Κριτική: Νίκος Μπακουνάκης – «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» (Εκδόσεις Πόλις)

Το έργο του Νίκου Μπακουνάκη με τίτλο «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» αποτελεί την ανθρωπογεωγραφική, κοινωνιολογική και εν πολλοίς πολιτιστική οπτική συγκρότησης του Λόγου στην ελληνική πραγματικότητα, κυρίαρχα κατά τον 20ο αιώνα. Θα ήτο δόκιμο να ισχυριστούμε ότι αποτελεί προέκταση της πρώτης αυτού εργασίας, όπως αποτυπώθηκε στις σελίδες του έργου «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ» (εκδ. Πόλις, 2014) μέσα από τις οποίες αναπτύσσεται το χρονικό του εγχώριου Τύπου (έντυπη μορφή). Ωστόσο, θα λησμονούσαμε τη βασική «γραμμή» που διαπερνά το νέο πόνημα, εάν επικεντρώναμε το ενδιαφέρον μας σε μία συγκριτική προσέγγιση των δύο αυτών έργων και η οποία δεν είναι άλλη από την προσωπική μαρτυρία ενός πρωταγωνιστή των γεγονότων∙ πρωταγωνιστή ακόμη κι αν μεταφέρει ή/και αναπαράγει εικόνες και δεδομένα τρίτων προσώπων, όπως το μεταδόθηκαν. Με άλλα λόγια, πρόκειται για πολυεπίπεδη εργασία η οποία συμπυκνώνει το χρονικό δόμησης της ελληνικής κοινωνίας στο βαθμό κατά τον οποίο η δημοσιογραφία, και οι θεσμικές της προεκτάσεις, λειτουργεί συμπληρωματικά των διαδραματιζόμενων γεγονότων όχι ως απλός παρατηρητής αλλά διεκδικώντας ενεργό ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής, πολιτιστικής και ευρύτερα συλλογικής ταυτότητας, ενώπιον των προκλήσεων που εκάστοτε κοινωνία δοκιμάζει στο διάβα του χρόνου.

Προκαλεί, ευχάριστη, αίσθηση η αποτύπωση και σκιαγράφηση της ευμετάβλητης πραγματικότητας, όπως αυτή οικοδομούνταν στο δημόσιο λόγο μέσα από την έλευση των νέων τεχνολογιών και των ανατροπών που επέφερε στο σύνολο της ειδολογικής αναφοράς του Τύπου στη χώρα. «Το επιχείρημα, που προαναφέραμε, δεν μπορούσε να κρύψει την αδυναμία της εφημερίδας να δει την πραγματικότητα έξω από την τηλεοπτική λογική» (σελ. 37) και καθώς εκκινά την αφήγηση από το παρόν και το πρόσφατο παρελθόν για να καταλήξει στα πρώτα βήματα του Τύπου (μέσα από την προσωπική, πάντα, οπτική του επαγγελματία δημοσιογράφου) αποκαλύπτει, προϊόντος του χρόνου, την ολική αναδόμηση της δημοσιογραφίας στον τόπο, μέσα από την παράλληλη προβολή των πεδίων αναφοράς στα οποία κυριαρχεί η ανταγωνιστική πλευρά αυτής. Μία πλευρά η οποία θυσίασε, εν πολλοίς, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών της αντικειμενικότητας (διότι η υποκειμενική ματιά και συμμετοχή του δρώντος υποκειμένου στα γεγονότα αποτελεί τμήμα του μακρόκοσμου της αντικειμενικότητας και όχι κατάργηση αυτής) στο βωμό της ποσοτικής αύξησης αναγνωστών και προσέλκυσης επενδυτών (βλ. διαφημίσεις). Η Αχίλλειος πτέρνα του Τύπου, η οποία συνεπάγεται αγώνα για την επιβίωση και την υπαρξιακή απαίτηση παραμονής στην επιφάνεια της εμπειρίας, αναλύεται σε αρκετές περιπτώσεις δίχως, ωστόσο, να απομακρύνεται από το προκείμενο της ιστορίας το οποίο εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο η τέχνη του Λόγου, στα δημοσιογραφικά πλαίσια, διαμόρφωσε μία ολάκερη κοινωνία (διαμόρφωση με όρους συλλογικής αφομοίωσης μίας νέας προοπτικής για τα γράμματα και τις τέχνες). 

Ο αφηγητής, όντας εμπλουτισμένος στη σκέψη από την γαλλόφωνη λογοτεχνία στα σχολικά του χρόνια, ισορροπεί ανάμεσα στην παράδοση και την πρόκληση της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Από τη μία πλευρά, η Αθήνα της «Λέσχης Αμφικτύων» με τις πολιτισμικές αισθήσεις Ανατολής και Δύσης και από την άλλη πλευρά, η μεταπολεμική ιστορία της πρωτευούσης στις αστυνομικές περιπέτειες του Γιάννη Μαρή συγκροτείται γύρω από δημοσιογραφικούς πυλώνες και βιβλιοπωλεία. Ο Νίκος Μπακουνάκης αποτυπώνει αναλυτικά την αρχιτεκτονική του χώρου στη διάπλαση του χρόνου. Ο τρόπος χειρισμού της ιστορίας συνυπάρχει ανάμεσα στην παράλληλη ανάπτυξη της φιλολογίας (ευρείας προβολής και διάδοσης) μέσω του Τύπου και του βιβλίου. Είναι η εποχή του, διεθνούς εμβέλειας, βιβλιοπωλείου «Μόλχο» στην Θεσσαλονίκη το οποίο καθρεφτίζει τη δυναμική του βιβλίου σε μία περίοδο κατά την οποία η ευρωπαϊκή διανόηση περιστρέφεται γύρω από εμβληματικά κέντρα διάδοσης της γνώσης (και δεν αναφέρομαι στις πανεπιστημιακές έδρες) τόσο στη Γαλλία όσο και στην Αγγλία αλλά και στη Γερμανία. Η «γενιά του ‘30» μέσα από την στάση του Άγγελου Τερζάκη και του Γιώργου Θεοτοκά μεταπλάθεται στις επιδιώξεις των δημοσιογραφικών συγκροτημάτων, προεξάρχοντος αυτού του Λαμπράκη. Η εξωστρέφεια και η διαμόρφωση των όρων ποιότητας στη δημόσια σφαίρα επιρροής της κοινής γνώμης (και κατεύθυνσης αυτής στον βαθμό κατά τον οποίο οι πολιτικές αρχές συμβάδιζαν στην κοινωνική συμφιλίωση της τραυματισμένης ελληνικής πραγματικότητας) απηχούν τις προσπάθειες του εν λόγω οργανισμού όπως μετουσιώσει την δυνατότητα παρέμβασης στα πράγματα σε υλικό σύνθεσης μίας νέας κατηγοριοποίησης του αναγνωστικού κοινού, με ευρωπαϊκές περγαμηνές. Προσωπικότητες διεθνούς φήμης και δυναμικής με επίκεντρο το βιβλίο και τη λογοτεχνία (αργότερα θα προστεθούν οι κριτικές και οι μεταφράσεις ως ισότιμοι όροι πλήρωσης της εγχώριας φιλολογίας) αποκτούν φωνή και χώρο στον έντυπο Τύπο (βλ. Ελεύθερο Βήμα, Βήμα κτλ). «Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το Βήμα του Δημητρίου Λαμπράκη και του Χρήστου Λαμπράκη έγινε ο κατεξοχήν χώρος ανάπτυξης ενός πολιτικού πολιτισμού» (σελ. 129). Επί της ουσίας, το εν λόγω εγχείρημα, το οποίο μετεξελίχθηκε σε στυλοβάτη της πολιτειακής δημοκρατικής θεμελίωσης, υπήρξε το φιλελεύθερο πρόταγμα μίας μορφής εθνικής κουλτούρας στον Τύπο. Ο δημόσιος χώρος αποκτά ταυτότητα και διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο όχι μόνο για να ενημερώσει και να αφυπνίσει αλλά για να καθοδηγήσει και να οικοδομήσει. 

Μέσα από τα περιοδικά Ρομάντσο και Βεντέτα, τα οποία στην αναμόρφωσή τους λειτούργησαν ως αναμνήσεις ενός περασμένου παρελθόντος (και της αστικής ηθικής η οποία είχε υπονομευτεί στην υλική της αναδόμηση), περάσαμε σταδιακά στην εποχή του lifestyle και του περιοδικού Κλικ προκειμένου να καλυφθεί ένα ακμάζον νεανικό αναγνωστικό κοινό αλλά και να προσαρμοστούν στις ανάγκες της διαφημιστικής αγοράς. Βρισκόμαστε στην εποχή της -υλιστικής- μαζικής καταναλωτικής εισαγωγής προϊόντων και από την άλλη πλευρά στην πρωτοβουλία του Χρήστου Λαμπράκη για την κυκλοφορία του περιοδικού Εποχές γύρω από το οποίο συσπειρώνεται τμήμα της επιστημονικής, φιλοσοφικής, λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας που θα βλαστήσει τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Παρατηρούμε, επομένως, τις αντιστάσεις ποιότητας και τις επεκτάσεις ποσότητας τις οποίες καλείται ο Τύπος στην χρονική του διάρκεια να διαχειριστεί σε μία κοινωνία η οποία μεταβάλλεται ολοένα. Στο πλαίσιο αυτό οι εκδοτικοί οίκοι συναποτελούν απαραίτητους πυλώνες αυτής της προσπάθειας. Καστανιώτης, Κέδρος, Λιβάνης κ.α. συμπληρώνουν τις απαιτήσεις της εγχώριας προοπτικής του Λόγου, μέσα από την αντίστοιχη παρέμβαση της δημοσιογραφίας στα καίριας σημασίας ζητήματα των καιρών. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Νίκος Μπακουνάκης, δίχως να παραλείπει να σημειώσει τις εκκωφαντικές κατά καιρούς ανεπάρκειες και στρεβλώσεις του Τύπου και των εκδοτικών οίκων στο ρόλο τους, υφαίνει μαεστρικά πτυχές της εγχώριας ιστοριογραφίας αυτών. Το έργο του αποτελεί παρακαταθήκη για το μέλλον και έναυσμα για τον μελετητή του δημόσιου χώρου. 


Πώς ένας έφηβος ανακαλύπτει το βιβλίο και την ανάγνωση; Πώς περνάει από το κόμικ στον Καμύ; Πώς αποκτά αναγνωστική και βιβλιοφιλική εμπειρία; Πώς μπαίνει, τυχαία, στη δημοσιογραφία; Και πώς, το 1997, δημιουργεί το πρώτο ένθετο για ‘Βιβλία’ στον ελληνικό Τύπο; Το παρόν βιβλίο είναι μια αυτοβιογραφική αφήγηση, με στοιχεία λογοτεχνικής δημοσιογραφίας, κριτικού δοκιμίου και ιστορίας των ΜΜΕ, που καλύπτει μια περίοδο σαράντα ετών, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως σήμερα. Η Πάτρα, η Αθήνα, το Παρίσι είναι οι χώροι δράσης του ήρωα-αφηγητή. Στο φόντο, εκδότες, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, συναντήσεις με αξιομνημόνευτους ανθρώπους, εφημερίδες, βιβλιοπωλεία, μπαρ και εστιατόρια, διαμάχες και αντιπαραθέσεις, απογοητεύσεις και θρίαμβοι, διαψεύσεις και χρεοκοπίες. Αλλά πάνω απ’ όλα, η ακατάλυτη σχέση γραφής και ανάγνωσης. Βρείτε το βιβλίο ΕΔΩ.