Κριτική: Εύα Μ. Μαθιουδάκη – «Μέρες της Κηφισιάς» [Εκδόσεις Καστανιώτη]

” Κάθε τόπος έχει παρελθόν, το ίδιο και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι φτιάχνουν τους τόπους και την ιστορία τους.”

Έτσι μας λέει η Εύα Μαθιουδάκη στις Μέρες της Κηφισιάς. Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο μία καταγραφή στον χρόνο από τις μέρες και νύχτες της Κηφισιάς. Περιέχει και τις μνήμες της, μνήμες μεταπολεμικές, της δεκαετίας του ’50. Σκιαγραφεί επίσης τους ανθρώπους της Κηφισιάς. Τους μεγαλοαστούς γιατρούς, τους ευκατάστατους, όλους εκείνους δηλαδή που έχουν στις βίλες τους με τους υπέροχους κήπους ως υπηρέτες τους πρόσφυγες, τους βιοπαλαιστές, τους αμαξάδες, τις πλύστρες και τους εργάτες, όλους εκείνους δηλαδή που μοχθούν για το μεροκάματο.

Από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα της Εύας Μαθιουδάκη έχει κάτι από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’60. Διότι, πάνω απ’ όλα στις Μέρες της Κηφισιάς πρωταγωνιστεί, εκτός από την κεντρική ηρωίδα Ισμήνη, και η μεγάλη αντίθεση μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων της εποχής.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Ισμήνη Βλάμου, είναι κόρη ενός πρόσφυγα κηπουρού στη βίλα της οικογένειας Σωτηριάδη και της Ουρανίας από την Αμοργό, η οποία επίσης εργάζεται για την οικογένεια Σωτηριάδη, μένοντας σε ένα σπίτι στον κήπο της βίλας.

 Η πρωταγωνίστρια μεγαλώνει στην κόψη του ξυραφιού, ακροβατώντας από τη μια στον κόσμο της εργατιάς και της προσφυγιάς, τον οποίο αντιπροσωπεύουν οι γονείς της και από την άλλη στον κόσμο των ευκατάστατων αστών, που αντιπροσωπεύουν τα παιδιά της οικογένειας Σωτηριάδη με τα οποία αναπόφευκτα συγχρωτίζεται. Θα σπουδάσει παιδαγωγικά και θα παντρευτεί έναν γιατρό, καταφέρνοντας έτσι να πραγματοποιήσει τον πιο κρυφό πόθο της μάνας της και όλης της εργατικής τάξης εκείνης της εποχής: να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια και να ζήσει μια άνετη ζωή μεταπηδώντας στη μεσοαστική τάξη.

Η Ε.Μ. όμως δεν αρκείται μονάχα στην εξιστόρηση της ζωής της Ισμήνης. Αντιθέτως, την πλαισιώνει με τις αφηγήσεις για τη ζωή του πατέρα, της μητέρας της, των παιδιών και των γονιών της οικογένειας Σωτηριάδη, του πρώτου της έρωτα, του δάσκαλου και ποιητή Λευτέρη και του γιατρού συζύγου της. Έτσι προκύπτει το πολυσύνθετο ανθρώπινο μωσαϊκό της εποχής. Διότι πάνω απ’ όλα, πέρα από τα χρώματα και τα αρώματα της εποχής και της Κηφισιάς, το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα αφήγημα για τον ίδιο τον άνθρωπο.

Η αφήγηση δεν είναι γραμμική χρονικά, η γλώσσα όμως, αλλά και ο τρόπος της αφήγησης είναι, αναντίρρητα, από τα δυνατά σημεία του μυθιστορήματος. Ο αναγνώστης βυθίζεται κυριολεκτικά στις λέξεις, στη μεταπολεμική εποχή, αλλά και στους υπέροχους κήπους της Κηφισιάς, μιας Κηφισιάς και ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια, τουλάχιστον έτσι όπως απεικονίζεται στο βιβλίο.Το καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό προσδίδει στο τέλος μία πικάντικη νότα στην κατά τα άλλα ήρεμη αφήγηση του βιβλίου και διαταράσσει ελαφρώς την ήρεμη θάλασσα που αποτελεί τις σελίδες του.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όταν ο αναγνώστης φτάσει στην τελευταία σελίδα, αυτό που θα του μείνει είναι, αυτή η αίσθηση της ηρεμίας και του πράσινου που υπάρχει στο εξώφυλλο του βιβλίου και στους κήπους της Κηφισιάς. Σαν να βγαίνει από έναν κήπο και όχι από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος εποχής…