Κριτική: Μαρία Μπουρμά, Νησί που ψάχνει χάρτη

«Η ποίηση πρέπει να εκπλήττει με κάποια λεπτή υπερβολή, και όχι με το ασυνήθιστο. Πρέπει να δημιουργεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι είναι η έκφραση των δικών του υψηλών σκέψεων, που θα πρέπει να μοιάζουν περισσότερο με ανάμνηση» έγραφε ο Τζων Κητς και τα λόγια του έρχεται να επιβεβαιώσει με τρόπο χειροπιαστό η ποιήτρια Μαρία Μπουρμά. Στην πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Νησί που ψάχνει χάρτη», η έκθεση στον δημόσιο λόγο, υπό το βάρος τής ευθύνης αυτού, εγκολπώνεται την αφετηριακή αίσθηση σύνδεσης με τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις βαθύτερες επιθυμίες και τους, πολλαπλώς, υφιστάμενους περιορισμούς τού αναγνώστη, για να ξεδιπλώσει αριστοτεχνικά τους δεσμούς αυτούς, μέσω των οποίων η ποίηση μετατρέπεται η ανοιχτό διάλογο και εξομολόγηση. Ήδη από τους πρώτους στίχους διακρίνει ο αναγνώστης την αισθητική της σωματικής δομής. Πράγματι, το σώμα για τη Μαρία Μπουρμά αποτελεί ένδειξη υλικότητας του χώρου. Μέσα στον τελευταίο αυτόν εντάσσεται η δημιουργική παρουσία τού υποκειμένου ως ψευδαίσθηση. Μολονότι αυτού του είδους η αντίληψη, περί σωματικής αναλογίας μίας πράξης, συνδέεται άμεσα με την έννοια του προσωπικού βιώματος της υπονόμευσης (βλ. εξωτερικό περιβάλλον), η ποιήτρια μεταφέρει και, ταυτόχρονα, μετασχηματίζει τον χώρο ως ενέργεια επανάληψης ενός, εκ των προτέρων, δεδομένου αποτελέσματος. Το τελευταίο αυτό λειτουργεί ως καθρέφτης τής αντιστοιχίας ανάμεσα στο δρων υποκείμενο και τις διαψεύσεις τις οποίες υφίσταται. Με άλλα λόγια, το σώμα για την ποιήτρια, στην υλική του όψη, καθρεφτίζει την απώλεια της παιδικής αθωότητας ως προμαχώνα αποσταγμένης αλήθειας. Δεν αναζητά άλλοθι για την συνενοχή στην ήττα. Αποδέχεται και υιοθετεί τα συμπεράσματα αυτής μέσα από την επανάληψη. Όταν, ωστόσο, το σώμα καταλήγει στην αποσύνθεση των βαθύτερων επιθυμιών, η δημιουργός δεν αποδέχεται ούτε παραδέχεται την ήττα. Μεταπλάθει την πραγματικότητα σε έναυσμα μίας νέας, κατασκευασμένης αυτή τη φορά, εξωτερικής συνθήκης, όμοιας με την αντίθεση της περιορισμένης ζωής σε φάσμα ατέρμονης εναλλαγής εικόνων και προθέσεων.

«Τη μία σε βυθίζουν/ την άλλη συνθλίβουν» (σελ. 21) και η απόκριση μίας χαλκευμένης εικαστικής τέχνης με επίκεντρο τη γλώσσα του σώματος εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον της. Έχει πλήρη συνείδηση της περιρρέουσας κατάληψης των μορφών από το πλέγμα αντιφατικών μεταξύ τους συσσωματώσεων. Τα πρόσωπα γύρω της συνδέονται ως ταυτότητες μίας απωθημένης έλξης μετουσίωσης της χαράς και της λύπης. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η ίδια αδυνατεί να εντοπίσει τη λύση στο διάβα των γεγονότων, ωστόσο, έχει ορίσει εκ των προτέρων την προσωποποιημένη οπτική τής ατομικότητας ως απάντηση στο ερώτημα το οποίο η σύμβαση των πραγμάτων θέτει: ποια προσωπικότητα να αντιστοιχίσει ως αλήθεια της ζωής; Επί της ουσίας, η ποιήτρια αποτυπώνει τη δική της απάντηση στο ερώτημα, δίχως να αναμένει την θετική ή την αρνητική απόκριση της βιωμένης εμπειρίας. Ο έρωτας καθίσταται η Αχίλλειος πτέρνα των συναισθηματικών δεσμών και μέσω αυτού το σώμα (ως χώρος της ύλης και ως όριο αυτής) αναζωογονείται και πεθαίνει την ίδια ακριβώς στιγμή. Επομένως, δεν είναι η παιδική ηλικία η απάντηση στο ερώτημα της μετουσίωσης των αισθήσεων σε υλική ανακατεύθυνση. Είναι ο έρωτας ο οποίος αποκτά χαρακτηριστικά αθωότητας ως προμετωπίδα του αυτούσιου μετασχηματισμού της υποκειμενικής ήττας σε γνώμονα μίας αισιόδοξης αλλαγής πορείας. Για να κατορθώσει να απομαγεύσει την πραγματικότητα, η ποιήτρια διαχωρίζει το Εγώ και το Εμείς σε μία ενιαία οντότητα δύο, παράλληλων, εκφάνσεων. «Δυο εαυτούς/ στην πλάτη κουβαλώ» (σελ. 31) και κάθε τόσο ενεργοποιεί το ένα σχήμα και αφοπλίζει το άλλο. Ποιος εαυτός ανήκει στο πρώτο και ποιος στο δεύτερο η ποιήτρια δεν μας αποκαλύπτει. Επιτρέπει, ωστόσο, στον αναγνώστη να εμβαθύνει σε μύχιες σκέψεις μίας ατελέσφορης ενδοοικογενειακής πρόσληψης. Από την πατρική φιγούρα έως την ερωτική αποδοχή τού εκάστοτε τρίτου προσώπου, μεσολαβεί η ατομική αυτοκριτική.

Στην ανάλυση που προηγήθηκε, ο έρωτας είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο πρόσωπο της δημιουργού και σε ‘κείνο του συνομιλητή. Διότι, η ποιήτρια μέσα από τα λεκτικά σχήματα και την εικονοποιία, με έντονα τα ρεαλιστικά και υπερρεαλιστικά συνδετικά στοιχεία, έχει εκ των πραγμάτων πια προσδιορίσει την σωματική απόληξη του έρωτα ως το αντίδοτο στην πληκτική ατμόσφαιρα της ματαίωσης των προσδοκιών. Λειτουργεί με τρόπο υπονομευτικό ως προς την ενοχή της συμμετοχής σε έναν κύκλο παρεμβάσεων και εκτροπών από την συμβατική αντίληψη περί σύμπλευσης των συμβαλλόμενων μερών, έως ότου καταφέρει να εκθρονίσει την απαίτηση για επικύρωση του βιώματος ως θετική ταύτιση της πραγματικότητας εν συνόλω. Με άλλα λόγια, δεν επιδέχεται ερμηνείας και ετεροκατευθυνόμενης προσέγγισης η θέση περί έρωτος, παρά μόνο ως τεχνική ομολογίας μίας πράξης (με υλική αφετηρία και κλιμάκωση). Τα συναισθήματά της διαρκώς εντείνουν την αναμέτρηση με την αυτοκριτική. Μεταχειρίζεται την αίσθηση του θανάτου ως τμήμα αναπόσπαστο της ερωτικής ηδονής, ακόμα και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία η εικόνα ολικής σύνθεσης της πραγματικότητας, με όρους ύλης («τριγύρω στο δρόμο σκουριασμένοι πεζοπόροι»), δεν επιδέχεται διαβαθμίσεων και ετεροχρονισμών. Επενδύει τη μοναξιά των τετελεσμένων επιθυμιών στην ποθητή απονέκρωση των δεδομένων μίας αναπτυγμένης -σχεδόν ολιστικής- γεφύρωσης της απόστασης μεταξύ του Είναι του μη-Είναι. Δεν επιτρέπει, δηλαδή, στον αναγνώστη, πέραν των ιδιομορφιών της γραφής, να διαπλάσει, μέσω περιττών ερμηνειών, τα μειονεκτήματα της προσωπικής συστολής σε μεγέθυνση των απαραίτητων νοητικών διευκολύνσεων.

Είναι σύνθετη η ποιητική σύνθεση της Μαρίας Μπουρμά, όσο απλές, και συμβατικά ευανάγνωστες, συνδηλώσεις κι αν προκαλούν οι στίχοι και οι εικόνες. Βαθιά ψυχολογικές οι αναφορές της, με έντονο το στοιχείο τής μέθεξης των κοινών πεδίων αναφοράς των ανθρώπινων υποστάσεων. Κινείται σε δύο επάλληλα επίπεδα, αυτό της νιοστής όψης των αντιτιθέμενων προθέσεων με αφορμή τις κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνει το δρων υποκείμενο και αυτό της προσωπικής ερμηνείας των ίδιων εκείνων συμβάντων τα οποία επικοινωνούν με την ευρύτερη έννοια του δημόσιου χώρου. Ένας συνδυασμός ο οποίος καθιστά την ποιητική αυτή συλλογή ιδιωτική υπόθεση εξομολόγησης. Μόνο που στη θέση της εκμυστήρευσης δεν βρίσκεται η θεσμική έκφραση της ορθολογικής επεξήγησης των γεγονότων, αλλά η υποκειμενική βούληση για συμμετοχή σε ένα παιχνίδι πολλαπλών ρόλων.

Info: Μαρία Μπουρμά, Νησί που ψάχνει χάρτη, Εκδόσεις Ιωλκός. Ελληνική ποίηση. Τιμή 10€. Σελίδες 48. Ημερομηνία έκδοσης: Απρίλιος 2022. Βρείτε το βιβλίο στο iolcos.gr.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ