Κριτική: Λερντ Χαντ – «Neverhome» (Εκδόσεις Πόλις)

Το μυθιστόρημα του Λερντ Χαντ με τίτλο «Neverhome» εξασφαλίζει στον αναγνώστη την επαφή με πολλαπλές ερμηνείες και προσεγγίσεις, όχι μίας ιστορίας αποτυπωμένης σε λογοτεχνικό καμβά, αλλά μίας πραγματικότητας μεταφερμένης στο χρόνο. Για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο του, εν λόγω, έργου προτείνω μία διπλή αναγωγή (και όχι ανάγνωση). Αφενός, ο παραλληλισμός με τα Ομηρικά έπη και δη την ιστορία του Οδυσσέα έως την επιστροφή του στην Ιθάκη και, αφετέρου, την συσχέτιση με την εμπειρία του Στρατή Μυριβήλη στο έργο του, τηρουμένων των αναλογιών, «Η ζωή εν τάφω». Το μυθιστόρημα του Λερντ Χαντ δεν εντάσσεται στην κατηγορία των αντιπολεμικών κειμένων. Μολονότι, η συσχέτιση με το αντίστοιχο του Σ. Μυριβήλη έχει υπόβαθρο και στοιχεία ουσιαστικής σύνδεσης, ωστόσο, η στόχευση του συγγραφέα στο συγκεκριμένο έργο υπερβαίνει τα όρια της περιγραφής των συνεπειών ενός πολέμου, τόσο για τον άνθρωπο όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να ορίσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο η αξία της υπόστασης αποκτά ταυτότητα και αυτοτέλεια. 

Εν πρώτοις, το μυθιστόρημα τοποθετείται χρονικά στον Αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Τον πλέον καταστροφικό, ο οποίος έλαβε χώρα το διάστημα 1861-1865. Βόρειοι και Νότιοι σε μία ισορροπία οικονομικών και διοικητικών εξουσιαστικών δεσμών αναμετρήθηκαν με αποτελέσματα οικτρά. Πέραν του ενός εκατομμυρίου θανούντων και το ήμισυ της οικονομικής παραγωγής, συνολικά, ενώ, η απελευθέρωση των Αφροαμερικανών από την κατάσταση της δουλείας με την 13η τροπολογία του Συντάγματος του 1865, διαμόρφωσε νέες προοπτικές και απαιτήσεις στην αμερικανική κοινωνία των επόμενων δεκαετιών. Όλες αυτές οι εικόνες μεταφέρονται στο έργο με τρόπο ανατρεπτικό. Ο συγγραφέας επιλέγει να περιστραφεί γύρω από τις περιπέτειες μίας ηρωίδας. Ασχέτως εάν το όνομά της μεταβάλλονταν αναλόγως των περιστάσεων, η θηλυκή όψη της αφήγησης κεντρίζει το ενδιαφέρον, σε μία διαμάχη κατά την οποία θα ανέμενε κανείς να κυριαρχεί η ανδρική καταστροφική μανία στα πεδία των μαχών. Σκληραγωγημένη η ίδια από τα παιδικά της χρόνια αποφασίζει να αντικαταστήσει τον σύντροφό της (Βαρθολομαίο) στις απαιτήσεις της ιστορίας. Κι εκεί η ηρωίδα συναντά τον Καβάφη. «Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις». Πράγματι, η ιστορία εκτυλίσσεται με επίκεντρο τον Αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, ωστόσο, επικρατεί η αντίληψη της ολικής αμφισβήτησης εκ μέρους της πρωταγωνίστριας της ανδρικής ερμηνείας αυτής. Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Ούτε Βόρειοι ούτε Νότιοι στο τέλος της ημέρας. Μία ολιστική ερμηνεία της ιστορίας μεταφέρει την ίδια από στρατιωτική μάχη σε προσωπικές διενέξεις, έως ότου η κεκαλυμμένη της παρουσία καταδειχθεί και αποκαλυφθεί η πραγματική της ταυτότητα. «Δεν μας ήθελαν μόνο για να πολεμάμε. […] κουβάλησα πέτρες, έζεψα βόδια και έσφαξα κατσίκες, καθάρισα κανόνια και φόρτωσα άμαξες με τη θλιβερή σάρκα των μελλοντικών πτωμάτων. […] Οι βδομάδες και οι μήνες που είχαν περάσει με είχαν κάνει αρκετά σκληρή για να προσαρμοστώ» (σελ. 43) αναφέρει χαρακτηριστικά και η ομοιομορφία της στρατιωτικής ζωής εμφανίζεται σε όλες της τις διαστάσεις. 

Επί της ουσίας, ο συγγραφέας δεν επιδιώκει να μετατρέψει το έργο σε χρονικό του εμφυλίου σπαραγμού. Τα γεγονότα δίδονται με τρόπο ώστε η ηρωίδα να συνομιλεί με το προσωπικό της παρελθόν και την ατομική ιστορία της οικογενείας της, στο τέλος του κύκλου της οποίας μένουν ανοικτές υποθέσεις που σε κατατρέχουν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο δημιουργός μάς εισάγει στον ρεαλισμό της περιγραφής των καταστάσεων στις οποίες η ηρωίδα θα «εκπαιδευτεί» για να αντιμετωπίσει την πρόκληση της προσωπικής της ιστορίας. Σε αυτές τις αποσπασματικές περιγραφές εντοπίζει κανείς την αντιστοιχία με το έργο του Στρατή Μυριβήλη (και πολλών ακόμη αντιπολεμικών συγγραφέων). Μολονότι ο συγγραφέας δεν έζησε εκ του σύνεγγυς τον εμφύλιο πόλεμο και επομένως η οπτική του δεν είναι βιωματική, ωστόσο, οι αναφορές δεν επαφίονται σε μία συμβατική καταγραφή των δεδομένων μίας πολεμικής σύρραξης αλλά επικεντρώνονται στο απάνθρωπο βίωμα που μετατρέπεται σε επαναλαμβανόμενη συνήθεια. «Στο επόμενο ενάμισι χιλιόμετρο δεν έβλεπες τίποτε άλλο παρά πτώματα και κόκκαλα. (…) Υπήρχαν νεκροί γερμένοι σε κορμούς, νεκροί με τα πόδια στον αέρα, νεκροί που κρέμονταν από τα κλαδιά των δέντρων. […] Καθώς περνούσαμε ανάμεσά τους, είδαμε πολλά κοράκια που συνέχιζαν ακόμα το τσιμπούσι. (σελ. 77) Όλες οι στιγμές, στις οποίες ο συγγραφέας επιδίδεται στην μεταφορά της πραγματικότητας μίας κατάστασης πραγμάτων και δη πολεμικής, κορυφώνονται με την απομάγευση της ανθρώπινης και φυσικής υπόστασης. Αντίστοιχα την ωμότητα της πραγματικότητας αποτύπωσε στο έργο του ο Σ. Μυριβήλης «Σε λίγο η λαγκαδιά βόγγησε βαριά από μια σειρά εκρήξεις και σουβλερές σφυριξιές. Ήταν ένα σωστό μακελειό αθώων. Τα ζα ξεκοιλιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στο τρυφερό χορτάρι, αγκρισμένα μέσα στο μεθύσι της γεννητικής τους χαράς. Ψοφούσαν κι ανεστέναζαν σαν ανθρώποι. Πέφτανε χάμου και ξεψυχούσαν σιγά σιγά, γύριζαν το λαιμό κοιτάζοντας λυπητερά τα εντόσθιά τους, που σάλευαν σαν κοκκινωπά φίδια ανάμεσα στα πόδια τους. Κουνούσαν απάνω-κάτω τα χοντρά τους κεφάλια δίχως να καταλαβαίνουν τίποτα» (Σ. Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω, Βιβλιοπωλείον της Εστίας). 

Η ηθική του πολέμου καταργεί εξ ολοκλήρου τη βούληση για ζωή. Η τελευταία αποκτά νόημα μόνο ως διαπάλη για την επιβίωση. Όπως ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του αγωνίζονταν για την επιβίωση, όχι απλώς του σκοπού της επιστροφής, αλλά της ίδιας τους της υπόστασης, με τον ίδιο τρόπο η ηρωίδα του έργου εισέρχεται σε έναν κόσμο λελογισμένης βίας. Οι ανθρώπινες απώλειες προστίθενται ως αριθμοί στους συσχετισμούς, εκάστοτε, δύναμης και μόλις η πραγματική ταυτότητα του δρώντος υποκειμένου αποκαλυφθεί, μη συντασσόμενη στις απαιτήσεις μίας εξορθολογισμένης πολεμικής μηχανής, τότε ένας ολάκερος ανθρωπομορφικός οργανισμός επιχειρεί να σε συντρίψει. Η ηρωίδα μοιάζει εγκαταλελειμμένη σε έναν κόσμο δίχως προοπτική, ο οποίος κατασκευάζει την απόδρασή της έως την επόμενη, ελεγχόμενη, επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Και η ηρωίδα επιστρέφει, όχι απλώς για να εκδικηθεί την βαρύτητα των ευθυνών που της προσέδωσαν στο όνομα των επίδοξων μνηστήρων αλλά, κυρίως, για να αποκαταστήσει την τάξη στη συνείδησή της, με όποιες συνέπειες κι αν αυτό συνεπάγεται.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ