις οποίες τρέφει συνειδητά για το κοινωνικό σύστημα στο οποίο εντάσσεται και το οποίο αναπαράγει ιδεολογικά, δίχως η ίδια να το κατανοεί στο βάθος των αιτιακών σχέσεων που το διέπουν. Η ψυχολόγος, είναι η επιτομή τής σύγχρονης προέκτασης των ψυχαναλυτικών θεωριών σχετικά με τον ρόλο τής επιτόπιας ερμηνείας των δεδομένων μίας κατάστασης πραγμάτων, αγνοώντας πως και η ίδια είναι μέρος τού ιδεολογικού πλέγματος του δημόσιου αφηγήματος στη μετανεωτερικότητα.
Η ψυχολόγος, ως ειδικευμένο όργανο του κατεστημένου συστήματος αξιακών και ηθικών μεταδόσεων, εργαλειοποιεί εαυτόν στο όνομα μίας επιστήμης με οικονομικό δείκτη κοινωνιολογικής αναφοράς, και στον οποίο (βλ. οικονομικό δείκτη) λειτουργεί με όριο την καθοδήγηση των πελατών της στην αυτοσυνείδηση των περιστατικών τής ατομικής και συλλογικής ζωής τους, μέσα από τις οποίες, αδυνατώντας να ανατρέψει (το δρων υποκείμενο) τις συνθήκες (υλικές και κύριο λόγο) που τις δημιουργούν, οδηγείται στη συμφιλίωση με την ιδέα και την πράξη τής ήττας. Και από αυτό το στάδιο μέχρι την κριτική των προσωπικών της επιλογών ο δρόμος μοιάζει μακρύς. Χάρη στη διαδικασία τής αμείλικτης κριτικής, και η ψυχολόγος θα βρεθεί στο ντιβάνι τού αυτοελέγχου.
Η αποδόμηση του ρόλου της, που τόσο έντεχνα αναλύει μέσα από την εναλλαγή τού λόγου, ο Κωνσταντίνος Λίχνος, οδηγεί στη συμπερασματική αποξένωση της ίδιας προς το είναι το οποίο υπηρετεί με όρους ιεράρχησης. Όταν θα βρεθεί ενώπιον της αλήθειας, σε ενικό βαθμό, τότε η αυτοκυριαρχία μίας θέσης θα υπονομευτεί και αυτομάτως η ατομικότητα θα αναμετρηθεί με την πρότερη στάση της έναντι των υπολοίπων. Κριτής και κρινόμενος εναλλάσσονται πάντα στα ίδια πρόσωπα, έως ότου απωλέσουμε από το οπτικό μας πεδίο τις προτεραιότητες των ρόλων και μείνουν γυμνές αλήθειες οι προσωπικότητες των συνομιλητριών.
Με εξαιρετική τεχνική τού λόγου, ο συγγραφέας συγκροτεί την τρίτη κατασκευή στα μέρη τού διαλόγου. Η φιλόλογος, με φεμινιστικές περγαμηνές και προσπάθεια όπως ανατρέψει τις πατριαρχικές δομές εξουσίας με έμφαση στα λεκτικά σύνολα, αλλά αδυνατώντας, ταυτόχρονα, να εμφανιστεί στο προσκήνιο των πραγματικών διλημμάτων που η ζωή θέτει καθημερινά εμπρός τους, αποτελεί την ήπια έκφραση ενός κερματισμένου κόσμου αντιλήψεων, δίχως συνοχή και ισορροπία.
Και οι τρεις τους βρίσκονται σε συναισθηματική και συνειδησιακή άρνηση, καθεμιά με διαφορετική αφετηρία, αλλά ίδιο βηματισμό στο δια ταύτα των υποθέσεων που εκκρεμούν από το παρελθόν. Στην περίπτωση της φιλολόγου, οι συνθήκες διαφέρουν ως προς τα ποιοτικά στοιχεία τα οποία συνθέτουν το αφηγηματικό της περιβάλλον. Κοινωνικές σχέσεις σε αμφισβήτηση· δεδομένα μετωπικά σχήματα μία επιφανειακής αντιμετώπισης των ερωτημάτων, που η ίδια αρνείται πεισματικά να αντικρύσει· στάση υποβασταζόμενης αφύπνισης από συζήτηση σε συζήτηση, δίχως, ωστόσο, η αυτοκριτική να επηρεάζει τις προθέσεις διαφυγής από τις ευθύνες εμπλοκής.
Για να κατανοήσουμε το τρίπτυχο αυτό της παρατήρησης, της κριτικής και της στήριξης, με αφορμή τη συζήτηση των τριών γυναικών, οφείλουμε να επεξεργαστούμε τον στόχο τον οποίο θέτει εκ των προτέρων ο συγγραφέας, αξιοποιώντας τη γραφή για να εκφράσει τη γυναικεία στάση έναντι των ζητημάτων τού σύγχρονου κόσμου. Η ανδρική μεταμόρφωση του λόγου σε γυναικεία υπόθεση, σε υπόθεση δηλαδή περιορισμού και καταπίεσης συλλογικής αισθητικής και αντιστοιχίας εξωτερικών παραγόντων, είναι εξαιρετικά επίπονη και δύσκολη συγγραφική κατάσταση. Αξίζει να υπογραμμιστεί πως το μεγαλύτερο μέρος των ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων των διαλόγων τού παρόντος έργου, είναι προϊόν πραγματικής καταγραφής μεταξύ αληθινών γυναικείων χαρακτήρων. Επομένως, ο συγγραφέας λειτούργησε πρώτα ως δημοσιογράφος, συγκεντρώνοντας υλικό ως αυτόπτης μάρτυρας, και, στη συνέχεια, το επεξεργάστηκε με λογοτεχνικούς όρους.
Η εργασία είναι ταυτόχρονη τόσο σε λεκτικό, όσο και σε νοηματικό επίπεδο. Όφειλε να διατηρήσει αποστάσεις από τις τρεις αυτές γυναικείες προσωπικότητες, ώστε να καταγράψει, με τρόπο άμεσο, την ουσία τής γυναίκας στον χρόνο ένταξης των γεγονότων. Έχοντας καταργήσει τον χρόνο ως πράξη και προσδίδοντας του υπόσταση ερμηνευτικής χρήσης (βλ. αναφορά σε γεγονότα και συμβάντα του προσωπικού παρελθόντος των συνομιλητριών), ο συγγραφέας κατόρθωσε να προσπεράσει την επιφάνεια των διαπραγματευόμενων αναμνήσεων και να εισέλθει στον ψυχισμό τής ατομικής βίωσης της εμπειρίας περιορισμών και απογοητεύσεων, την οποία η παραμονή τους, (βλ. περιορισμών), στη ζωή των γυναικών επιφέρει (βλ. βιωμένη εμπειρία). Με άλλα λόγια, πέτυχε ώστε ο λόγος του να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον τού αναγνώστη απευθείας στη θεματική ενότητα των τριών γυναικών, αυτή των επιπτώσεων που η οικονομική, πολιτική, πολιτιστική πραγματικότητα διαμορφώνει γύρω τους.
Επομένως, είναι αξιοζήλευτη η σταθερότητα την οποία συγκροτεί ως κυρίαρχο μοτίβο διαλογικών αντιστοιχιών, καθώς, πέραν των ρόλων, οι τρεις γυναίκες εμφανίζονται στο προσκήνιο με κοινό παρονομαστή. Τα προβλήματα τα οποία αναπτύσσονται στην ψυχαναλυτική διαδικασία τής συζήτησης μεταξύ τους, είναι προβλήματα οι ρίζες των οποίων εντοπίζονται στις οικονομικές σχέσεις εκμετάλλευσης και αποκτούν μορφές διεύρυνσης σε όλα τα θεματικά σύνολα του εποικοδομήματος. Αξιοποιεί ο συγγραφέας την κλασική μαρξιστική ανάλυση των αιτιακών δεδομένων, προσθέτοντας σε αυτή τον αυτόνομο (και όχι ανεξάρτητο) ρόλο των γυναικών, ως διακριτή μονάδα στη σύγχρονη κατηγοριοποίηση της εκμετάλλευσης. Δηλαδή, μαζί με τον οικονομικό παράγοντα επεξεργάζεται τις πτυχές των αθέατων όψεων της πρακτικής που το καπιταλιστικό σύστημα δημόσιου και ιδιωτικού χώρου οριοθετεί και οριοθετείται έναντι τρίτων.
Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο, ο συγγραφέας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο τμήμα αυτονομίας τής ατομικής αλήθειας των τριών κοινωνικών ρόλων, με προέκταση την προσωπικότητα και τις σχέσεις εξουσίας τού εξωτερικού περιβάλλοντος κόσμου, τις οποίες εκφράζουν σε κάθε τους πρόταση οι τρεις γυναικείοι χαρακτήρες. Κάθε σελίδα τού έργου αποτελεί την επιτομή τής ανατομίας μίας σύνθετης, όσο και περίπλοκης, αναζήτησης της εξωτερικής και εσωτερικής σύνδεσης των νοητικών σχημάτων ανάμεσα στο εγώ και στο εμείς τού σύγχρονου κοινωνικού ζητήματος.
Η γυναίκα είναι το επαναστατικό υποκείμενο στο ερώτημα του μέλλοντος, και στο σημείο αυτό κομβικής σημασίας είναι ο ρόλος τής γλώσσας τού συγγραφέα. Ο τελευταίος χρησιμοποιεί την απλότητα του ρεαλισμού, επικεντρωμένος στην απρόσκοπτη μεταφορά νοημάτων και θεματικών ενδιαφερόντων. Περιγραφικός στα σημεία εκείνα των συζητήσεων στα οποία οι μορφασμοί των προσώπων, οι κινήσεις των σωμάτων και οι διακοπές τού ρέοντος χρόνου, επιτρέπουν στον αναγνώστη να αισθανθεί την ένταση και τις κορυφώσεις διαπλοκής των συνομιλητριών, ενώ παραμένει αφηγηματικά δομημένος στο πλαίσιο σταδιακής ένταξης του χώρου και του χρόνου των γεγονότων και των προσώπων τής ιστορίας.
Μία γλώσσα λιτή και ποιοτικά διαβαθμισμένη ανάλογα με τον ρόλο τής εκάστοτε ομιλήτριας, δεν λησμονεί να συγκροτεί τα λεκτικά σχήματα με γνώμονα την παράλληλη αποκάλυψη αιτιών και συνεπειών στα ίδια υποκείμενα των πράξεων. Μία διεργασία λογοτεχνικά δύσκολη και απαιτητική, τη φέρνει εις πέρας αποτελεσματικά και το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει.
Συνολικά, η νουβέλα «Διάστρεμμα» δύναται να λειτουργήσει ως λογοτεχνικό βαρόμετρο των σύγχρονων πεζογραφικών απαιτήσεων του λόγου, σε ένα θεματικό πεδίο εξαιρετικής βαρύτητας, από κάθε άποψη.
Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.