Κριτική: Αντώνης Ε. Χαριστός – «Οι μαστοί των Αθηνών» [Εκδ. Γράφημα]

Κυρίως ηθογραφικό και ψυχογραφικό, αλλά και ιστορικό και τοπογραφικό, είναι σε μεγάλο βαθμό το μυθιστόρημα του νέου λογοτέχνη και φιλολόγου Αντώνη Ε. Χαριστού, «Οι μαστοί των Αθηνών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα και του οποίου η υπόθεσή διαδραματίζεται στην Αθήνα των τελών του 19ου αιώνα.

Δεν γνωρίζω αν αυτή ήταν ευθύς εξαρχής η πρόθεση του συγγραφέα, αλλά το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς στο βιβλίο είναι η γλώσσα. Ιδιαίτερη και καλοδουλεμένη, αποκαλύπτει ήδη από την πρώτη πρόταση την φιλολογική ιδιότητα του συγγραφέα, καθώς παρουσιάζει προτίμηση σε αρχαϊκούς τύπους διαφόρων λέξεων, με αποτέλεσμα να θυμίζει πάρα πολύ τη δημοτική γλώσσα της εποχής στην οποία διαδραματίζεται το μυθιστόρημα και να μεταφέρει ευθύς αμέσως τον αναγνώστη σε αυτήν.

Φλερτάρει, επομένως, με παλιότερους τύπους της γλώσσας μας ο Αντώνης Χαριστός, τέτοιους που συνήθιζαν πολύ οι δημοτικιστές συγγραφείς της εποχής εν Αθήναις, χωρίς όμως το κείμενό του να βαραίνει ούτε στο ελάχιστο. Αυτή η διαρκής ερωτοτροπία της γλώσσας με το παρελθόν αφήνει να φανεί σε κάθε σελίδα του βιβλίου όλη η αγάπη που τρέφει ο συγγραφέας για την ελληνική γλώσσα και την επιστήμη του, τη Φιλολογία. Οπωσδήποτε πάντως, η γλώσσα μας παραπλανάει σχετικά με την ηλικία του συγγραφέα, αφού σήμερα ελάχιστοι νέοι σε ηλικία συγγραφείς δουλεύουν τόσο άρτια την ελληνική γλώσσα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το ιδιαίτερα, όμως, ατμοσφαιρικό αυτό μυθιστόρημα παρουσιάζει τα θεματικά χαρακτηριστικά- όχι όμως και τη δομή-μιας αρχαίας τραγωδίας και αποτελεί συγχρόνως μία έξυπνη σάτιρα, τύπου Αριστοφάνη, για τα σεμνότυφα ήθη της εποχής.

Οι χαρακτήρες του είναι αντιπροσωπευτικοί των ανθρώπων της  μικρής Ελλάδας του 19ου αιώνα: νέοι και ανερχόμενοι λογοτέχνες, απλοί άνθρωποι του λαού, φιλόδοξοι πολιτικοί και γυναίκες καταπιεσμένες από τα σεμνότυφα ήθη της εποχής,  όλοι τους με τις επιμέρους ομαδοποιήσεις τους σε βασιλικούς και δημοκρατικούς, σε αστούς και αριστοκράτες, σε ξένους και Έλληνες, σε αυτόχθονες και ετερόχθονες, σε εκσυγχρονιστές και οπαδούς της παράδοσης. 

Εν ολίγοις, πρόκειται για μία πλήρη τοιχογραφία της κοινωνίας της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα. Διότι ακόμη πιο πάνω από την Ιστορία στο συγκεκριμένο έργο στέκεται η ακριβής απεικόνιση της κοινωνίας της εποχής και των ανθρώπων της, με όλα τους τα πιστεύω, τους φόβους, τα πάθη, τις ιδέες και τις σεμνοτυφίες τους.

Και ύστερα έρχονται οι μνήμες… Μνήμες κάθε λογής, μνήμες της ελληνικής αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης, όλα σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που συνθέτει την Ελλάδα και την Αθήνα του 19ου αιώνα, αλλά και του σήμερα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σκόρπιες πολιτικές αναφορές σε γεγονότα της εποχής, όπως, για παράδειγμα, η διαμάχη Τρικούπη-Δηλιγιάννη ή τα Ευαγγελιακά, δεν κάνουν το βιβλίο και τον συγγραφέα να παρεκκλίνει από τον πρωταρχικό του στόχο που δεν είναι άλλος από την καταγραφή των ηθών της εποχής όπως αυτά κρύβονται επιμελώς πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα φανταχτερά σαλόνια. 

Η γρήγορη εξέλιξη της πλοκής έρχεται επίσης σε δεύτερη μοίρα στο μυθιστόρημα, σε σχέση με την ανάπτυξη των σωκρατικών διαλόγων, που θίγουν πολυάριθμα θέματα, από την πολιτική μέχρι τη Λογοτεχνία. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται δε στις περιγραφές, ιδίως τις ερωτικές, είναι αξιοπρόσεκτη, με λόγο μακροπερίοδο και τη χρήση πολλών επιθέτων και επιρρημάτων, που δεν θα θυμίσει στον αναγνώστη καμία άλλη.

Οι κύριοι χαρακτήρες είναι άνθρωποι  οι οποίοι διαφέρουν κατά κόρον ο ένας από τον άλλον: Η μοιραία Κασσάνδρα, γυναίκα ποιήτρια που ξεφεύγει από το πρότυπο των γυναικών τριγύρω της σαν Υπατία μιας άλλης εποχής, ο φιλόδοξος Κωνσταντίνος Ρωμανός με το πομπώδες βυζαντινό όνομα που επαγγέλεται Υπουργός Οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων, η Valeria de Sux, η εκλεπτυσμένη Γαλλίδα σύζυγός του, η άλλη κόρη της, η αδελφή της Κασσάνδρας με το επίσης αρχαίο όνομα Φαίδρα και, τέλος, οι δύο άντρες που τσακώνονται διαρκώς σαν τα κοκόρια, ο μισογύνης ποιητής Γρηγόριος Πετμεζάς, ο βασιλικός Θεόδωρος Βεντύρης και ο Γεώργιος Καπελούζος, δημοκρατικού και φιλελεύθερου ιδιοκτήτη καφενέ στην οδό Ερμού.

Τελικά αυτό που εύλογα αναρωτιέται κανείς, με τόσους  ποιητές και λογοτέχνες που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, είναι μήπως ο ίδιος ο συγγραφέας βλέπει τον εαυτό του σε κάποιους από αυτούς τους λογοτέχνες του παρελθόντος, ή μήπως, απλά προσέδωσε σε αυτούς κάποια δικά του χαρακτηριστικά και τον δικό του τρόπο σκέψης. Αναντίρρητα πάντως, η στενή συνάφεια μεταξύ των λογοτεχνών πρωταγωνιστών του βιβλίου και του ίδιου του Αντώνη Χαριστού είναι δεδομένη. 

Οι χαρακτήρες του είναι πλήρεις, αφού τους συλλαμβάνει σε όλη τους την ολότητα και φαίνεται τελικά να κατανοεί πλήρως τα λεγόμενα και τις πράξεις τους.

Το φινάλε είναι απροσδόκητο, θυμίζει φινάλε αρχαίας τραγωδίας και η μοίρα της Κασσάνδρας εκείνη της φιλοσόφου Υπατίας. Ολόκληρο το έργο περιέχει πολλές αναφορές στην αρχαιότητα, από τις οποίες συμπεραίνει εύλογα κανείς ότι η γνώση του συγγραφέα για την αρχαία ελληνική φιλολογία είναι μεγάλη, όπως και η αγάπη του γι’ αυτήν. 

Πάνω απ’ όλα λοιπόν, Οι μαστοί των Αθηνών είναι ένα έργο το οποίο γράφτηκε με αγάπη και φροντίδα για την ελληνική γλώσσα, την Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα, την Ιστορία, τη Λογοτεχνία αλλά και την ελληνική αρχαιότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, επομένως, πρέπει και εμείς ο αναγνώστες να το διαβάσουμε και να περιμένουμε κι άλλες ευχάριστες λογοτεχνικές εκπλήξεις από τον ανερχόμενο συγγραφέα του.