Κριτική: Γκέοργκι Γκοσποντίνοφ – Φυσικό Μυθιστόρημα [Εκδόσεις Ίκαρος]

Στο Φυσικό Μυθιστόρημα του Γκέοργκι Γκοσποντίνοφ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις  Ίκαρος, διαβάζουμε μία ιστορία μέσα σε άλλες ιστορίες, συνομιλούμε με έναν αφηγητή που κατακερματίζεται σε άλλους αφηγητές, συναντάμε μύγες, μέλισσες, φυτά που μεταμορφώνονται και κυριαρχούν.

Η βασική ιστορία του βιβλίου είναι ο χωρισμός του αφηγητή από τη σύζυγό του Έμμα, η οποία στο μεταξύ περιμένει παιδί από άλλον άντρα. Ωστόσο, γύρω και μέσα σε αυτή την ιστορία μπλέκονται αποσπάσματα από κλασικά μυθιστορήματα, από βιβλία βιολογίας και γεωπονίας, από απόψεις αρχαίων φιλοσόφων. Τα φυτά ζωντανεύουν και συμμετέχουν ενεργά στην αφήγηση. «Έχω την αίσθηση πως μας παρακολουθούν όλη την ώρα -οι φίκοι, τα σπαράγγια, τα μπονσάι, οι μικροί φοίνικες, τα κινέζικα τριαντάφυλλα, τα γεράνια, οι λεμονίτσες. Βρισκόμαστε όλη την ώρα μπροστά τους. Επιτρέψτε μου να προσθέσω ως καλός φυσικός ιστορικός και μια προσωπική μου παρατήρηση. Όταν γίνονταν οι φασαρίες με τη γυναίκα μου, τα φύλλα του φίκου στο χολ άρχισαν να κιτρινίζουν και να πέφτουν». Αλλά και τα ζώα κατέχουν σημαντική θέση στη ζωή του αφηγητή. Παρατηρεί τις γάτες, τις μέλισσες, τις μύγες και μέσω αυτών προσπαθεί να νοηματοδοτήσει τη ζωή του.

Όσον αφορά τώρα τον ίδιο τον αφηγητή, παρατηρούμε ότι σταδιακά κατακερματίζεται κι αλλάζει μορφές. Από βασικός αφηγητής, γίνεται ένας άστεγος που γράφει ένα μυθιστόρημα στο σημειωματάριό του κι έπειτα ένας περίεργος κηπουρός που ζει σε έναν άγριο κήπο στο χωριό του και στέλνει επιστολές για να προειδοποιήσει τον ΟΗΕ ότι η παγκόσμια ισορροπία βρίσκεται σε κίνδυνο. Οι μορφές αυτές μπλέκονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα για το αν πρόκειται τελικά για το ίδιο άτομο. Η εναλλαγή αυτή δημιουργεί ένα ευχάριστο παιχνίδι που κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη και τον ξαφνιάζει συνεχώς.

Ο συγγραφέας παίζει με τα επίπεδα του χρόνου, με τα επίπεδα του ύφους και των φωνών, με τις τεχνικές αφήγησης. Αποδομεί τους πάντες και τα πάντα σε μια προσπάθεια να αφηγηθεί την ιστορία δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι το μυθιστόρημα δεν έχει ξεκινήσει ποτέ. Πρόκειται τελικά για ένα μυθιστόρημα που συνομιλεί με τον εαυτό του και τον ρωτάει πώς πρέπει να αρχίσει, πώς πρέπει να συνεχίσει και πώς να τελειώσει. Είναι ένα μυθιστόρημα για την ίδια τη διαδικασία της γραφής. Μάλιστα, στο τέλος του βιβλίου μπλέκονται ακόμα περισσότερο τα πράγματα όταν συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μέσα σε άλλο μυθιστόρημα. «Αγόρασα τετράδιο επειδή αποφάσισα να γράψω ένα καινούριο μυθιστόρημα. Η ιδέα μού φαίνεται καλή. Το θέμα είναι ένας άστεγος με μια κουνιστή πολυθρόνα. […] Ο άνθρωπος ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα όπου ο ήρωας να είναι άστεγος. Τα πάντα όμως θα έπρεπε να είναι αληθινά. Αποφάσισε να μπερδευτεί με τους αστέγους, να προσπαθήσει να ζήσει όπως αυτοί μία εβδομάδα περίπου. […] Αυτή είναι η ιδέα μου προς το παρόν. Δεν ξέρω τι θα γίνει με τον άστεγό μου. Κάποια στιγμή σκέφτηκα πως για να γίνει καλό μυθιστόρημα θα έπρεπε κι εγώ να ζήσω λίγο σαν άστεγος, μερικές ημέρες». Στο μεταξύ αυτές οι ιστορίες, του αφηγητή που ξεκινάει το μυθιστόρημα και του αφηγητή που προσποιείται τον άστεγο έχουν ήδη σε έναν βαθμό διανθιστεί στις προηγούμενες σελίδες του μυθιστορήματος.

Αυτή η μεταμοντέρνα ματιά του συγγραφέα προκαλεί εντύπωση στον αναγνώστη, ο οποίος αρχικά αισθάνεται μπερδεμένος εξαιτίας του συνειρμικού και διάχυτου λόγου. Σκόρπιες σκέψεις πετάγονται στις σελίδες του βιβλίου, οι οποίες μοιάζει να μην έχουν κάποια συνοχή, ωστόσο μια προσεχτική ανάγνωση διαψεύδει αυτήν την πρώτη αίσθηση. Η αποσπασματικότητα και ο συνειρμικός λόγος δημιουργούν τελικά μια ολοκλήρωση, τέτοια που αναγνώστης στο τέλος αισθάνεται ότι έχει διαβάσει μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Κι εδώ κρύβεται το μεγαλειώδες της αφήγησής του.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ