Κριτική: Νίκος Καψιάνης – «Ιχνοβατώντας στο φως… και στο σκοτάδι» (Εκδόσεις Θερμαϊκός)

Η ποιητική συλλογή του Νίκου Καψιάνη με τίτλο «Ιχνοβατώντας στο φως…και στο σκοτάδι» δύναται να χαρακτηριστεί ως βιογραφικό αποτύπωμα σε ποιητικό φόντο και αυτό διότι οι στιγμές οι οποίες κατακλύζουν τη συλλογή εκκινούν από τα πρώτα παιδικά χρόνια για να καταλήξουν στο «σήμερα» μίας εξελισσόμενης πορείας δίχως τελικό στάδιο απόθεσης της εμπειρίας. Η τελευταία ζωντανεύει και πάλλεται σε κάθε χρονική διασταύρωση ανάμεσα στην εξωτερική πρόσληψη της δεδομένης κατάστασης πραγμάτων (βλ. βιωμένη εμπειρία) και την, αντίστοιχη, εξωτερική θέαση των αποτελεσμάτων αυτής ως μνήμης. Είναι, με άλλα λόγια, ο δι-υποκειμενικός (αλλά όχι διιστάμενος) λόγος του Εγω στην ετερωνυμία του χώρου. Ο χώρος της ιστορικής αναφοράς και δη της προσωποποιημένης ανασκόπησης μεταμορφώνεται στην προοπτική μίας βουλητικής επαναφοράς γεγονότων και επιλογών του παρελθόντος στο παρόν, μεταστρέφοντας τους όρους δέσμευσης της συνείδησης έναντι του ατομικού επιπέδου πρόληψης των συνεπειών αυτής. «Γιατί οι Θεοί μας ήταν πάντα ψεύτικοι/Γιατί η αγάπη μας δεν έζησε ποτέ/Γιατί οι ουρανοί μας θα είναι πάντα συννεφιασμένοι» (σελ. 26) και πράγματι η συλλογή βρίθει από επάλληλες αναγνώσεις ενός ολικού αδιεξόδου σε κάθε στροφή της ιστορίας. Μολονότι η μνήμη επιδέχεται θετικό πρόσημο στην τελική επεξεργασία των ιδεών, τις οποίες προκρίνει ως συνέχεια της βιωματικής έλξης των αισθήσεων, δεν παύει να μετέρχεται του ορισμού εκείνου ο οποίος ανταποκρίνεται στην ποσόστωση της αυθεντικότητας μίας ατομικής ήττας. Στο σημείο αυτό οφείλω να υπογραμμίσω πως με την έννοια της «ήττας» δεν αναφέρομαι στα συμπεράσματα μίας αρνητικής στάσης έναντι της ζωής. Ίσα ίσα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Στην ποιητική συλλογή του Νίκου Καψιάνη η ζωή ανταποκρίνεται στο ύψιστο ρόλο της ως εντολοδόχου της βούλησης για επαφή με το κοινωνικό γίγνεσθαι, σε όλες του τις εκφάνσεις. Ωστόσο, ο χρόνος επέρχεται θέση -αντίθεσης- στην συλλογική μνήμη, κατακερματίζοντας την ατομική αποδοχή αυτής σε μεμονωμένες στιγμές απομάγευσης της πραγματικότητας. Επομένως, η τελευταία δεν μεταφράζεται ως αντικειμενική δέσμευση του χρόνου των τετελεσμένων πράξεων αλλά, αντίθετα, ως διαρκώς επανεμφανιζόμενη προοπτική έως και προέκταση των προσώπων που συμμετέχουν και διαδραματίζουν καίριας σημασίας ρόλο στις εν λόγω στιγμές στο εκάστοτε «σήμερα» του δημιουργού. Λειτουργούν περισσότερο ως αντανακλάσεις ομοιωμάτων στις βαθύτερες επιθυμίες και λιγότερο ως λησμονημένες αναμνήσεις μίας τρέχουσας ιστορικής αναφοράς. «Αλίμονο σε κείνον που δοκιμάζει την πικρία με πλαστά χαμόγελα/Αλίμονο στην αγάπη που δοκιμάζεται στην ξεγνοιασιά δύο λέξεων/που κατά βάθος ίσως και να σε μετρούν» (σελ.21).

Και από το σημείο αυτό μεταβαίνουμε, αιφνιδίως, στις κοινωνικές διεργασίες στις οποίες είτε ο δημιουργός συμμετέχει άμεσα και ενεργά είτε περιδιαβαίνει τις εξελίξεις με γνώμονα την ατομική συνείδηση ως χαρακτήρας μίας ξέφρενης πορείας με κατεύθυνση την εσωτερική ανασυγκρότηση του δρώντος υποκειμένου. Διότι, ο ποιητής δεν ερμηνεύει την εκάστοτε επιλογή (και κατ’ επέκταση την πράξη αυτής) ως αισθητική έκφραση μίας ζώσας πραγματικότητας αλλά μεταστρέφει την αισθητική αυτής σε κανονιστική αρχή υποκειμενοποίησης των τρεχουσών εναλλαγών θέσης και σύνθεσης. Τα υλικά αυτής είναι τα ίδια σε κάθε περίσταση, ωστόσο, μεταβάλλουν και μεταπλάθουν εν τέλει τη ζωή σε στιγμιότυπα, άνευ δεδομένης αρχής. «Ο νους στράφηκε απεγνωσμένα στο μελάνι, που έμελλε σκληρά να αποκαλύψει τα αδιέξοδα» (σελ. 55) και η κρίση αξιών συναντά τον άνθρωπο-δημιουργό στο μετερίζι μίας εφεδρικής παραζάλης. Πράγματι, ο ποιητής δεν αναγνωρίζει στον Λόγο (και δη τον ποιητικό) την κενότητα των πεπραγμένων παρά μόνο την αντοχή αυτών στο διάβα του χρόνου. Οτιδήποτε ανθίσταται στη φθορά ο δημιουργός το μετασχηματίζει και το μεταπλάθει σε νέες κατευθύνσεις, έχοντας ως υπόβαθρο την αυτονομημένη παραδοχή της απόλαυσης για ζωή. Αποτέλεσμα και επιδίωξη σθεναρή αυτής της εξέλιξης είναι ο «άνθρωπος», ως επιστέγασμα μίας επαναλαμβανόμενης στάσης για αλήθεια και ελευθερία. Μονάχα που στην περίπτωσή του οι δύο αυτές έννοιες αναγνωρίζονται άνευ περιεχομένου ακριβώς επειδή και ο ίδιος (βλ. ο άνθρωπος) έχει απωλέσει οριστικά την ταυτότητά του. Ομοιάζει ολοένα περισσότερο με απολίθωμα ενώπιον των ριζικών αλλαγών οι οποίες διαμορφώνουν νέα επίπεδα πραγματικότητας. Η τελευταία, σε αυτή την περίπτωση, αρνείται τον κυρίαρχο ρόλο της στις επάλξεις μίας αντεστραμμένης ποιητικής προκειμένου να απελευθερώσει την εικόνα από το όριο της φαντασίας. Φαντασία, μνήμη και λόγος μετατρέπονται στον τρίπτυχο παράγοντα μίας ολοένα αυξανόμενης επιθυμίας για ανεξαρτησία από τον εξωτερικό περιβάλλοντα κόσμο. Αυτού του είδους την ανεξαρτησία ο ποιητής την αναζητά σε δύο ταυτόχρονα επίπεδα με μόνη τη χρονική σύνδεση μεταξύ τους. Επρόκειτο για τον έρωτα και την υλική αυτού μορφή. Στην πρώτη περίπτωση, αυτή του έρωτος, το συναίσθημα κατακλύζει τις απολήξεις μίας ορθολογικής αντίδρασης στις εξωτερικές περιστάσεις. Περιστάσεις οι οποίες καταφεύγουν στην υπονόμευση των κεντρικών πυλώνων της ατομικότητας (όπως αυτή διοχετεύεται σε σχήματα και πλαίσια της κοινωνικής/συλλογικής συνείδησης) και καθώς υπονομεύονται μετατρέπουν σε άρνηση την καταφατική στάση του δρώντος υποκειμένου έναντι της ζωής. Ο έρως λειτουργεί ανασταλτικά δίχως, ωστόσο, να είναι σε θέση όπως αποτρέψει την κατάρρευση του ειδώλου. Από την άλλη πλευρά, το σώμα, στην υλική του και μόνο αποδοχή, μεταφέρει την αντιστοιχία ανάμεσα στο Εγώ και το Εμείς ως δίαυλος έσχατης επικοινωνίας προτού και η τελευταία μεταμορφωθεί σε άγνωστες προεκτάσεις μίας αντι-υποκειμενικής ερμηνείας των πραγμάτων. Επομένως, δεν είναι ο έρωτας που εξυψώνει τα αισθήματα στο μεγαλείο της ανθρώπινης διάστασης. Είναι, αντιθέτως, η υλικότητα των πραγμάτων που εκμηδενίζει την ψευδαίσθηση αυτού δίχως, ωστόσο, να ακυρώνει την υποκειμενική προσέγγιση μίας στιγμιαίας αναφοράς. Για το λόγο αυτό και ο ποιητής επιστρέφει στην πρώιμη ηλικία της αθωότητας, όπως αναζωπυρώσει την ενέργεια εκείνη μέσα από την οποία οι ζωές των ανθρώπων αποκτούν αξία άνευ ορισμών και περιεχομένων. Την ηλικία εκείνη κατά την οποία τα όνειρα καλπάζουν με ταχύτητα φωτός στο άγνωστο διατηρώντας ακμαία την διάθεση και την επιθυμία για δημιουργία. «Αχ και να γινόμασταν πάλι παιδιά/ξυπόλυτα, κι ας πατούσαμε της αμμουδιάς τα χνάρια» (σελ. 93) υπογραμμίζει και ο ποιητικός λόγος αποδεσμεύεται από τυμπανοκρουσίες και ιδεολογήματα. Πλέον, οι λέξεις και οι εικόνες αναπνέουν δίχως σταματημό στο εκάστοτε «παρόν» χωρίς, παράλληλα, να περιμένουν οποιαδήποτε απάντηση στις αιτιάσεις του χρόνου. Όλες οι καταστάσεις με υποκειμενική προέκταση δοκιμάζονται έως ότου η λήθη μεταφέρει τη μνήμη σε νέες ατραπούς και προσκλήσεις για ζωή.

Έτος έκδοσης: 2021
Αριθμός σελίδων: 128
Κωδικός ISBN: 13-9789609547963
Διαστάσεις: 24×17