Κριτική / Ο θλιμμένος σοφός του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες στις «Δυστυχισμένες πουτάνες της ζωής μου»

«Πίστευα πάντα πως ο θάνατος από έρωτα δεν ήταν παρά τίποτα περισσότερο από ποιητική αδεία. Εκείνο το απόγευμα, στην επιστροφή στο σπίτι χωρίς τον γάτο και χωρίς εκείνη, διαπίστωσα πως όχι μονάχα ήταν δυνατόν να πεθάνεις, αλλά πως εγώ ο ίδιος, γέρος και χωρίς κανέναν, πέθαινα από έρωτα.»

Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου, του σημαντικότερου Κολομβιανού συγγραφέα Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, αποτελούν ένα από τα τελευταία δημοσιευμένα έργα του. Στην χώρα μας είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 2004 από τις Εκδόσεις Λιβάνη, ενώ επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, σε μία ιδιαίτερα προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση, που νομίζω πως κάθε αναγνώστης θα ήθελε στη βιβλιοθήκη του. Η μετάφραση του έργου ανήκει στην κ. Μαρία Παλαιολόγου.

Πρόκειται για το δεύτερο έργο του συγγραφέα που επιχειρώ να διαβάσω και ειλικρινά νιώθω δικαιωμένος για την επιλογή μου. Ίσως, να μην πρόκειται για ένα απ’ τα πιο αντιπροσωπευτικά βιβλία του δημιουργού, τουλάχιστον αυτή η άποψη επικρατεί σε κύκλους βιβλιόφιλων. Δεν παύουν ωστόσο Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου, να αποτελούν ένα περιεκτικό και μεστό μυθιστόρημα, το οποίο ασχολείται με ενδιαφέρουσες θεματικές όπως η μνήμη, τα γηρατειά, η κυκλικότητα του χρόνου, η αυθεντικότητα του έρωτα και οι διαφορές του από το εφήμερο σεξ, καθώς και η  μοναξιά.

Η ιστορία του βιβλίου ξεκινά με τον ενενηντάχρονο πρωταγωνιστή του έργου, ο οποίος αποφασίζει να περάσει το βράδυ των γενεθλίων του σε έναν οίκο ανοχής, συντροφιά με μια ανήλικη παρθένα, οι οικονομικές δυσχέρειες με τις οποίες έρχεται η οικογένεια της αντιμέτωπη, την έχουν οδηγήσει στο σπίτι της Ρόσα Καμπάρσκας. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ωστόσο, ο θλιμμένος σοφός όπως τον αποκαλεί η Ρόσα, πηγαίνοντας στον οίκο ανοχής της, θα έλθει αντιμέτωπος με ένα περίεργο γεγονός. Η έφηβη παρθένα με την οποία επιλέγει να γιορτάσει τα γενέθλια του, η Ντελγαδίνα, όπως τη βαπτίζει ο πρωταγωνιστής, παραμένει κοιμισμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, και όχι μόνο, αφού ο θλιμμένος σοφός επιχειρεί να την συναντήσει κι άλλες φορές, φορές όπου η κοπέλα κοιμάται βαθιά.

Ο θλιμμένος σοφός θα αξιοποιήσει τα βραδιά αυτά, που δεν επιδίδεται σε σεξουαλικές περιπτύξεις, παρατηρώντας τη μικρή Ντελγαδίνα, μία σύγχρονη θα λέγαμε εκδοχή της Ωραίας Κοιμωμένης. Ταυτόχρονα, όμως, ο πρωταγωνιστής του έργου θα επιδοθεί σε μία πληθώρα σκέψεων υπαρξιακού και φιλοσοφικού κυρίως περιεχομένου. Σταδιακά, λοιπόν, μέσα απ’ την παρατήρηση του κοριτσιού θα γεννηθεί στην καρδιά του θλιμμένου σοφού το πρωτόγνωρο αίσθημα του έρωτα, το οποίο δεν είχε την τύχη να το γευτεί μέχρι τώρα.

Το γεγονός αυτό θα θολώσει τη σκέψη του, θα κατευθύνει την συμπεριφορά του, ενώ παράλληλα θα αποτελέσει για εκείνον μία τονωτική ένεση νεότητας. Ο θλιμμένος σοφός από εδώ και πέρα θα ζει και θα αναπνέει αποκλειστικά για την Ντελγαδίνα του.

Η ιστορία αυτή μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαντάζει κάπως παράδοξη ή αποκρουστική, μιας και πρόκειται στην ουσία για μία σχέση μεταξύ ενός υπερηλικιωμένου άνδρα και ενός ανήλικου κοριτσιού. Στην πραγματικότητα ωστόσο, είναι μία απολύτως δραματική ιστορία, πίσω απ’ την οποία κρύβεται μία βαθιά και ατέρμονη θλίψη. Θλίψη η οποία υποβόσκει πίσω απ’ τις λέξεις του Κολομβιανού συγγραφέα, τον λόγο του οποίου θα τολμούσα να τον χαρακτηρίσω αρκετά δημοσιογραφικό, και αποστασιοποιημένο, τουλάχιστον στις σελίδες αυτού του βιβλίου, γεγονός ωστόσο που δεν λειτουργεί αρνητικά, μιας και αυτή η συναισθηματική απογύμνωση του κειμένου βοηθά στο να αναπτυχθούν τελικά στον αναγνώστη πηγαία και δυνατά συναισθήματα, που σχετίζονται με τους ήρωες του βιβλίου.

Ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες μέσα από το σύντομο αυτό μυθιστόρημα, θα λέγαμε ότι επινοεί το μυθιστορηματικό του “alter ego”. Κι αυτό γιατί περιγράφοντας τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα γεγονότα που αφορούν τον βασικό του χαρακτήρα, ο Μάρκες επιχειρεί να κοινωνήσει στο αναγνωστικό του κοινό τις δικές του προσωπικές απόψεις, στάσεις και εμπειρίες. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα τελευταία έργα του δημιουργού έχουν έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Μέσα από την αφηγηματική φωνή του θλιμμένου σοφού, ο Μάρκες βρίσκει επίσης γόνιμο έδαφος για να μεταδώσει στο αναγνωστικό κοινό τις απόψεις του σχετικά με το επάγγελμα και τον χώρο γενικότερα της δημοσιογραφίας, καθώς και να αναφερθεί σε θέματα όπως η μοναξιά, ο χρόνος, η μνήμη και η ταυτότητα κάθε ατόμου.
Ιδιαίτερα ξεχωριστό στοιχείο του βιβλίου, αποτελεί ο χαρακτήρας της Ρόσα Καμπάρσκας, η οποία μπορεί να είναι δευτερεύον πρόσωπο, μιας και όλο το βιβλίο επικεντρώνεται στον θλιμμένο σοφό, ωστόσο έχει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Σαφώς και δεν ξεχωρίζει γι’ αυτό, αλλά για το γεγονός ότι δια μέσου αυτού του μυθιστορηματικού χαρακτήρα, ο συγγραφέας με άμεσο και εύληπτο τρόπο καταφέρνει να περάσει στον αναγνώστη μεγάλες αλήθειες που αφορούν τη ζωή μέσα από λίγες μόνο φράσεις: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από το να πεθάνεις μόνος», «Αλήθεια σ’ το λέω, είπε μέσα απ’ την ψυχή της στο τέλος, Μην πεθάνεις δίχως να δοκιμάσεις το θαύμα να πηδάς από έρωτα».

Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου ήταν ένα μυθιστόρημα που απόλαυσα πραγματικά γιατί ήταν άμεσο, περιεκτικό, γεμάτο ουσία. Ειλικρινά, ανυπομονώ να διαβάσω και τα υπόλοιπα έργα του Κολομβιανού συγγραφέα. 

Δείτε επίσης