Κριτική: Βασίλης Πανδής, «Πρόλογος σε κάθε πιθανό μέλλον» (Εκδόσεις Οδός Πανός)

Η ποιητική συλλογή τού Βασίλη Πανδή με τίτλο «Πρόλογος σε κάθε πιθανό μέλλον» χαρακτηρίζεται από μία κεντρική θεματική αρτηρία, αυτή της αφήγησης. Δεν αναφέρομαι στην πεζογραφική δομή τού περιγραφικού λόγου, αλλά, αντίθετα, στην εξίσου δομική (ως έκταση εικόνων και συναισθηματικών καταγραφών) αποτύπωση του χρόνου και του χώρου στον ποιητικό διάλογο. Διότι, πράγματι, ο ποιητής επενδύει στην αθέατη όψη τού διαλόγου ψυχαναλυτικής οπτικής την ίδια στιγμή κατά την οποία, σαν σε ανατομικό περίγραμμα, εξετάζει διαδοχικές στιγμές τού δρώντος υποκειμένου στα πλαίσια του χρόνου συμβολής μίας δέσμης ενεργειών και των αποτελεσμάτων αυτών.

Οι λέξεις με τις οποίες συγκροτείται ο δομικός ποιητικός διάλογος σχηματοποιούν την ασυνείδητη θέαση των πραγμάτων. Στον πυρήνα τής εξέλιξης βρίσκεται πάντοτε το αίτημα αυθεντικότητας το οποίο ο δημιουργός αναζητά στην παιδική ηλικία. Με καθαρά φροϋδικές αναφορές ο ύπνος μετατρέπεται σε όχημα διαφυγής, αλλά και γέφυρα σύνδεσης με αιτήματα του μέλλοντος χρόνου, σε ροή ενεστώτα. «Νήπιος ο ύπνος/νηπενθής/και ο άνεμος να φέρνει/θροΐσματα και οσμές/των παιδικών σου ευκαλύπτων» (σελ. 15) και ταυτόχρονα, σε μορφή άλματος, ο χρόνος μεταπηδά από το παρελθόν στο παρόν νοτίζοντας την απόχρωση του υποκειμένου με ανοιξιάτικη διάθεση· ανοιξιάτικη, που θα πει αναγεννησιακή και στην ποίηση του Βασίλη Πανδή η πνευματική ανασυγκρότηση του κεντρικού αφηγήματος αποκτά νέα χαρακτηριστικά, πρότυπο χαρακτήρα και υπερμεγέθη διάσταση, έως ότου καταλήξει στον ορισμό τού ατόμου (ως υποκείμενο με ταυτότητα διαλεκτικής ολοκλήρωσης) σε ενδιάμεση σύνδεση με τον ορισμό τής ζωής ως απαίτηση και ως αίτημα υπό διαμόρφωση. 

Ο ύπνος μετατρέπεται σε γόνιμη γη και αναπλάθει τα αδιέξοδα σε νέες κατευθύνσεις. Δεν προσδιορίζει ο δημιουργός το τέλος αυτής της διαδρομής. Έχει συνείδηση της τραγωδίας που αναμένει την ολοκλήρωση κάθε μορφής ζωής. Ωστόσο, μεριμνά όπως προσθέσει γνώμονα πειθάρχησης έναντι αυτής (βλ. ζωή) αντιτάσσοντας στην όψη της τη νεκρική γαλήνη τού ονόματός της. «/κάποτε βλασταίνει ο νεκρός/σαν άνθος πεπρωμένο/και ο μίσχος του όλο ανεβαίνει ψηλά» (σελ. 23) διαποτίζοντας με τον τρόπο αυτό τις πτυχές τού χώρου (βλ. εννοιολογική προφορά τής πατρίδας ως υποκειμενική ερμηνεία) ως πεδίο αναμνήσεων. Οι τελευταίες δεν λειτουργούν, ούτε εμπίπτουν, στην κατηγορία των αισθητικών εκφράσεων παιδικής αλήθειας. Ίσα ίσα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η παιδική αθωότητα ερμηνεύεται ως διαδοχικός χώρος μίας προμελετημένης ήττας. Το υποκείμενο βιώνει την άρνηση εαυτόν μέσα από τη χρονική απόσταση που διακρίνει την ωριμότητα της βιωμένης εμπειρίας με την αλήθεια τής πρώτης αυτής εκδοχής της. Η σάρκα, σε αυτήν την περίπτωση, αποκτά νόημα ως επέκταση της παρουσίας τού ατόμου σε μία διελκυστίνδα εντυπώσεων και αμφιβολιών. Μετασχηματίζει τη νοηματική σύνδεση με την πραγματικότητα σε ορόσημο μεταβολής αυτής προς όφελος της αποδεδειγμένης επιθυμίας για ζωή. Για να αποδεσμεύσει η τελευταία τα όρια τής αποξένωσης από την τάξη των αναμνήσεων, επιδιώκει την υπονόμευσή τους στο διάβα τής εμπειρικής γνώσης. Η γνώση πια αποκτά χαρακτήρα μετωπικής σύγκρουσης με τα καθετοποιημένα συστήματα συμβατικής ανάγνωσης των προθέσεων. Ο ποιητής στη μεταφυσική διολίσθηση εντοπίζει την προαίρεση των αισθηματικών του δεσμεύσεων και αναζητά, μέσα από τους πυλώνες που τις ορίζουν, το νέο πρόταγμα ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού. 

Επιδιώκει την προσωπική του συντριβή στα αδιέξοδα του χρόνου, με τελικό σκοπό τη ματαίωση των ελπίδων εκείνων τις οποίες ανακινεί η ομοιομορφία του χώρου. Εάν ένα νεκρικό μνήμα καθίσταται το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης, ποιος ορίζει το τέλος της νοητικής διεργασίας ως επέκταση των ορίων τής ανθρώπινης παρουσίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι, διερωτάται ο δημιουργός και αμέσως μας μεταθέτει στον κόσμο της ηθικής ευθύνης ενός ή πολλαπλών διαδραματιζόμενων γεγονότων. «Θητεύουμε στο σώμα/Θαλασσεύουμε στη θνητότητα/Μα πού ακούστηκε/χώμα χαρούμενο/Μα πού ακούστηκε/αδυναμία θανάτου» (σελ. 43) και αυτομάτως η επιθυμία, όπως υπερβεί τη ματαιότητα της γήινης σφαίρας των δεδομένων, μεταπλάθει αινιγματικά τη ζωή σε χαρμόσυνη ιαχή ενός αξεπέραστου πεδίου εμβολής. Το θαύμα, υπό θρησκευτικό μανδύα, αλλά με προσχώρηση υλιστικής αποδοχής, εκκολάπτεται στα ίδια ακριβώς συντρίμμια μιας αναπαλαίωσης. Ξένος ανάμεσα σε ξένους, προτρέχει έμπροσθεν των εξελίξεων, προτού αυτές συμβούν, να διατρανώσει την αντίθεσή του σε μία ολική απομάγευση της φύσης και των οδυνών αυτής. Ενεργεί σπασμωδικά σε πρώτο πλάνο μίας κινηματογραφικής καταδίωξης, ενώ, την ίδια στιγμή, η μεθοδικότητά του όπως αποσυναρμολογήσει τα υλικά τής ζωής, τον εξαναγκάζουν όπως διηγηθεί την ατολμία αυτής μέσα από την παραδοχή ενός καθολικού αδιεξόδου. «Προσπάθησα το πέταγμα/το ελάχιστο/τσακίστηκα/και όλος πια ο ουρανός/είναι δικός μου» (σελ. 64). Κι αν η νίκη ή ήττα χωρίζονται από μία νοητή διάπλαση των αισθήσεων, η προσωπικότητα, δίχως φτιασίδια και τεχνητούς πλεονασμούς, καρτερεί την αναλαμπή τής ευθύνης όπως αναλάβει συγκροτημένα την τεκμηρίωση αυτής. Δεν υποχωρεί σε ψευδαισθήσεις αξιώσεων ο ποιητής, ούτε καλεί σε ανάγνωση την ιστορία τού πολιτισμικού μορφώματος που ακούει στο όνομα «άνθρωπος». Περιστρέφει εαυτόν στον συμβιβασμό τής μοναξιάς, ώστε να διαλευκάνει την παθογένεια της συλλογικής ταυτότητας, εξορίζοντας απ’ το προσκήνιο, παράλληλα, την αδυναμία μετουσίωσης της ζωής σε θήραμα επιβίωσης.   

Μία συλλογή που πρέπει να διαβαστεί για τη μεστότητα του λόγου, τη συμπύκνωση των αισθητικών μέσων, την αμεσότητα θεματικών συνδέσμων και την εμβάθυνση στο αίτημα για ολοένα περισσότερο ζωή και αλήθεια.   

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

Δείτε επίσης