Κριτική: Νίνα Αλέξη, Άνω θρώσκω

Η ποιητική συλλογή της Νίνας Αλέξη με τίτλο «Άνω θρώσκω» διαπνέεται από έντονο το μεταφυσικό στοιχείο. Μεταφυσικό, δίχως, ωστόσο, να επενδύει σε ποιητικό λόγο διερευνητικό, αλλά βαθιά συναισθηματικό, καταγράφοντας στοιχεία και συνθετικές εικόνες της βιωμένης εμπειρίας. Με άλλα λόγια, μολονότι στα ποιήματα, της εν λόγω συλλογής, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με το φυσικό περιβάλλον σε αφαίρεση, διαμορφώνεται γύρω του μία ενότητα διαδοχικών πράξεων, έχοντας ως αφετηρία την υποκειμενική διάσταση του χώρου και του χρόνου. Για να οδηγηθούμε στην αποκάλυψη μιας ολάκερης πραγματικότητας, η ποιήτρια μας καλεί να ακολουθήσουμε τις γέφυρες που ενώνουν τις υποστάσεις των σωμάτων, και μέσα από αυτές να ανιχνεύσουμε τα συγκοινωνούντα δοχεία της πνευματικής, ψυχικής και συναισθηματικής έκτασης των γεγονότων. Με συλλογή εικόνων από στις ευρωπαϊκές και ανά τον κόσμο πρωτεύουσες, συνδέει το ζήτημα της ατομικής ευθύνης με τις πτυχές της συλλογικής συνειδησιακής πρωτοπορίας, σε ένα πεδίο αναφοράς πολλαπλών επιπέδων ερμηνείας.  

Εκκινά από τη θέση ενοχής για μία σειρά πεπραγμένων υποκείμενης άρνησης, έως ότου καταλήξει στη μεταμόρφωση των αισθήσεων σε έναν κόσμο περιορισμένης μνήμης. Στη φύση και την ελευθερία αρμονίας και γαλήνης, την οποία προβάλει, ισχυροποιεί τις τεθλασμένες απολήξεις του πόνου και της απώλειας. Δεν είναι το κενό το οποίο επιτρέπει στη δημιουργό να συνδιαλλαγεί στη μεταφυσική όψη των επικαιροποιημένων αληθειών. Είναι η διαλεκτική οπτική των δεδομένων θέσεων στις οποίες οδηγείται μέσα από ένα σμήνος πεποιθήσεων τρίτων προσώπων και συλλογικοτήτων, ώστε, αναδιαμορφώνοντας τον παρόντα χρόνο σε μετωπική έλξη με τα συμβάντα του παρελθόντος, να αυτονομήσει τον ποιητικό λόγο, ως διέξοδο σε μία παραδεδεγμένη κατάσταση σμίκρυνσης. «Αχανής ο δρόμος της επιστροφής/δύσβατος και τραχύς/δίχως στάλα νερού/να δροσίσεις τα σωθικά/που οι φλόγες πυράκτωσαν» (σελ. 16). Εκεί, ανάμεσα στη μνήμη που ολοένα περισσότερο βαίνει λησμονημένη στα τεκμήρια αθωότητας, η ποιήτρια, σαν να κρατά στα χέρια της κινηματογραφικό φακό λεπτομερούς καταγραφής προσώπων και περιστάσεων, διαμορφώνει τον αντίλογο σε νέα πρόταση επιβίωσης. Ο άνθρωπος έχει καταστεί αριθμός ολικής αποτύπωσης συνθηκών και αναπαράγεται διαρκώς σε ένα πλαίσιο υπονομεύσεων και περιορισμών. Αυτή την πορεία της ζωής στιγματίζει η δημιουργός, τη στιγμή κατά την οποία διερευνά τα όρια αντοχής (και απήχησης) των αισθητικών προοπτικών της κείμενης πραγματικότητας (όχι μόνο σε θεσμικό/σύστημα αξιών κανόνα, αλλά και σε μία ετεροχρονισμένη αποκαθήλωση προτύπων και συμβόλων). 

Ενεργοποιεί τον έρωτα και την επιθυμία να ανήκει κανείς στην προσωποποιημένη αντίληψη της αγάπης, δίχως να εμβαθύνει στο πλέγμα μειονεκτημάτων που η παρουσία της στις ζωές των ανθρώπων προκαλεί, όντας τα συμβαλλόμενα μέρη σε κατάσταση υποτονικής ανοχής του εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου. Ζούμε τις ζωές των άλλων, διατρανώνει σε μορφή αντίθεσης η ποιήτρια και καταγράφει τη διαμαρτυρία της σε μόνιμη αντίθεση με τα αποδεικτικά της υποτέλειας των προσώπων, σε έναν κόσμο ολοκληρωτικής αποσύνθεσης. «Δηλητήρια πολύχρωμα εισπνέεις/ζεις ζωές πολλών ταχυτήτων/κλεμμένες ζωές -όχι τη δική σου-/ακούς το τραγούδι του θανάτου/σφυρίζεις στο ρυθμό του» (σελ. 26) υπογραμμίζει και σταθμεύει τις εντυπώσεις του σύγχρονου πολιτισμού στην διαπάλη του χρόνου. Σε αυτό το στάδιο ανατομίας, ο χρόνος καθίσταται αφερέγγυο δεδομένο υπαναχώρησης στα κεκτημένα της ατομικής δεξιότητας. Πράγματι, η υποκριτική υιοθέτηση κανόνων, ρόλων και συμπεριφορών, έχει μετατρέψει τις ανθρώπινες σχέσεις σε σκιές μίας περασμένης εποχής αθωότητας. Σε αυτήν ανατρέχει η ποιήτρια, να συναντήσει τον σπουδαίο Νίκο Καζαντζάκη. Δεν επιδιώκει την αναπαράσταση της προσωπικής θέασης των πραγμάτων, αλλά επιχειρεί να κατασκευάσει την απάντηση στον παρόντα χρόνο, ως απόφαση μίας ριζικής ανανέωσης. Από τον Θεό της αναζήτησης, έως τον Χριστό, τον Βούδα και τον Λένιν, καθώς τα σύμβολα καταρρέουν στην εξέλιξη του χρόνου και ο άνθρωπος μένει μετέωρος σε κάθε του βήμα προς την αυτογνωσία. 

Στο διάβα αυτής της διαλεκτικής, από την άρνηση στη θέση, η ποιήτρια αναγνωρίζει στο πρόσωπο του θανάτου και της απώλειας τη δυναμική ανακατεύθυνση της ελευθερίας. Η τελευταία, υπολογίζεται ως μετωπική ώσμωση αντιθέτων, έως ότου δημιουργηθεί το κατάλληλο συναισθηματικό επίπεδο ωριμότητας για την αποδοχή ενός αδιεξόδου, στις οδύνες της ανθρώπινης τραγωδίας. Η ζωή αναζητείται στα συντρίμμια του παρόντος χρόνου, μέχρι το σημείο ανασύνταξης της παρελθούσας μνήμης. Η τελευταία ανακαλύπτει στους κόλπους της τα ζωτικά στοιχεία της ένωσης με την ελευθερία των επιλογών και των επιθυμιών, σε μία διασταύρωση ανευθυνότητας και ανωριμότητας. Ακόμη και σε αυτήν την κατάσταση του ανθρώπινου είδους, η δημιουργός διατρανώνει την πίστη της στην αυθεντικότητα της ατομικής υπόστασης, και σταδιακά ξεδιπλώνεται ως αυθυποβολή της τέχνης του λόγου στις επάλξεις του ακούσιου μέλλοντος.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ποίηση της Νίνας Αλέξη, στη μεταφυσική της διάσταση, διαμορφώνει μία τεχνική απόσταση με την αισιοδοξία του αναγνώστη, όχι για να μειώσει την ακτίνα δράσης της ανθρώπινης δυναμικής, αλλά για να προειδοποιήσει για τον κύκλο της ζωής, που ολοένα ομοιάζει με ασφυκτικό πλαίσιο εξομοιώσεων και ταυτοποιήσεων, δίχως ελευθερία και πρωτοβουλία ατομικής αναγνώρισης. Είναι βαθιά υπαρξιακή η ποίησή της και, συνάμα, ακολουθεί την ψυχαναλυτική αντιστοιχία προσώπων, γεγονότων και καταστάσεων, προκειμένου να καταγράψει και να καταγγείλει στάσεις και θέσεις ζωής.