Κριτική: Τόλης Νικηφόρου – «Ανώνυμοι» [Εκδόσεις Μανδραγόρας]

Η ποιητική συλλογή του Τόλη Νικηφόρου με τίτλο «Ανώνυμοι» είναι βαθιά υπαρξιακή. Μην σας παραπλανά, ωστόσο, ο όρος «ύπαρξη». Στην ποίηση του Τόλη Νικηφόρου τίποτε δεν εμφανίζεται όπως οι λέξεις το κατασκευάζουν. Αντίθετα, μολονότι το συναισθηματικό πεδίο απαλοιφής των προτεραιοτήτων δαμάζεται επιδέξια κάτω από την συνειδησιακή εποπτεία, είναι ο άνθρωπος, ως περιεχόμενο πέραν του προφανούς υλικού επιπέδου ανάγνωσης, ο οποίος επανεμφανίζεται με τρόπο εμφατικό ανάμεσα στους στίχους. Και σε αυτή την περίπτωση η πρώτη εικόνα αναγγέλλει όλα όσα θα ακολουθήσουν με τρόπο εξαιρετικά συγκροτημένο. Με άλλα λόγια, ο ποιητής δεν αφήνεται να παρασυρθεί από την συναισθηματική δυναμική των βιωμένων εμπειριών αλλά επενδύει στον απόλυτο έλεγχο των αποτελεσμάτων των με τελικό σκοπό αφενός να σκιαγραφήσει την ολοκληρωμένη πορεία του υποκειμένου από την αισιοδοξία στην ήττα αυτής και πάλι απ’ την αρχή (καθώς ολοένα νέα υποκείμενα εντάσσονται στους αέναους κύκλους της ιστορίας) και αφετέρου να περιγράψει με λόγο δεικτικό την ολιστική ανεπάρκεια του είδους ενώπιον των προκλήσεων του χρόνου και του χώρου, όπως η κοινωνική πραγματικότητα διασαλεύει καθημερινώς. Αυτού του είδους η πραγματικότητα σχεδιάζει το παρόν και το μέλλον της με συνθετική ύλη από την εξωτερική όψη των πραγμάτων, δηλαδή με υλικά τα οποία αναπαράγονται σε μαζική κλίμακα δίχως κριτήρια και αξιολογήσεις. Επρόκειτο για μία μαζική τελετουργία ειδώλων τα οποία διοχετεύει μαζικά προς κατανάλωση. Το σύνολο της περιγραφής μοιάζει ολοένα με θέατρο δίχως αρχή και τέλος παρά μονάχα με μία συγκεκριμένη διεργασία κινήσεων και λόγου. Ο ποιητής στιγματίζει την υποκρισία αυτού του τύπου πραγματικότητας δίχως, ωστόσο, να αγνοεί τα βαθύτερα αίτια τούτης της εξέλιξης. Και τα αίτια αυτής εντάσσονται στο επίπεδο αλλοτρίωσης του υποκειμένου μέσα σε μία πανδαισία εναλλακτικών προτάσεων οι οποίες σκηνοθετούν την «ελευθερία επιλογής». Η τελευταία έχει ήδη αποδομήσει τις εκάστοτε νέες «πατρίδες» τις οποίες αναζητά στο διάβα του ο δημιουργός προκειμένου να εναποθέσει τις αξιακές πηγές πνευματικού και σωματικού κάματου. Το τυχαίο και η ανερμάτιστη πορεία των γεγονότων μοιάζουν ολοένα περισσότερο να υποσκελίζουν την ύπαρξη του ατόμου σε μία φαινομενικότητα απ’ την οποία είναι αδύνατο να διανοηθεί την ελευθερία άνευ περιορισμών και με ουσιαστικό περιεχόμενο (προσδιοριστικό μίας αυτενεργούς ερμηνείας των πραγμάτων). «Κληρονομήσαμε/ταυτόχρονα ελευθερία και πεπρωμένο/και την περίτεχνη ψευδαίσθηση του λόγου» (σελ. 12). Για το λόγο αυτό η αισθητική του λόγου (και όχι απλώς η υφολογική επιλογή των λέξεων) στον Τόλη Νικηφόρου δεν γνωρίζει όρια αλλά κάθε φορά αξιολογεί τις αναγκαιότητες με οπτική διαφορετικών διαστάσεων από την συναισθηματική συμφόρηση των πεπραγμένων.

Η νιότη και ο έρωτας (όχι στην παγιοποιημένη οριοθέτηση του χρόνου και του αισθήματος) αξιολογούνται στο διάβα της ζωής ως γνώμονες μίας μοναχικής πλεύσης με κατευθυντήριες αρχές και δεσμεύσεις καθολικού χαρακτήρα. Είναι, με άλλα λόγια, η αυθεντική πατρίδα του ατόμου, όχι ως παιδική φαντασίωση αθωότητας αλλά ως μοχλός επαναξιολόγησης των ποιοτικών διαβαθμίσεων της ζωής σε πλήρη ρήξη και άρνηση με το παρόν (το εκάστοτε παρόν του ανθρώπου είτε σε κοινωνικό είτε σε ειδολογικό και ιδεολογικό πεδίο αναφοράς) το οποίο διαγράφει οριστικά από τον ορίζοντα του πνευματικού κόσμου του ανθρώπου την βούληση ως αρχή αυτοπροσδιορισμού. Η παιδική ηλικία μεταφέρεται στο προσκήνιο με σκοπό να συνδράμει τις προσπάθειες του ποιητού όπως μετασχηματίσει την αδυναμία έκφρασης σε δυναμική επαναχάραξης των ορίων ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επιθυμία. Οι δύο τελευταίες πτυχές της ζωής, δεν μαρτυρούν την αίσθηση μοναξιάς η οποία διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη το ρου της ιστορίας αλλά μεταθέτει την κυκλική (αναπαραγωγική) ανάγνωση αυτής στο μεταίχμιο ανάμεσα στην λήθη των συμβάντων (λήθη η οποία αποκτά χαρακτήρα απουσίας και κενού στις δομικές ερμηνείες της ανθρώπινης παρουσίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι) και την αποδοχή της ήττας με την οριστική αποδέσμευση από την οπτική του θανάτου. Με την φράση «οπτική του θανάτου» δεν προσδίδω πεσιμιστική διασταλτική προβολή στην αποτύπωση του ποιητικού λόγου του Τόλη Νικηφόρου. Αντίθετα, ο θάνατος, λογίζεται εκ μέρους του ανθρώπου ως ριζοσπαστική αξιολόγηση της ίδιας της ζωής με την πραγματολογική της ερμηνεία. Θάνατος, ο οποίος δύναται να προσληφθεί ως αίτημα γνώσης με δεδομένη την ματαιοδοξία όλων όσων συμπρωταγωνιστούν στην κατάκτησή της, έχοντας ως παρακαταθήκη την ολική απώλεια συνείδησης. Η τελευταία, μεταμορφώνει την υλική πραγματικότητα στην ετεροκατευθυνόμενη αντίληψη περί παιδικής ευθύτητας την οποία αναζητά ο ποιητής ως ενθύμιο μίας μελλοντικής ενατένισης με εικόνες βγαλμένες από της εμπειρίας την ηλικιακή ωριμότητα. Διότι, ο ποιητής, δεν αναπολεί τον παρελθόντα χρόνο ως ανάμνηση μίας προσφιλής στα όμματα του αναγνώστη ηλικία ελευθερίας. Αντίθετα, αξιοποιεί την μνήμη του παρόντος ως καταστάλαγμα μίας ολάκερης πορείας διαβαθμίσεων στη ζωή προκειμένου να καταγράψει τις πτυχές, εκείνες, της μνήμης τις οποίες το πέρας της ατομικής του διαδρομής επιβάλει να αντιτάξει στην εικόνα ολοκληρωτικής αποσάθρωσης. Ο έρωτας (με την ιδεατή πρόσληψη) μετασχηματίζει τις συμβατικές/οριακές αποχρώσεις του λόγου (ενός λόγου που καταργεί το αυτεξούσιο του ατόμου προς τέρψιν των συντηρητικών αντανακλαστικών του κοινωνικού σώματος) με σκοπό να απομαγεύσει την πραγματικότητα και να της προσδώσει υπερβατικό περιεχόμενο σε μία άκρως ουτοπική ανθρώπινη κατάσταση. Επομένως, ο έρωτας στον Τόλη Νικηφόρου πυροδοτεί την επανάσταση των αισθήσεων και μετουσιώνει την αλήθεια της ζωής σε αυτογνωσία. «Είσαι η μηχανή του χρόνου/που μαυρίζει τα μαλλιά πυρώνει το αίμα/και με ξαναγυρίζει στα δεκαοχτώ μου χρόνια» (σελ. 22).

Κι αν κάθε στιγμή του ανθρώπινου βίου έχει υμνηθεί κατ’ επανάληψη στους στίχους των ποιητών, μένει μία κρυφή μαγεία στην ομοιόμορφη και δεσπόζουσα προσωπικότητα του έρωτα. Μία παρουσία στο χαμόγελο της οποίας καθρεφτίζεται το αίνιγμα της κάθε μέρας σε διαρκή επαναπροσδιορισμό με το Εγώ του δημιουργού, ο οποίος πλάθει εξελικτικά την ώσμωση των αισθημάτων. Μόνο που και αυτή ακόμη η διεργασία ψυχή τε και σώματι δεν υπερβαίνει τον κανόνα της ζωής. Ενθουσιάζεται και καθώς πορεύεται αγνή κατά μήκος των ψευδαισθήσεων, τις οποίες καλλιεργεί στοχευμένα η κοινωνία των ανθρώπων, σωπαίνει εκκωφαντικά στο ολικό αδιέξοδο στο οποίο καταλήγει. Είναι αδιέξοδο μίας ουτοπικής ευθύνης για το μεγαλείο του αγώνα να ζει κανείς. Πράγματι, ο αγώνας για την διατήρηση του Εγώ σε κατάσταση ύπαρξης και όχι νοητικής (και μόνο ως ιδεολόγημα) δικαίωσης κεντρίζει το ενδιαφέρον του ποιητού για ζωή. Θεωρείται η πρόσβαση σε μία νέα διαπάλη επιπέδων αποδοχής και απόρριψης των ατομικών και συλλογικών προγραφών, διατηρώντας τον ακάματο πόλο της γνώσης ως πυξίδα για την αναζήτηση της επίγειας ευτυχίας στα ερωτικά συντρίμμια της εσωστρέφειας/εξωστρέφειας των δημιουργών. «Είναι η φλόγα που δεν λέει να σβήσει/η φλόγα που δεν δέχεται/την τάξη αυτού του κόσμου/και που φωτίζει κάθε θαύμα/κάθε όνειρο κάθε ταξίδι/μια αλλιώτικη ζωή» (σελ. 37). Ακριβώς επειδή η ζωή, στο τέρμα της, καταρρίπτει τις ουτοπίες που αναζωογονούν τα βλέμματα υπό την εποπτεία της συνείδησης για το λόγο αυτό ο ποιητής επαναστατεί την ματαιότητα στην διάσταση των λέξεων απ’ τις οποίες γεννιούνται κάθε φορά εικόνες στην ηλικία της αθωότητας, στην παιδική φαντασίωση της ελευθερίας έως ότου η απώλεια μετατραπεί σε καθημερινό σύντροφο και η πραγματικότητα αντικαταστήσει τη βούληση με την τεχνητή υπαγωγή σε σχήματα και όρους.

Η ποίηση του Τόλη Νικηφόρου, στην υπαρξιακή της απάντηση, θεμελιώνει την καρτερία του αινίγματος καθώς διψά για ζωή, δίχως να υπονομεύει όλους όσους επενδύουν σε έναν ακροβατικό βηματισμό του γίγνεσθαι. Αντίθετα, εξυψώνει το ηττημένο σαρκίο του πνεύματος στο πεδίο της λεκτικής ρήξης προκειμένου να σπείρει τις εικόνες του μέλλοντος κόσμου όπως διαπλάθονται στα μάτια ενός παιδιού. 

Τόλης Νικηφόρου – Ανώνυμοι
σειρά Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση
Εκδ. «Mανδραγόρας», Αθήνα, Mάρτιος 2021
σελ. 48, σχήμα 15,6 X 24εκ.
ISBN 978-960-592-126-2

Δείτε επίσης