Κριτική: Νικόλας Κουτσοδόντης, Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι

Ο Νικόλας Κουτσοδόντης είναι βαθύτατα υπαρξιακός ποιητής. Συμπλέει ανάμεσα στην πολιτική ωριμότητα του λόγου ως γεγονός, της εικόνας ως ανταπόδοσης των ευθυνών τού δημιουργού έναντι του δημόσιου χώρου και της αθέατης ερμηνείες-αποκάλυψης των αισθήσεων ως πεδίο αναφοράς οριζόντιας ανάμνησης γεγονότων του ιστορικού παρόντος/παρελθόντος. Ας εξετάσουμε έναν προς έναν τους συγκεκριμένους παράγοντες της ποίησής του. Στο πρώτο επίπεδο στέκεται ενώπιον του καθρέφτη της πολιτικής ανταπόκρισης. Δεν εστιάζει σε ένα γεγονός ως ιδεολογικό αποτύπωμα μιας πράξης, αλλά, αντίθετα, μεταδίδει τις προεκτάσεις αυτής στην ατομική πρόβλεψη της μετέπειτα πραγματικότητας.

Με άλλα λόγια, ο ποιητής ισορροπεί μεταξύ της αλήθειας ενός γεγονότος αντικειμενικής ανάγνωσης και στην υποκειμενική ερμηνεία των αποτελεσμάτων της ίδιας αυτής ενέργειας, δίχως να λησμονεί την αφετηρία στόχων και σκοπών. Ενεργοποιεί την βαθύτερη επιθυμία όπως μετουσιώσει την αυθεντικότητα των αισθήσεων σε γνώμονα κυριαρχίας στο ενδιάμεσο δύο επαναλαμβανόμενων πράξεων. Από τη μία πλευρά, η κοινωνική συλλογική ζωή στην εξατομίκευση των προβεβλημένων αναγκών της και από την άλλη πλευρά, η ατομική προσέγγιση της εξωτερικής πραγματικότητας σε αυτοματοποιημένη απάντηση στα ίδια αιτήματα. Ποια είναι αυτή η εμπειρία η οποία υπονομεύει την όψη της αλήθειας; Ο ποιητής δεν διστάζει να υπογραμμίσει τα συνθετικά της στοιχεία: Από το πρόσωπο μεταβαίνουμε στην επιφάνεια των πραγμάτων. Ο πολιτικός λόγος-στόχος μετασχηματίζεται σε ατομικό-προσωπικό διάβημα με καθετοποιημένες, αυτή τη φορά, συντεταγμένες. Δεν επιδέχεται περαιτέρω ερμηνείας. «Αποχαιρετώ τον φούρναρη τον οδηγό/του αγροτικού που ίσως βάζει το πρωί/ αφίσες κομμουνιστικές έξω από καφενεία» (σελ. 15)

Και ο πολιτικός λόγος ανακατευθύνεται σε στιγμιαίες αποκαλύψεις της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, δίχως τον ιδεολογικό μανδύα περιστολής των κριτικών πνευματικών διεργασιών. Ακινητοποιεί ο ποιητής την πραγματικότητα ως πολιτικό δεδομένο (εξάλλου, κάθε τι στην καθημερινότητά μας είναι ζήτημα πολιτικής) και τη μετατρέπει σε καλοστημένη αναμέτρηση με τον εκάστοτε «άλλον». Είναι η αθέατη όψη του παρελθόντος, το οποίο επανεμφανίζεται ως παρόν μίας μεταβαλλόμενης αξιακής θέσης, σε έναν κόσμο άρνησης. Ο δημιουργός δεν αρκείται στην άρνηση, αλλά, αντίθετα, προσδίδει νόημα και ταυτότητα στα περιεχόμενα μίας ετεροκατευθυνόμενης δέσμης συναισθημάτων. Για το λόγο αυτό επιχειρεί να σωματοποιήσει την ανταπόκριση στο κάλεσμα για ζωή, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η πολιτική πραγματικότητα έχει υπερβεί χωρικά και χρονικά το διάστημα των προθέσεων και έχει μεταθέσει τη διαπάλη των ατομικών περιστατικών σε ερμηνεία (ή/και παρερμηνεία) της ενδεχόμενης υπεξαίρεσης των υλικών αυτής (βλ. ερμηνείας). Επομένως, δεν αντιστέκεται στην πρόταση για απομάγευση του γύρω του κόσμου. Αντίθετα, συμβάλλει σε αυτή την αποδόμηση, μένοντας, ωστόσο, προσηλωμένος στην αναζήτηση της αυθεντικότητας των προσωπικών ανθρώπινων σχέσεων. Οι τελευταίες, στην στιγμιαία τους αποτύπωση, αποτελούν τον εναπομείναντα πολιτικό λόγο της εποχής μας και ο ποιητής σπεύδει να τον αναδείξει ως τελευταίο πρότυπο ενός κόσμου που βαίνει ολοένα στην ολοκλήρωση της ιστορικής του πορείας, ματαιώνοντας τις αισιόδοξες προβλέψεις για δικαίωση. «Μεταξύ της λεωφόρου στο σαλόνι/ και του επαρχιακού δρομίσκου ως το μπάνιο/ σκιές πεθαίνουν σε τροχαία με το στήθος μου» (σελ. 23)

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στον δημόσιο χώρο η πράξη μετατρέπεται σε εποχή (άνοιξη, φθινόπωρο,καλοκαίρι) και οι αισθήσεις φυτρώνουν και μαραίνονται με ταχύτητα φωτός. Είναι το ερώτημα περί ερωικών απολήξεων το οποίο θέτει μετ’ επιτάσεων ο ποιητής. Οι ανθρώπινες σχέσεις αποκτούν υπόβαθρο μέσα από την αφή των αισθήσεων. Δεν είναι προμελετημένη εργασιακή πειθαρχία ο άμβωνας του πόθου, αλλά πεδίο βολής για τους τολμηρούς της μετανεωτερικότητας. Ο ποιητής τέμνει τον έρωτα σαν σε χειρουργική κλίνη και τον αποσυνθέτει σε στοχευμένες αναδιπλώσεις μίας εσωτερικευμένης προβολής αυτοματοποιημένων προσκλήσεων. Ωστόσο, δεν μένει στην επιφάνεια των ερωτημάτων. Επιχειρεί να μεταδώσει την αυθεντικότητα των πράξεων ως σώμα σε υπερδιέγερση, παράλληλα με την εικονική πραγματικότητα την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη βιώνουν. Επομένως, επιχειρεί να αναδείξει την αλήθεια σε έναν κόσμο υποκριτικής ασφάλειας και επιφανειακής ισορροπίας. Να αποκαλύψει τα συστατικά στοιχεία τής ανατομίας των ανθρωπίνων προκλήσεων, μέσα από την αναμόρφωση των ερωτικών εικόνων.

«Όλα μα όλα/ κι ο έρωτάς μου ακόμα/ πράξη χειρωνακτική» (σελ. 29) καταλήγει ο ποιητής και μεταμορφώνει την ύλη του σώματος σε προμετωπίδα της επομένης πράξης θέσης και άρνησης. Είναι καταλύτης το σώμα στη μορφοποίηση της επιθυμητής πραγματικότητας για τον δημιουργό. Τόσο επιθυμητής όσο και αβέβαιης ως προς την εφαρμογή της. Για το λόγο αυτό αποθεώνει το βίωμα προτού αποκτήσει κυριαρχικά δικαιώματα, το αποθεώνει στην αφετηρία της αυθεντικής και άδολης πρόσληψης.  

Στη βάση τής παραπάνω ανάλυσης, ο ποιητής εφορμά στο άχρονο παρόν για να υπεραμυνθεί των επιλογών που το εκάστοτε υποκείμενο αντιμετωπίζει ως κρίση συνειδήσεως. Η συνείδηση δεν υπόκειται σε λαθραίες χειραγωγήσεις. Αφοπλίζεται ενώπιον των αντικειμενικών όρων αναπαραγωγής της ζωής, ωστόσο, δεν παραδίνεται στον αγώνα για επιβίωση. Μεταβαίνει στο χωροχρονικό τής απόλαυσης των ερωτικών περιπτύξεων, για να αναζητήσει την επιδιωκόμενη αξία των πεπραγμένων. Δεν υιοθετεί εκ των προτέρων ρόλο ιεραρχικής ανταπόδοσης. Ίσα ίσα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αρνείται πεισματικά, και μέσα από πλήθος εικόνων που λειτουργούν ως αντι-παράδειγμα, την υποχρεωτική ακολουθία μαζικών-καταναλωτικών προτύπων. Απομονώνεται και στα πλαίσια της αυτο-κριτικής συγκρούεται με τον ίδιο της τον εαυτό. Ο τελευταίος ανταποκρίνεται στην όψιμη θέαση των πραγμάτων, ως ανταπόκριση στις απαιτήσεις μίας προσδιορισμένης εμπειρίας. Με άλλα λόγια, η ερωτική επαφή δεν περιορίζεται στην υλικότητα μίας ενέργειας (ή σειράς επαναλαμβανόμενων ενεργειών), αλλά εξυψώνει το ανθρώπινο πρόσωπο σε μείζονα θέμα επιβίωσης. Η απάντηση, στο ερώτημα της σύγχρονης πραγματικότητας, δεν εντοπίζεται ανάμεσα στα συντρίμμια τής ιδεολογικής ήττας των καταπιεσμένων. Αναζητείται και, εν τέλει, καταδεικνύεται ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτογνωσίας των συναισθηματικών παραβάσεων της αυθεντίας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο λόγος ως ερωτικό εργαλείο μηχανοποιεί τις αισθήσεις, με βασικό στόχο την υπέρβαση των πραγματικοτήτων στην απολεσθείσα αποκάλυψη της ατομικής ταυτότητας. Από την άλλη πλευρά, ο έρωτας ως πολιτικό κινηματογραφικό σενάριο, εργαλειοποιεί τα υπολείμματα της παρατεταμένης παθογένειας των ανθρωπίνων κοινωνικών. Επρόκειτο για αναμέτρηση δίχως προοπτική, αλλά με συνέπειες στον αντικειμενικό ρόλο των προσώπων στη διαμόρφωση του εκάστοτε παρόντος.

Βαθμολογία: 5* /

Info: Νικόλας Κουτσοδόντης, Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι, εκδόσεις Θράκα, έτος έκδοσης 2021, σελίδες 60, τιμή 8,48€. Βρείτε το βιβλίο εδώ.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.