Κριτική: Θεοχάρης Παπαδόπουλος – «Μεταμοντέρνες αυταπάτες» / Η ατομικότητα μέσα από την άρνηση

Κριτική για την ποιητική συλλογή του Θεοχάρη Παπαδόπουλου «Μεταμοντέρνες αυταπάτες» (2021), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας

Η ποιητική συλλογή τού Θεοχάρη Παπαδόπουλου με τίτλο «Μεταμοντέρνες αυταπάτες» επικεντρώνεται στον θεματικό άξονα χρόνου-χώρου-υποκειμένου. Είναι το τρίπτυχο στο οποίο ο δημιουργός αναπτύσσει την εξελικτική πορεία τού λόγου από το αισθητικό αντικείμενο σε αυτό τής υλικής μορφοποίησης. Πράγματι, είναι διακριτό από τα πρώτα κιόλας ποιήματα της συλλογής η επιδίωξη όπως αποκτήσει όρια το χρονικό και χωρικό πεδίο αναφοράς.

Εκ πρώτης όψεως, ο ποιητής κατασκευάζει την ατομικότητα μέσα από την άρνηση. Διερευνά το περιθώριο της ύπαρξης μέσα από την απουσία και δη αυτή του χώρου. «Ψάχνω να με βρω/στα περιθώρια μέσα στο τετράδιο/στις πιο τσαλακωμένες του σελίδες» (σελ. 11) και αυτομάτως θέτει το πλαίσιο της απουσίας. Η τελευταία εμφανίζεται στο προσκήνιο ως αντιστράτευση του συμβατικού ομοιώματος αναγνώρισης. Ως ομοίωμα στην ποιητική συλλογή χαρακτηρίζω την καταγραφή μίας ολοκληρωτικής (σχεδόν τεχνητής) αναμόρφωσης του εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου σε υποκείμενη ερμηνεία αυτής με όρους εσωτερικής αναγνώρισης. Αυτού του είδους η σύμβαση ταυτίζεται άμεσα με την αίσθηση καταπίεσης κι εξαναγκασμού, την οποία ο δημιουργός επιχειρεί να αρνηθεί. Μόνο που στην περίπτωσή του η άρνηση δεν ισορροπεί ανάμεσα στη θετική και τη μη-θετική αποδοχή τής βιωμένης εμπειρίας, αλλά κείται ανάμεσα στην ολική απάρνηση αυτής και την προβολή τής νέας πρότασης με αφετηρία το μέλλον. 

Το πρόσωπο κάθε φορά το οποίο εναλλάσσεται στους στίχους αποτελεί τη γέφυρα από την εξωτερική πρόσληψη στην εσωτερική αφομοίωση (πλην της ερμηνείας αυτής καθαυτής). Μέσα στους στίχους ο ποιητής αναζητά τον τρόπο μετασχηματισμού τής πρώτης αυθεντικής εικόνας, την οποία προσλαμβάνει ως επιφανειακή μεν, ουσιαστική δε συνιστώσα αναφοράς, σε εικόνα προσωπικής αντιστοιχίας. Είναι το σημείο στο οποίο ο ρεαλισμός των εικόνων του μεταπλάθουν τον πυρήνα αυτών σε ανακατεύθυνση δεδομένων συνειδήσεων. Επικεντρώνεται στην αποδόμηση της πρότερης ταυτότητας, προκειμένου να διατυπώσει με θάρρος την απάντηση στα ερωτήματα που διαιωνίζουν την αισθητική απεικόνιση τόσο του περιβάλλοντος κόσμου, όσο και της παθογένειας τής συλλογικής ολότητας. «Στερεύει η σκέψη/όταν δεν την προκαλείς/Σκοτώνεται η έμπνευση/μπροστά από την οθόνη» (σελ. 20) και συνάμα ο κοινωνικός περίγυρος μετατρέπεται σε οδηγητικό μίτο μίας σκοτεινής κάτοψης των παραδεδεγμένων αληθειών.

Οι ανθρώπινες σχέσεις αποτυπώνονται δίχως τεχνητά φκιασίδια. Στην απόσταση που χωρίζει την επιθυμία από το αποτέλεσμα μίας πράξης τοποθετεί ο ποιητής το διάστημα του χώρου, στον οποίο υπάγονται τόσο η βούληση για ζωή, όσο και η λεπτομέρεια της ατομικής ευθύνης. Στην τελευταία εναποθέτει ελπίδες ανασύστασης. Ανασύστασης, όχι μίας πεπαλαιωμένης αντίληψης περί ελευθερίας, αλλά στα δεδομένα τής αφαίρεσης στην οποία έχει εισέλθει ως κορύφωση μίας τετελεσμένης πράξης. 

Η εξελικτική πορεία τής ποιητικής θεματικής τού Θεοχάρη Παπαδόπουλου έχει ως αφετηρία της τη ματαίωση της ιδέας ως κεντρικός παράγοντας μετατροπής τής φαντασίας σε εικονοποιία ρεαλιστικής πραγμάτωσης. Η τελευταία σχετίζεται άμεσα με την αποστροφή στην δημοσιότητα ως χρόνος αποδεκτής εφαρμογής τής προσωπικότητας στα όρια τής σύγχρονης συλλογικής απομάγευσης. Ο δημιουργός καταδεικνύει το σημερινό επίπεδο τής εξωστρέφειας του παρόντος χώρου· χώρου, ο οποίος συνδυάζεται με την αναπαραγωγή των ρόλων και των κοινωνικών θεαμάτων, ταυτόχρονα με την ανάγκη όχι απλώς καταδίκης τού εξευτελισμού τον οποίο υφίσταται ο πνευματικός άνθρωπος των ημερών, αλλά και ολομέτωπης ανατροπής τής εικόνας που τον θέλει φερέφωνο και προέκταση της συλλογικής υποκρισίας. Η αποδοχή, ως ατομική αναγκαιότητα, ανασκευάζεται και αποκαλύπτει την εσωτερική διάσταση προσώπων και λόγου. Ο δημόσιος λόγος τέμνεται στον πυρήνα του και σχηματίζει την ηθική οντότητα του νέου, του καινούργιου πεδίου πρόσληψης.

«Σύννεφο μάυρο/στάθηκε από πάνω μου/ (…) ποτέ δεν έγινε βροχή/μα πάντα τον ήλιο μου έκρυβε/Μέχρι που τελείωσε/ένα ακόμα καλοκαίρι/στην ανεργία» (σελ. 43) και θέτει εαυτόν στο απόσπασμα των μοντέρνων συνθηκών υπονόμευσης της προσωπικότητας στο όνομα της αριθμημένης κοινωνικής πραγμάτωσης.

Ο ποιητικός λόγος τού Θεοχάρη Παπαδόπουλου είναι συμπυκνωμένος νοημάτων στις ρεαλιστικές απεικόνισης δομών και τεθλασμένων αληθειών· αληθειών, οι οποίες τίθενται επί τάπητος σε ανατομικό εργαστήρι και μέσα από τη μορφή την οποία προσδίδει στα κεκτημένα τής βιωματικής εμπειρίας ανακαλεί το παρελθόν στον χώρο τής δημόσιας πράξης, με τελικό στόχο η κριτική να αποκτήσει υλική υπόσταση και δυναμική συγκριτικής μεταπραγμάτωσης. Ο λόγος του τεχνητά διαμορφώνει τις ορίζουσες των πολυεπίπεδων θεματικών, τη στιγμή κατά την οποία ζωντανεύει με μαεστρία τις πτυχές των ανθρωπίνων σχέσεων, στην οπτική τής διαχρονικής σύμπλευσης τόσο τής θετικής απόκρισης, όσο και της άρνησης αυτής. 

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

Δείτε επίσης