Κριτική: Σοφία Πολίτου Βερβέρη – Λουτήρες [Εκδόσεις Έναστρον]

Η ποιητική συλλογή της Σοφίας Πολίτου Βερβέρη με τίτλο «Λουτήρες» σχεδιάζει πάνω σε τεντωμένο σχοινί τα σχηματικά (εν πολλοίς νοητά) στοιχεία μίας μοναδικότητας του λόγου και της ανθρώπινης διάστασης σε χρόνο ενεστώτα. Ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο χρόνος ακινητοποιείται και μετατρέπεται σε στιγμιαία αναφορά μίας πολύμορφης αντίληψης των πραγμάτων (πέραν του τεχνητού τρόπου προσέγγισης της κυκλικότητας της ζωής) ακόμα και τότε, ο χρόνος μεταμορφώνει τις ανθρώπινες επιθυμίες σε μία εσωτερικευμένη αναδρομή σχέσεων οι οποίες, με τη σειρά τους, εφάπτονται στις επιλογές του υποκειμένου ως δεδομένες αλήθειες μίας ξεχασμένης μνήμης. «Οι λέξεις δεν οπισθοδρομούν/οι λέξεις δεν γερνούν» (σελ. 13)· αντίθετα, αναζωογονούν καθετί που ακμάζει και παρακμάζει στη σκέψη των συμβαλλόμενων μερών. Και ο χρόνος έρχεται συνοδοιπόρος να υπογραμμίσει την αδυναμία του να υπαγορέψει τι απαιτήσεις ως υποχρεώσεις μίας ανέλπιστης μεταβολής των όρων ζωής.

Η ποιήτρια έχει συλλάβει με οξύνοια το αίσθημα της ζωής και το μεταπλάθει σε εικόνες μίας διασπαρμένης πραγματικότητας δομικά κατασκευασμένους σε μία ουσιαστική αναπαράσταση στάσεων και μορφικών σχημάτων αυτής (βλ. πραγματικότητας) μετουσιώνοντας την ανάγκη ή/και επιθυμία να γευτεί το μεδούλι της ως μία εναλλαγή προτεραιοτήτων και αφετηριών. «Τυμβωρύχους θα μας πούνε κάποτε/ανεπανάληπτους» (σελ. 14) ανακαλύπτοντας διαρκώς στα ίδια λεκτικά σχήματα αλήθειες και ψεύδη ανακατεμένα με την αισθητική άρνηση του συμβιβασμού των καταστάσεων. Η δημιουργός καλεί τον αναγνώστη να σκάψει βαθιά μέσα του και στο τέλος αυτής της πορείας να αναλογιστεί τις συναισθηματικές καταστάσεις τις οποίες βίωσε και τις εμπειρίες τις οποίες αντάλλαξε με περιορισμούς και ασφυκτικές αποκλείσεις από το «εγώ» για να δοθεί εξ ολοκλήρου στο «εμείς» και καθώς θα αναλογίζεται τις ευθύνες που τον βαραίνουν να σκεφτεί, παράλληλα, τις μονοδιάστατες προσμίξεις συμβατότητας με τις εκάστοτε αυθεντίες της καθημερινότητας, όπως αυτές εμφανίζονται στην αναπαραγωγή της εναλλαγής ρόλων και θεατρικών σκηνών αυτής, αυθεντίες οι οποίες ερμηνεύονται ως θέλγητρα αποχής για τον κόπο της σάρκας και της ύλης στα οποία και επένδυσε.

Η φύση και η ομορφιά μίας γαλήνιας ηρεμίας ελέγχουν, εκ των πραγμάτων, τα όρια της διάστασης ανάμεσα στην εμπειρία μίας πολύμορφης στατιστικής αριθμητικών συνόλων και, απ’ την άλλη πλευρά, μίας εσωτερικής σύγκρισης προσώπων και συμπεριφορών. Οι τελευταίες αναμετρώνται στην ατομική του έκταση με τα εστιασμένα πάθη. Πάθη τα οποία απονεκρώνουν τα ζωντανά πνεύματα και τις επιθετικές ιδέες για επιθυμία και μεταπλάθουν έως και μεταστρέφουν τα ήθη σε μία αποπνικτική ατμόσφαιρα παραδοχής της ήττας.

«Οι άνθρωποί του ευωδιάζουν τα πάθη τους σιωπηλά» (σελ. 19) και το ανεκπλήρωτο της ζωής μετατοπίζει το ανεκπλήρωτο του έρωτος και της δέσης των σωμάτων. Διότι, η ποιήτρια, δεν ερμηνεύει τον έρωτα ως στάση προέκτασης των αισθήσεων αλλά ως μία πανηγυρική διεργασία των πνευμάτων τα οποία καταλήγουν να ιδεολογικοποιούν την συναισθηματική ωρίμανση της φύσης. Αυτός είναι ο στόχος των εικόνων ο οποίος πλάθεται από τις αντανακλάσεις μίας ορφανής ακτινοβολίας των εγχάρακτων αφηγήσεων. Αφηγήσεις· αυτή είναι η απάντηση στη ρέουσα ζωή και μάλιστα, όχι υπό τον μανδύα πεπλανημένων προσδοκιών ούτε υπό τη σκέπη τυποποιημένων αληθειών. Είναι η κρίσιμη όψη μίας επαναλαμβανόμενης ανακωχής της δημιουργίας σε άμεση σύγκρουση με την υποστασιακή πεποίθηση για υπέρβαση των κανόνων επιβίωσης. Ο έρωτας επιβιώνει και επιβεβαιώνει τον άνθρωπο όση ώρα εκείνος υποδαυλίζει στη σιωπή την αδυναμία του να ακολουθήσει το ρεύμα του μέλλοντος χρόνου. Για το λόγο αυτό κατασκευάζει διαρκώς στιγμές προκειμένου να επανέρχεται και να εντοπίζει στηρίγματα με τελικό σκοπό να μη λησμονήσει ποιος είναι. Να μη λησμονήσει την ταυτότητά του και ακόμη περισσότερο το περιεχόμενο αυτής. Είναι η τελευταία στροφή της ατομικής του ιστορίας και για το λόγο αυτό σκηνοθετεί τον έρωτα, τη φύση και το χρόνο ως προπύργια μίας διαδικασίας αφοσιώσεων. Αφοσίωση του ιδίου ως προς τον εαυτό του και του εαυτού του ως προς το σύνολο στο οποίο ανήκει. Ένα σύνολο το οποίο κατακερματίζεται σε πνιγερά στιγμιότυπα μίας επίπλαστης πραγματικότητας. Γι’ αυτό κι εξαναγκάζει εαυτόν να αναζητήσει την εκάστοτε «αλήθεια» του μέσα από την ενεργητική πρόσμιξη του χρόνου στα σημάδια του σώματος και των συναισθημάτων.

«Κάποτε με μνημόνευαν/μα δε θυμάμαι πια […] την τύχη μου να θέλω να διατάζω/μα να κερδίζει της μοίρας μου η ανημποριά» (σελ. 36) και καθώς ξεμακραίνει το δρών υποκείμενο από την αβίαστη αναπαραγωγή των προπυργίων της μνήμης εναποθέτει τις έσχατες ελπίδες του για νόημα στο «εγώ» μέσα στην άρνηση. Η άρνηση, ως Αχίλλειος πτέρνα της ζωής, μεταμορφώνει τα πορίσματα μιας γενιάς σε χρόνια γεροντικής απογαλάκτωσης. (Όπου «πορίσματα» καθρεφτίζονται οι ατομικές επιταγές και οι υλοποιημένες επιθυμίες κι όπου «χρόνια» βλέπει κανείς τα στίγματα του χρόνου στη μνήμη των ανθρώπων). Αυτού του είδους η αέναη εναλλαγή θέσεων και περιστάσεων αναγνωρίζονται ως ελπιδοφόρα μηνύματα για την πορεία στην εξέλιξη της ζωής, εξέλιξη η οποία σηματοδοτεί τη λήξη της. Ο θάνατος έρχεται ως λύτρωση μίας ένδοξης ανωριμότητας. Ένδοξης καθώς η παιδική ηλικία του ανθρώπου παραμένει η πλέον αθώα, ελεύθερη και ανεμπόδιστη στα όνειρα και τις ελπίδες για τον μέλλοντα χρόνο. «Ο θάνατος καραδοκεί σαν πέπλο ηδονών/και ζωντανοί το θρέφουμε /αυτό που μας σκοτώνει» (σελ. 56).